Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΑΜΟ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ

-Λαμπριάτικος Ψάλτης-

«…Ὁ ναΐσκος εὑρίσκετο τρεῖς ὥρας μακρὰν τῆς πόλεως, καὶ ὁ παπα-Διανέλος ὁ Πρωτέκδικος εἶχεν ἀπέλθει ἐκεῖ ἀπὸ τῆς πρωίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ κὺρ Κωνσταντοῦ ὅτι θὰ ἔφθανε πρὸς τὸ βράδυ διὰ νὰ ψάλῃ καὶ συνεορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν Ἀνάστασιν. Ἄλλον βοηθὸν ὁ παπὰς δὲν εἶχεν· ὁ νεώτερος υἱός του ἑτοιμαζόμενος ἐφέτος δι᾽ ἐξετάσεις εἰς τὸ Διδασκαλεῖον, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἔλθῃ τὸ Πάσχα· ὁ ἄλλος ἔλειπε διαρκῶς ναύτης μὲ τὰ καράβια του. Θυγατέρας, τὸ ἄφθονον τοῦτο προϊὸν τοῦ τόπου ―καὶ τῆς ἱερατικῆς ἐγγάμου τάξεως μάλιστα― τοῦ εἶχεν ἀφήσει πλησμονὴν ἡ μακαρίτισσα ἡ πρεσβυτέρα, πέντε τὸν ἀριθμόν, ἂς εἶχαν ζωήν, ὁποὺ δὲν ἔπαυαν ἀενάως νὰ μεγαλώνουν, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦν· ἦσαν τόσον γείτονες τὴν ἡλικίαν, ὥστε δὲν ἐπρόφθανε νὰ μεγαλώσῃ ἡ μία, καὶ ἡ ἄλλη ἀμέσως τὴν ἔφθανεν· ὅσον ἐμεγάλωναν τόσον ἐφαίνοντο, καὶ μάλιστα αἱ μεσαῖαι τρεῖς, ἴσαι περίπου εἰς τὰ χρόνια, ἴσαι καὶ εἰς τὸ ἀνάστημα· καὶ ὁ παπα-Διανέλος, ἀκούσιος ἱερομόναχος, δὲν ἦτο ἐλεύθερος οὔτε εἰς μοναστήριον νὰ καταφύγῃ…

…Εἶχε παρέλθει ἤδη ἡ μεσημβρία, καὶ ὁ ἱερεὺς μετὰ τοῦ μικροῦ ποιμνίου ἐκάθησαν νὰ γευματίσωσιν ὑπὸ τὴν ἱερὰν ἐλαίαν, ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ναΐσκου, ἐγγὺς τοῦ παμπαλαίου ἐκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, τὸ ὁποῖον κατ᾽ ἄλλους ἦτο στέρνα ὕδατος καὶ κατ᾽ ἄλλους κοιμητήριον ἢ ὀστεοθήκη. Ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, γηραιὰ εὐλαβὴς κατὰ τοὺς μέν, ψευτομετάνισσα κατὰ τοὺς δέ, ἐνάρετος γυνή, ἀποβλέψασα πρὸς τὸ κτίριον τοῦτο μετὰ στεναγμοῦ εἶπεν:

―Ἡμεῖς τρῶμε, κορίτσια· νὰ ἔχουν τάχα κ᾽ οἱ φτωχοί, νὰ φᾶνε!

― Τρῶν οἱ πεθαμένοι, θεια-Μαθηνώ; εἶπε τὸ Ἀγλαώ, ἡ δωδεκαέτις παιδίσκη τοῦ ἱερέως.

― Οἱ πεθαμένοι τρῶνε κόλλυβα, ἐγὼ τὸ ξέρω, προσέθηκε τὸ Καλλιοπώ, ἡ δεκαέτις μικρὰ ἀδελφή της· καὶ γι᾽ αὐτό, ἡμεῖς στὸ σπίτι ὅσα κόλλυβα μᾶς φέρουνε, ὅλα τὰ μοιράζουμε στοὺς φτωχοὺς καὶ στὰ παιδιὰ τὰ γειτονόπουλα, γιὰ νὰ ἔχῃ ἡ μάννα μας, ἡ φτωχή, νὰ φάῃ στὸν ἄλλον κόσμο

― Σιωπή, Καλλιοπώ! εἶπεν ὁ ἱερεύς, θέλων νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησίν του…

…Τὸ πρόσωπον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἔλαμπε μὲ ἅγιον φῶς, δεξιὰ τῆς Ἱερᾶς Πύλης. Ἡ μορφὴ τῆς Δεσποίνης Θεοτόκου ἤστραπτεν ἐξ ἀφάτου χαρᾶς ἀριστερόθεν, κρατούσης τὸ θεῖον βρέφος της...

(Λαμπριατικός Ψάλτης-1893)