Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

Δυτικοί «σταυροφόροι» εναντίον της ορθόδοξης Ρωσίας. Οι ίδιοι διέλυσαν και το ορθόδοξο Βυζάντιο

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Στόχος ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία

1. Τὸ παράδειγμα τῆς Ὀρθόδοξης Σερβίας. Κοσσυφοπέδιο καὶ Οὐκρανία.

Ὅσοι, χωρὶς ἱστορικὴ γνώση, παρακολουθοῦν αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὴν σύγκρουση μεταξὺ τῶν δυτικῶν συμμάχων τοῦ ΝΑΤΟ καὶ τῆς Ρωσίας στὰ σύνορα τῆς Οὐκρανίας, ὅπου ἐπιδιώκουν οἱ νέοι Σταυροφόροι νὰ ἀποσπάσουν τὴν Οὐκρανία ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ καὶ γεωπολιτική της σύνδεση μὲ τὴν Ρωσία καὶ νὰ τὴν ἐντάξουν στὴν δυτικὴ συμμαχία, στὴν λατινοφραγκική, παπικὴ καὶ προτεσταντικὴ Δύση, δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν δικαιολογημένη ἰσχυρὴ ἀντίδραση τῆς Ρωσίας καὶ πιθανὸν νὰ δικαιώνουν ὄχι τὴν ἀμυνόμενη Ρωσία ἀλλὰ τοὺς ἐπιτιθέμενους νέους Σταυροφόρους τῆς Δύσης.

Οἱ τελευταῖοι ἐπαναλαμβάνουν ὅ,τι ἔπραξαν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Σερβία στὸν ἐναντίον της πολυχρόνιο πόλεμο μετὰ τὴν διάλυση τῆς Γιουγκοσλαβίας. Ἀφοῦ μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ πάπα καὶ τοὺς τοπικοὺς πολέμους ἱδρύθησαν τὰ ἀνεξάρτητα «καθολικά» κράτη τῆς Κροατίας καὶ τῆς Σλοβενίας μὲ ἐδαφικὲς ρυθμίσεις εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης Σερβίας, ἐπενέβη τὸ ἴδιο τὸ ΝΑΤΟ τὸ 1999 (Μάρτιος-Ἰούνιος) καὶ μὲ ἀτέλειωτους φονικοὺς βομβαρδισμοὺς ἐναντίον τῆς Σερβίας, ποὺ ἄντεξε ἐπὶ μῆνες, διέλυσαν τὴν στρατιωτική της δύναμη καὶ τὴν ἀνάγκασαν νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἱστορική της κοιτίδα, τὸ Κοσσυφοπέδιο, ποὺ τὸ παρέδωσαν στοὺς Μουσουλμάνους Κοσοβάρους Ἀλβανούς, γεμίζοντας τὰ Βαλκάνια μὲ ἀνεξάρτητα νέα λατινοφραγκικὰ προτεκτοράτα, ἀμερικανοευρωπαϊκά, παπικὰ καὶ μουσουλμανικά, ποὺ περικύκλωσαν τὴν Ὀρθόδοξη Σερβία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμφιταλαντευόμενη μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης Ἑλλάδα. Ἡ τελευταία ὡς μέλος τῆς δυτικῆς συμμαχίας διευκόλυνε τὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις, μὲ τὴν λαϊκή της πάντως ἀλάνθαστη συνείδηση στάθηκε στὸ πλευρὸ τῶν ἀμυνόμενων Ὀρθοδόξων Σέρβων. Ἔχει καταγραφῆ ἀνεξίτηλα ἡ ἐνθάρρυνση τοῦ Βατικανοῦ πρὸς τοὺς πρέσβεις τῶν δυτικῶν χωρῶν διὰ στόματος τοῦ Πολωνοῦ πάπα Παύλου ΣΤ´, ὅπως τὴν διέσωσε Ἕλληνας Εὐρωβουλευτής: «Ἐξοπλῖστε τοὺς Μουσουλμάνους καὶ ἀφοπλῖστε τοὺς Σέρβους»[1].

Ὅ,τι εἶναι τὸ Κοσσυφοπέδιο γιὰ τοὺς Σέρβους, ὡς ἐθνικὴ καὶ χριστιανική τους κοιτίδα, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ἡ Οὐκρανία, τὸ Κίεβο, γιὰ τοὺς Ρώσους. Στὸ Κίεβο, τὴν πρώτη πρωτεύουσα τῶν Ρώσων, συντελέσθηκε τὸ Βάπτισμα, ὁ ἐκχριστιανισμός τους (988 μ.Χ.), καὶ ἐκεῖ ἐπὶ αἰῶνες ἀναπτύχθηκε ἡ Ρωσικὴ Ὀρθοδοξία, ὁ ρωσικὸς πολιτισμός, μὲ περίλαμπρους ναούς, ξακουστὰ μοναστήρια, καὶ μεγάλους Ἁγίους ἀσκητές. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς Μογγόλους, τὸ 1240, καὶ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας, ἀρχικὰ στὸ Βλαδιμὴρ καὶ ὁριστικὰ στὴν Μόσχα, τὸ Κίεβο ἐξακολούθησε νὰ θεωρεῖται ρωσικὴ ἐπικράτεια καὶ νὰ διεκδικεῖται ἀπὸ τοὺς Ρώσους. Μετὰ τοὺς Μογγόλους τὴν περιοχὴ κατέκτησαν οἱ Πολωνοὶ ἐπὶ δύο αἰῶνες μέχρι τὸ 1654, ὁπότε μετὰ τὴν νίκη τῶν Ρώσων ἐπὶ τῶν Πολωνῶν ἔκλεισε ἡ παρένθεση τῆς πολωνικῆς κατάκτησης τῶν περιοχῶν καὶ ἀποκαταστάθηκε ἡ ἑνότητα Μόσχας Κιέβου. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολωνικῆς κατάκτησης, ἐν μέρει δὲ καὶ τῆς Λιθουανικῆς σὲ κάποιες ρωσικὲς περιοχές, τὸ Κίεβο ἔγινε τὸ Κέντρο τῆς δράσεως τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ τῶν Οὐνιτῶν, ὅπου, παράλληλα μὲ τὸν ἐκλατινισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπεξάρτησή τους ἀπὸ τὴν Ρωσία μὲ τὴν δημιουργία ξεχωριστῆς Μητρόπολης Κιέβου, ἐπιχειρήθηκε συστηματικὰ καὶ ἡ ἐθνική τους ἀπεξάρτηση μὲ τὴν καλλιέργεια οὐκρανικῆς συνείδησης, τοῦ Οὐκρανισμοῦ, καὶ τὴν συστηματικὴ ἀνάπτυξη τῆς ρωσοφοβίας. Πουθενὰ στὶς ἑλληνικὲς ἱστορικὲς πηγὲς δὲν συναντᾶται ἡ λέξη Οὐκρανία, ἀλλὰ τὸ ρωσικὸ ἔθνος παρουσιάζεται ἑνιαῖο μὲ γεωγραφικοὺς πληθυσμιακοὺς χαρακτηρισμούς, ὅπως Μεγάλη Ρωσία, Μικρὰ Ρωσία, Λευκορωσία. Ὁ σημερινὸς Οὐκρανὸς εἶναι ὁ Μικρορῶσος, ὁ Μοσχοβίτης εἶναι ὁ Μεγαλορῶσος καὶ ὁ τῆς Λευκορωσίας εἶναι ὁ Λευκορῶσος. Ὅσα συμβαίνουν σήμερα στὴν Οὐκρανία μὲ τὴν καλλιεργούμενη ρωσοφοβία καὶ τὴν προσπάθεια ἐκδυτικισμοῦ ἔχουν τὶς ρίζες τους πίσω στὴν ἱστορία, στὶς προσπάθειες ἐκπολωνισμοῦ καὶ ἐκλατινισμοῦ τῶν κατοίκων[2].



2. Ἡ Ρωσικὴ Ὀδησσὸς δέχεται καὶ τιμᾶ τὸ λείψανο τοῦ ἱερομάρτυρος πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε´



Ἀξίζει πάντως νὰ ἀναφέρουμε, στὰ πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν διακοσίων ἐτῶν (200) ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, τὴν λαμπρὴ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπεφύλαξαν οἱ Ρῶσοι, Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία, στὸ σκήνωμα τοῦ ἱερομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε´, στὴν πόλη τῆς Ὀδησσοῦ, στὴν ρωσικὴ Ὀδησσό, γιατὶ τότε δὲν ὑπῆρχε Οὐκρανία, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1821, μετὰ τὴν θαυμαστὴ διάσωση τοῦ λειψάνου ἀπὸ τὸ ἐλλιμενισμένο στὴν Γέφυρα τοῦ Γαλατᾶ πλοῖο τοῦ Ἰωάννη Σκλάβου, πλοιάρχου ἀπὸ τὴν Κεφαλληνία, ὑπὸ ρωσικὴ σημαία, ὁ ὁποῖος τὸ μετέφερε στὴν Ὀδησσὸ ὅπου ἐτάφη μὲ αὐτοκρατορικὲς τιμές. Ὁ Γ. Παπαδόπουλος στὸ βιβλίο του «Ἱστορία Γρηγορίου Ε´, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Πρωταθλητοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως», ἀναφερόμενος στὶς ἑτοιμασίες γιὰ τὴν κηδεία τοῦ πατριάρχη λέγει ὅτι τὸ γενικὸ πρόσταγμα γιὰ τὴν ὑλοποίηση τῶν διαταγῶν τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Ρωσίας Ἀλεξάνδρου εἶχε ὁ κόμης Ἀλέξανδρος Θεοδωρίδης Λανζερών, γενικὸς διοικητὴς τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, καὶ ὅτι μετὰ τὸν ἀσπασμὸν τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ὑπὸ τῶν κληρικῶν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες «ἐν τῷ ναῷ κατησπάζετο μεθ᾽ ὅλης τῆς εὐλαβείας πλῆθος μέγα συρρεόντων ἐκ τῶν πλησιεστέρων ἐπαρχιῶν τῆς Μικρᾶς Ρωσίας»[3]. Στὸν ἐπιτάφιο λόγο ἐπίσης ποὺ ἐξεφώνησε ὁ μέγας διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων στὴν Ὀδησσὸ στὶς 19 Ἰουνίου 1821 στὸ ρωσικὸ καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, μεταξὺ ἄλλων, εἶπε ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν ἀποθανόντα πατριάρχη: «Ἂν καὶ δὲν σὲ περιστέφει πλέον ἡ ἁγιωτάτη σου Σύνοδος, ἀλλὰ περιστοιχοῦσι τὸ λείψανόν σου, ὡς στελέχη φοινίκων, σεβάσμιοι Ποιμένες καὶ ἱερεῖς ἐκ μέρους τῆς ἁγιωτάτης Συνόδου τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας. Ἂν καὶ δὲν ἐνταφιάζεσαι εἰς τὴν ἔνδοξον μὲν ἀλλὰ στενάζουσαν ἤδη γῆν τῆς Ἑλλάδος, ἀλλ᾽ ἐνταφιάζεσαι ἐνδόξως εἰς γῆν ἐλευθέραν, καὶ τιμᾶσαι λαμπρῶς ὑπό τε τῶν παρόντων ὁμογενῶν σου καὶ ὑπὸ τῶν γενναίων καὶ θεοσεβῶν Ρώσσων, τῶν ὁποίων ἡ τῆς πίστεως εὐσέβεια, συμφωνοῦσα πρὸς τῶν νικηφόρων αὐτῶν ὅπλων τὴν ἰσχύν, ἠξεύρει νὰ τιμᾶ καὶ νὰ ὑπερασπίζηται δημοσίως τὰ θεῖα καὶ ἀνθρώπινα δικαιώματα»[4]. Στὴν ρωσικὴ λοιπὸν Ὀδησσὸ καὶ ὄχι στὴν Οὐκρανική, ἐτάφη ὁ ἱερομάρτυς καὶ ἐθνάρχης πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε´. Ρῶσοι ἱεράρχες καὶ ἱερεῖς, Ὀρθόδοξοι πιστοὶ τῆς Μικρᾶς Ρωσίας, δηλαδὴ τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας, καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι κάποιας ψευδοαυτοκέφαλης Οὐκρανικῆς, ἐτίμησαν καὶ ἐδόξασαν τὸ σκήνωμα τοῦ ἡρωϊκοῦ πατριάρχη. Πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ρωσία καὶ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἐστράφησαν οἱ εὐχαριστίες καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ἑλλήνων στοὺς πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους ποὺ ἐκφωνήθηκαν τὸ 1871 μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῆς πεντηκονταετίας ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, κατὰ τὸν ὁποῖο πραγματοποιήθηκε καὶ ἡ μεταφορὰ τοῦ λειψάνου τοῦ πατριάρχη ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ ἐναπόθεσή του στὸν μητροπολιτικὸ ναό. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν περιοριζόμαστε μόνον εἰς ὅσα γράφει ὁ ποιητὴς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης στὸν Πρόλογο τοῦ συγκλονιστικοῦ ποιήματος «Ἀνδριάς» ποὺ ἀπήγγειλε τὸ ἑπόμενο ἔτος 1872 στὶς 25 Μαρτίου ἐνώπιον τοῦ ἑτοιμασθέντος ἀνδριάντος, τὸ ὁποῖο ἀρχίζει μὲ τοὺς στίχους:

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;

Γράφει λοιπὸν στὸν Πρόλογο μεταξὺ ἄλλων: «Τὸ ἱερὸν λείψανον τοῦ μεγάλου τῆς Ἑλλάδος ἐθνομάρτυρος ἔμεινε τρεῖς ὅλας ἡμέρας κρεμάμενον ἐπὶ τῆς ἀγχόνης, ὕστερον δὲ παρεδόθη εἰς χεῖρας τοῦ μαινομένου ὄχλου τῶν δημίων καὶ διασυρθὲν καθ᾽ ὅλας τὰς ρύμας καὶ τὰς ἀγυιὰς τοῦ Βυζαντίου, ὥς τι θνησιμαῖον ἀνάξιον ἐνταφιασμοῦ, ἐρρίφθη εἰς τὰ βάθη τοῦ Βοσπόρου. Ἀλλ᾽ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος παρέλαβεν αὐτὸ ἐκ τῶν κόλπων τῆς θαλάσσης καὶ τὸ διεπιστεύθη εἰς χεῖρας τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσίας, ἥτις ἀπέδωκεν αὐτῷ τιμὰς αὐτοκρατορικὰς καὶ λατρείαν ἀνάλογον πρὸς τὸν τερατώδη ὄγκον τοῦ διαπραχθέντος στυγεροῦ κακουργήματος καὶ τῆς ὑψηλῆς θέσεως, ἣν κατεῖχεν ἐν τῷ πληρώματι τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀπαγχονισθεὶς πατριάρχης»[5].

3. Στόχος τῶν δυτικῶν Σταυροφόρων, παλαιῶν καὶ νέων, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τί λέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος.

Παρεμβάλαμε τὰ περὶ τοῦ πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, γιὰ νὰ δείξουμε ἐνδεικτικὰ ὅτι στὴν ἱστορικὴ συνείδηση Ἑλλήνων καὶ Ρώσων, τὸ Κίεβο, ἡ Ὀδησσὸς καὶ ὅλα τὰ νότια παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου ἱστορικὰ θεωροῦνται ρωσικὴ ἐπικράτεια, καὶ ὅπως ἔπραξαν κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1990 οἱ Σταυροφόροι τοῦ ΝΑΤΟ ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Σερβίας, τὸ ἴδιο ἐπεχείρησαν παλαιὰ μὲ τὶς πολωνικὲς καὶ λιθουανικὲς κατακτήσεις ἐδαφῶν τῆς Μικρᾶς Ρωσίας (= Οὐκρανίας) καὶ πράττουν καὶ σήμερα μὲ τὴν προσπάθεια τῆς ὁριστικῆς ἀπεξάρτησης τῆς Οὐκρανίας ἀπὸ τὴν Ρωσία, πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς ἔνταξής της στὸν δυτικὸ χῶρο. Ἡ πολιτικὴ ἀπεξάρτηση ἐπιτεύχθηκε βέβαια μετὰ τὴν διάλυση τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης τὸ 1990, ἐξακολουθοῦσε ὅμως καὶ ἐξακολουθεῖ ἡ πολιτιστικὴ σύνδεση τῶν δύο ὁμόφυλων λαῶν, ὅπως καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία, ἐναντίον τῆς ὁποίας ἐργάζεται δυστυχῶς ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, συνεργαζόμενος μὲ τοὺς δυτικοὺς Σταυροφόρους ποὺ διέλυσαν τὸ Βυζάντιο καὶ ἐβεβήλωσαν τὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1204, συνεργαζόμενος οὐσιαστικῶς ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Στόχος τῆς αἱρετικῆς Δύσης διαχρονικά, τῇ ὑποκινήσει τοῦ Διαβόλου, εἶναι νὰ διαλύσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ νὰ ἀποχριστιανίσει καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὅπως ἤδη ἔχει ἀποχριστιανισθῆ ἡ ἴδια.

Ἡ σταυροφορικὴ αὐτὴ δαιμονικὴ συμπεριφορὰ πηγαίνει πολὺ πίσω στὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τοῦ πάπα τὸ 1204, ἡ ὁποία, κατὰ γενικὴ τῶν ἱστορικῶν ἐκτίμηση, ἐξασθένησε τόσο πολὺ τὴν πλανητάρχισσα τότε ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία, ὥστε παρὰ τὴν ἐπανάκτησή της ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες τὸ 1261, μετὰ ἀπὸ ἑξήντα χρόνια δουλείας στοὺς Φραγκολατίνους, νὰ ὑποκύψει τελικὰ στοὺς Τούρκους τὸ 1453, πρὸς μεγάλη χαρὰ τῶν Δυτικῶν, ποὺ εἶχαν γεμίσει τὸν ἑλληνικὸ χῶρο μὲ φραγκολατινικὰ κρατίδια καὶ εἶχαν περικυκλώσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως περικυκλώνουν τώρα καὶ τὴν Μόσχα. Ἐνόμισαν ὅτι θὰ σβήσουν τὸν ὀρθόδοξο πολιτισμὸ καὶ θὰ παραμείνει μόνος ὁ ὑλιστικός, ὀρθολογιστικὸς καὶ νοθευμένος δυτικὸς πολιτισμός, ποὺ δὲν εἶναι κἂν χριστιανικός. Δὲν θὰ παραθέσω ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν, γιὰ τὴν βαρβαρότητα καὶ τὶς λεηλασίες, γιὰ τὸ μῖσος τῶν Σταυροφόρων ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Κωνσταντινούπολης. Θὰ ἀναφέρω μόνον ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ποὺ δὲν εἶναι πολὺ γνωστά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτουν καὶ δύο ἄλλες ἐνδιαφέρουσες πτυχὲς γιὰ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα. Συντρίβεται, ἐν πρώτοις, ὁ ἰσχυρισμὸς οἰκουμενιστῶν κληρικῶν καὶ θεολόγων περὶ τοῦ ὅτι δῆθεν ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἦταν φιλοπαπικός. Καταδεικνύεται ἐπίσης ἡ διαχρονικὴ ὑποκρισία τῶν παπῶν καὶ ἡ κοσμικὴ διπλωματικὴ τους γλώσσα, διότι ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ζητοῦν συγγνώμη γιὰ ὅσα δεινὰ προξένησαν στοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐνθαρρύνουν καὶ εὐλογοῦν τοὺς πολέμους καὶ τὶς ἐπιθέσεις ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι προφανὲς ποιούς στηρίζει σήμερα τὸ Βατικανὸ στὴν ἀντιπαράθεση Δυτικῶν καὶ Ρώσων στὴν Οὐκρανία· τὶς ΗΠΑ καὶ τὸ ΝΑΤΟ, ὅπως ἔπραξε καὶ τὴν δεκαετία τοῦ 1990 στὴν Σερβία, τὰ περὶ τὴν Ρωσία «καθολικά» κράτη, τοὺς Οὐνίτες καὶ σχισματικοὺς τῆς Οὐκρανίας καὶ ὄχι τὸ δίκαιο τῆς ἀμυνόμενης καὶ περικυκλούμενης Ὀρθόδοξης Ρωσίας.

Γράφει λοιπὸν ὁ λαοφιλὴς καὶ γλυκύτατος Ἅγιος Νεκτάριος ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν Ἅγιος τοῦ 20οῦ αἰῶνος:

«Τὸ κατὰ τῶν Ἑλλήνων μῖσος τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας τὸ ἐμπνευσθὲν καθ᾽ ὅλην τὴν Δύσιν κατέστησε τοὺς ἀμαθεῖς λαοὺς τῆς Δύσεως φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ἑλλήνων, οὓς ἐθεώρουν ὡς ἐχθίστους αἱρετικούς· αὐτοὶ οἱ Λατῖνοι ἡγεμόνες, ὧν οἱ πλεῖστοι ἦσαν ἀμαθέστατοι, ἐπίστευον πᾶσαν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἐπιρριπτομένην διαβολὴν καὶ συκοφαντίαν ὑπὸ τῶν ὀργάνων τῆς Παπικῆς ἕδρας, καὶ ἐδέχοντο ὡς ἀληθείας ἀναμφιρρήστους πᾶν ὅ,τι ἔλεγον αὐτοῖς οἱ κληρικοὶ περὶ τῶν προνομίων τῆς ρωμαϊκῆς ἕδρας, καὶ περὶ τῆς αἱρετικῆς δυστροπίας τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Σταυροφόροι, ὄχλος ἀμαθὴς καὶ φανατικός, ἔτρεφον ἴσον μῖσος πρὸς τοὺς Ἕλληνας ὅσον καὶ πρὸς τοὺς Ὀθωμανούς. Ἡ ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων, τῶν ἀγρίων τῆς Δύσεως Βανδάλων, ἐπέθηκε τὴν σφραγῖδα ἐπὶ τὸ σχίσμα. Οἱ Σταυροφόροι ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐπέδειξαν ὅτι ὁ χριστιανισμὸς τῆς Δύσεως ἦτο τερατούργημα, ὁ δὲ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ἐμαρτύρησεν ὅτι ἦν ὁ ἀληθὴς αὐτῶν ποιμὴν καὶ ποδηγέτης. 

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Πάπας ἔγραψε πρὸς τοὺς Σταυροφόρους ἐπιστολήν, δι᾽ ἧς θεωρεῖ αὐτοὺς ὄργανα τῆς θείας βουλῆς· καὶ κατὰ μὲν τὸ πρῶτον ἥμισυ τῆς ἐπιστολῆς φαίνεται ἐλέγχων αὐτοὺς διὰ τὰ φρικώδη κακά, ὅσα κατὰ τῶν Ἑλλήνων εἰργάσαντο, “δι᾽ ἅπερ ἀποστρέφονται αὐτοὺς ὡς κύνας”, κατὰ δὲ τὸ ὑπόλοιπον εὐλογεῖ τὸ ἔργον αὐτῶν θεωρῶν αὐτὸ ἔργον τῆς θείας βουλῆς.

... Ὁ Ἰννοκέντιος ἔγραψε καὶ ἐγκύκλιον ἐπιστολὴν πρὸς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως λέγων ὅτι ὁ Κύριος θέλων νὰ παρηγορήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν αὑτοῦ διὰ τῆς ἑνώσεως τῶν σχισματικῶν, ἀφῄρεσε τὴν Αὐτοκρατορίαν ἀπὸ τῶν ἀλαζόνων καὶ δεισιδαιμόνων καὶ ἀπειθῶν Ἑλλήνων, καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τοῖς ταπεινοῖς εὐσεβέσιν, ὀρθοδόξοις, καὶ εὐπειθέσι Λατίνοις!» Πόσον ἀληθῶς θαυμάσιος φαίνεται ὁ ἀλάθητος Πάπας μετὰ θετικότητος ἀποφαινόμενος περὶ τῶν βουλῶν τοῦ Κυρίου! Ἀλλὰ καθ᾽ ὃ Πάπας οὐδὲν ἔχει τὸ παράδοξον»[6].