Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Κανε υπομονη. Κατι θα γινει. Δεν θα σε αφησει ετσι Αυτος που κανονιζει τα παντα


Οταν εφημερευει η παθολογικη κλινικη σε ενα νοσοκομειο, οι πιθανοτητες να βρουν χρονο, οι γιατροι και οι νοσηλευτριες για να πιουν ενα ποτηρι νερο ειναι ελαχιστες.
Πραγματι. Αυτο συμβαινει και σημερα.
Μεχρι το μεσημερι θα πρεπει να ειχαν τακτοποιηθει περι τις 20 νεες εισαγωγες.
Ποιος τα εκανε ολα αυτα;
Οι δυο γιατροι και οι τρεις νοσηλευτριες της πρωινης βαρδιας...
Πλησιαζει 3 η ωρα. Μεσημερι. Οι εξουθενωμενες νοσηλευτριες της πρωινης βαρδιας διακρινουν στο βαθος του διαδρομου τις δυο απογευματινες νοσηλευτριες.
Η χαρα τους δεν περιγραφεται.
Θα κατσουν σε καρεκλα!
Παραδιδουν το τμημα και τα περιστατικα διαβαζοντας την λογοδοσια. Σταθηκαν σε ενα περιστατικο.
Τον κυρ-Κωστα.85 ετων. Αρχοντικος γεροντας, ψηλος. Κατασπρα πυκνα μαλλια, ασπρο μουστακι, ασπρη φανελα, ασπρο μαλλινο πουκαμισο. Μαυρισμενη ψυχη.
Τον βρηκαν λιποθυμο σε ενα πεζοδρομιο πριν απο 1 ωρα.
Τον μετεφερε το ΕΚΑΒ στην κλινικη.
Διαβητικος.
Και μονος.
Ειναι ασφαλης για σημερα. Τα κοριτσια τον εβαλαν σε ενα 8κλινο θαλαμο μαζι με αλλους 7 παππουδες.
Φοβερη παρεα.
Ποτε του δεν ειχε τοσο μεγαλη παρεα.
Μα, δεν εδειχνε να νοιαζεται και τοσο. Κοιμοταν. Συνεχεια.
4 μμ. Η Μαρια με την Αρτεμις ξεκινησαν για τη νοσηλεια. Μπαινοντας στον θαλαμο του κυρ-Κωστα η Μαρια τον βρηκε να κοιμαται με το βρωμικο, τρυπιο παντελονι και το ασπρο μαλλινο πουκαμισο στο κρεβατι. Δεν ειχε βγαλει ουτε τα παπουτσια τα οποια του χρησιμευαν και σαν παντοφλες, αφου ηταν πατημενα πολυ καλα στις φτερνες.
Η Μαρια δεν σκεφτηκε καθολου.
Σχεδον ενστικτωδως κατεβηκε στην αποθηκη ιματισμου.
Εκει υπηρχαν ρουχα απο θανοντες ασθενεις και τα οποια αφηναν οι συγγενεις τους για κανεναν φτωχο.
Να, σαν τον κυρ-Κωστα.
Πηρε μαζι της ενα ζευγαρι πυτζαμες, παντοφλες και μια αλλαξια ρουχα, καθαρα(!) και χαρουμενη ανεβηκε στην κλινικη. Ο κυρ-Κωστας μολις ειχε ξυπνησει.
Η Μαρια παρακαλεσε τη συναδελφο να συνεχισει τη νοσηλεια κι εκατσε λιγο με τον κυρ-Κωστα.
Του εδωσε τα ρουχα, γυρισε τη πλατη της για να ντυθει κι επειτα καθησαν λιγο απομερα κι επιασαν τη κουβεντα.
Ο κυρ-Κωστας…
3 γιους εχει ο κυρ-Κωστας...
Ο πρωτος πηγε να κυνηγησει το Αμερικανικο ονειρο στην αλλη πλευρα του Ατλαντικου. Ουτε φωνη, ουτε ακροαση εδω και 20 χρονια. Πρωτος κομπος στο λαιμο του κυρ-Κωστα. Σαν να ενιωσε και η Μαρια εναν κομπο.
Ο δευτερος χαμενος καπου στην πρωτευουσα. Τσακωθηκαν καποια στιγμη.
Για ανουσια πραγματα.
Δεν ξαναμιλησαν ποτε.
Ο δευτερος κομπος στον λαιμο του κυρ-Κωστα. Λιγο πιο παχυς αυτη τη φορα. Συνοδευοταν απο ενα ‘’γιατι’’.
Τον ιδιο κομπο ενιωσε και η Μαρια.
Ο τριτος….ωωω ο τριτος. Ο τριτος τον αγαπαει. Αλλα ειναι στη Θεσσαλονικη.
Εχει παρεα.
Οχι καλη.
Καρκινο.
Αυτος ο τριτος κομπος δεν κατεβαινε.
Ουτε στον κυρ-Κωστα, ουτε στη Μαρια.
Ο αρχοντικος γεροντας λυγισε.
Μεσα απο μωρουδιακα αναφιλητα εβγαλε ολο το παραπονο του στη Μαρια.
Σε μια ξενη.
Της ειπε για τοτε που ηταν ολοι μια οικογενεια.
Της ειπε για τοτε που πηγαιναν εκδρομες.
Της ειπε για τοτε που στολιζαν μαζι το Χριστουγεννιατικο δεντρο.
Της ειπε για τοτε που εβγαιναν, πατερας και 3 γιοι και επιναν τσιπουρο στη ψαροταβερνα του Βαγγελη, αδερφικου φιλου του κυρ-Κωστα.
Της ειπε για τοτε που τσακωθηκαν.
Της ειπε για τοτε που πηγε κρυφα στο αεροδρομιο και αποχαιρετησε τον μεγαλο γιο απο το παραθυρο του ταξι.
Κλαιγοντας πλεον.
Της ειπε για τοτε που ο δευτερος εσπασε τη τηλεοραση απο τα νευρα του κι εξαφανιστηκε. Κλαιγοντας ξανα.
Της ειπε και για τον τριτο.
Για τον τριτο γιο τα δακρυα στερεψαν.
Η θλιψη ειχε δωσει τη θεση της στην απογνωση.
- Ξερεις τί ασχημο πραμα ειναι να μην μπορεις να κλαψεις πια;
Το παλικαρι μου πεθαινει κι εγω δεν μπορω να κανω τιποτα.
Καθε βραδυ εκει στο πεζοδρομιο, γονατιζω και προσευχομαι.
Και για τους τρεις.
Λιγο περισσοτερο για τον τριτο.
Λες γι αυτο να μου κρατανε μουτρα οι αλλοι δυο;
Ολοι κανουμε λαθη στη ζωη.
Επρεπε να με πεταξουν ετσι; Τα παιδια μου; Και ο μικρος μου; Θα πεθανει. Αναστεναζει βαθια, κοιταζει το πατωμα και μονολογει. ‘’Κανεις γονιος δεν πρεπει να θαβει το παιδι του. Κανεις’’.
- Κυρ-Κωστα, σημερα σε γνωρισα. Νιωθω ομως οτι σε γνωριζω καιρο. Δεν μπορω να μπω στη θεση σου. Ειναι αδυνατον αυτο. Μπορω ομως να σου πω οτι εχεις ολα τα δικια του κοσμου. Κι αν θες να κλαψεις, κλαψε. Αν θες να φωναξεις, φωναξε. Αν θες να τα σπασεις ολα, σπαστα. Κανε υπομονη. Κατι θα γινει. Δεν θα σε αφησει ετσι Αυτος που κανονιζει τα παντα. Δεν μπορει να σε αφησει ετσι. Σου χρωσταει. Αυτο νομιζω εγω με το φτωχο μυαλο μου. Και θα δεις οτι ακομα και την τελευταια στιγμη, θα φτιαξουν τα πραγματα.
Ο κυρ-Κωστας την κοιταζει με απορια. Πρωτη φορα του μιλαει καποιος αισιοδοξα. Της πιανει το χερι και προσπαθει να το φιλησει. Εκεινη τραβιεται απο ντροπη. Κοκκινιζει.
- Τι κανεις εκει; Εγω πρεπει να σου φιλησω το χερι. Οχι εσυ.
- Κορη μου, να ‘ξερες τί καλο μου εκανες αποψε. Μου εδωσες εναν λογο να ζησω. Ειδα το ελεος στα ματια σου. Μαλακωσες την ψυχη μου. Τα τελευταια του λογια τα ειπε φωναχτα, με τη στεντορια φωνη του να αντηχει σε ολο το θαλαμο.
Οι υπολοποι ‘’θαμωνες’’ ξεσπασαν σε χειροκροτηματα.
Αυτο εκανε τη Μαρια να κοκκινισει ακομα περισσοτερο.
Η Μαρια ειχε κανει εναν καινουριο, καλο φιλο.
Και, ο κυρ-Κωστας ειχε βρει εναν καλο αληθινο αγγελο.
Τωρα πιστευει.
Πιστευει οτι κατι θα γινει.
Πεταξε τα βρωμικα ρουχα, δειπνησε με τους υπολοιπους και κρατησε σαν φυλαχτο τα λογια της Μαριας.
Αυτα τον συντροφευουν μεχρι σημερα. Και, καθε μερα περναει απο τη παθολογικη κλινικη κι αφηνει ενα λουλουδι στο γραφειο.
Για την Μαρια.
Τη νοσηλευτρια-αγγελο του...

Λαμπρος Λιαπης~ Labros Liapis
(εχθρος της πραγματικοτητας)