Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

"Τι κάνεις, Γερόντισσα, εδώ;" "Να, τραβώ κομποσχοινάκι, και σκέπτομαι τι “μέλλει γενέσθαι”, πως θα σωθούμε, τι θα γίνουμε;

Εδώ από το Τσερνομπίλ έφθασε, δεν θα φθάση και από την Ιερουσαλήμ; Άντε, δεν θα αφήση ο Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θα στείλη ο Θεός και θα προστατεύση.
Εκείνους που θέλει να πάρη, θα τους πάρη, τους άλλους θα τους αφήση. Θα προστατεύση ο Θεός, δεν θα αφήση, γιατί χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται

Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου

Είδατε εκείνος ό μοναχός πού ήταν πολύ άρρωστος; Ηταν κάποτε ένας δεσπότης και ένας μοναχός καί πήγαν νά ζήσουν στήν έρημο σάν άσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ό δεσπότης: «Θά πάω γιά έξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί εσύ μείνε εδώ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά έπιστρέψω». Στο διάστημα αύτό προσέβαλε μιά σοβαρή άρρώστια τον ύποτακτικό καί κινδύνευσε νά πεθάνη. Ό δεσπότης όπου πήγαινε καί όπου στεκόταν είχε τό κομποσχοινάκι του καί άκουγε, «Γέροντα, πρόφθασον, ό ύποτακτικός σου είναι πολύ άρρωστος, τελειώνει, είναι πολύ βαρειά άρρωστος». «Μπά, λέει, τί φωνή είναι αύτή; Θά έπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τον ύποτακτικό του καί τού λέει: «Πώς μέ ειδοποιούσες;» «Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί έλεγα, Γέροντα, πρόφθασον. Ακουγα τή φωνούλα σου. Τώρα εγώ θά φύγω». Μετά τον έκανε μοναχό, τον χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Είδατε πώς πληροφορεί ό Θεός;

Ό Γέροντάς μας ό,τι κάνουμε τό βλέπει, όλα τά βλέπει. Προχθές τον είδα στον ύπνο μου πολύ ζωντανό. Είχα μία στενοχώρια. Εβλεπα ότι ήμουν σ’ ένα βράχο καί καθόμουν καί τραβούσα κομποσχοινάκι. Εκείνη τήν ώρα είδα τον Γέροντα νά έρχεται καί νά μου λέη: «Τί κάνεις, Γερόντισσα, έδώ;». «Νά, τραβώ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πώς θά σωθούμε, τί θά γίνουμε; Ασθενική είμαι, δέν μπορώ νά μιλήσω, δέν μπορώ νά κάνω όπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν έχω σωματικές δυνάμεις, αισθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ενίσχυση νά μέ βοηθήση ένας άνθρωπος». «Δός μου τά χέρια σου», μου είπε. Μου έδωσε τά χέρια του, του έδωσα καί ’γώ τά δικά μου και μέ σήκωνε, μέ σήκωνε... Μόλις ξύπνησα αισθάνθηκα μία ξεκούρασι. Ό νους του σκέφτηκα θά είναι εδώ πέρα καί μάς εύχεται. Σήκωσε καί άπό εμένα όλο τό φορτίο πού αισθανόμουν. Γιατί πότε κοιμάμαι, πότε ξυπνάω, δέν έχω ύπνο νά ξεκουρασθή τό σώμα μου καί αισθάνομαι πολύ κουρασμένη.
Όταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ό Θεός τούς Προεστώτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρισκόμαστε καί έτσι, ή Χάρις τού Θεού δέν μάς αφήνει, μάς ενισχύει.
Εμείς θά κάνουμε αύτό πού θέλει ό Θεός, γιά νά μή μάς βρή απροετοίμαστους, όταν θά έρθη ή ώρα ή ευλογημένη. Όπως λένε τώρα, άμα χειριστούν αυτά τά άέρια, τίποτε δέν θά μείνη όρθιο. Τόσο πολύ! Έδώ άπό τό Τσερνομπίλ έφθασε, δέν θά φθάση καί άπό τήν Ιερουσαλήμ; Άντε, δέν θά άφήση ό Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ό Θεός καί θά προστατεύση. Εκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς άλλους θά τούς άφήση. Θά προστατεύση ό Θεός, δέν θά άφήση, γιατί χιλιάδες άνθρωποι προσεύχονται. Μιά φορά, θυμάμαι, ήταν ένας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς.

Πήγαινε κάθε μέρα στήν έκκλησία καί άναβε άπό ένα κερί γιά όσους ήταν ύπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθούν τά πράγμα-τα, νά γίνουν καλύτερα. Μετά δακρύων προσευχόταν μου έκανε έντύπωσι' κάθε μέρα άναβε κεριά. Ή Χάρις του Θεού, έτσι τον φώτισε αύτόν. Άλλους πάλι αλλιώς. Ό π. Μάρκελλος πάει στήν έρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τον κόσμο- καί λέει ότι ύπάρχουν καί αόρατοι άσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ετσι είναι...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ