Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Ἡ πτώση τοῦ Ὁσίου Νήφωνος. (Μέρος Β')

Σιγά-σιγά ἔβγαλε κακό ὄνομα σ’ ὁλόκληρη τήν πόλη. Οἱ παλιοί γνωστοί του καί ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοί λυπόντουσαν τό κατάντημά του.
Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού λεγόταν Βασιλεύς* (Κύριο ὄνομα ὄχι συνηθισμένο σήμερα. Ὁ ὁμώνυμος ἅγιος ἱερομάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀμασείας, ἑορτάζεται στίς 26 Ἀπριλίου), τοῦ ἔλεγε συχνά πυκνά:
-Ἀλίμονό σου, ταλαίπωρε Νήφωνα! Ἔτσι πού κατάντησες, εἶσαι ζωνταός νεκρός!  Διορθώσου πιά...
Μερικές φορές, ὅταν ἄκουγε τέτοια λόγια ὁ Νήφων, συναισθανόταν τίς ἁμαρτίες του. Ἔπεφτε σέ συλλογή, ἀναστέναζε, ξεσποῦσε σέ δάκρυα. Δέν μποροῦσε ὅμως ν’ ἀφήσει τά πονηρά του ἔργα, γιατί πολύ γρήγορα ἡ δύναμη τῆς συνήθειας τόν ἔσερνε στά ἴδια, σάν ἄλογο χαλινωμένο.  Καί τότε ἡ ἀπόγνωση, τό μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα τά κακά, ἐρχόταν νά συμπληρώσει τό ἔργο τῆς ψυχικῆς καταστροφῆς τοῦ νέου: ‟Τώρα πιά δέν ὑπάρχει γιά σένα μετάνοια’’, τοῦ ψιθύριζε. ‟Κοίταξε νά μή στερηθεῖς τουλάχιστον τά ἐπίγεια....’’.
Τόσο σφιχτοδεμένο κοντά του τόν εἶχε ὁ διάβολος, πού, ὄχι μόνο προσευχή δέν μποροῦσε νά ψελλίσει, μά ὧρες-ὧρες ἔνιωθε ἀβάσταχτη δυσφορία, σά νά τοῦ εἶχαν ἀκουμπήσει μιά βαρειά πλάκα πάνω στό στῆθος.
Ἡ καλή γυναίκα τοῦ στρατηλάτη, βλέποντάς τον σέ τέτοια χάλια, ἔκλαιγε καί ὀδυρόταν.
-Ἄχ, τί ἔπαθα, ἡ ἁμαρτωλή!  Τί πειρασμός εἶναι τοῦτος πού μέ βρῆκε; ἔλεγε καί ξανάλεγε.
Πολλές φορές τόν ἔπιανε μέ τό καλό καί τόν συμβούλευε. Ἄλλοτε τόν ἔπιανε μέ τό ἄγριο, κάποτε μάλιστα τόν ξυλοκοποῦσε! Μά ὅλες της οἱ προσπάθειες ἔμεναν χωρίς ἀποτέλεσμα. Ὁ Νήφων ἦταν ἀδιόρθωτος.
Μιά φορά πῆγε νά δεῖ κάποιον παλιό γνωστό του, τό Νικόδημο, ἄνθρωπο εὐσεβή καί ἐνάρετο.
Ὁ Νικόδημος τόν ὑποδέχθηκε μέ φανερή ἀγάπη.
-Ὤ, καλῶς ὥρισε ὁ ἀδελφός μου ἐν Κυρίῳ! ἀναφώνησε.
-Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά ’ναι μαζί σου, ἀποκρίθηκε ὁ Νήφων, κι ἀμέσως σκέφτηκε πώς εἶχε καιρό νά πεῖ τέτοιο χαιρετισμό.
Μά μόλις ὁ Νικόδημος ἦρθε κοντά του, κοντοστάθηκε.  Στήλωσε τό βλέμμα πάνω του κι ἔμεινε νά τόν κοιτάζει σάν ἀφηρημένος γιά κάμποση ὥρα. Ὁ Νήφων τά ἔχασε.
-Τί συμβαίνει; τόν ρώτησε ἀμήχανα. Γιατί μέ κοιτᾶς ἔτσι ἀμίλητος; Πρώτη φορά μέ βλέπεις;
Ὁ ἄλλος τότε σά νά συνῆλθε.
-Πίστεψέ με, ἀδελφέ μου, δέν τί νά πῶ... Νά, τό πρόσωπό σου μοῦ φαίνεται κατάμαυρο, σάν τοῦ ἀράπη!  Πῶς νά τό ἐξηγήσω...
Ὁ Νικόδημος σώπασε πάλι, μά ὁ Νήφων κατάλαβε πολύ καλά, πώς τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του εἶχαν κάνει τήν ὄψη του νά φαίνεται μαύρη!  Συγκλονίστηκε.  Γεμάτος ντροπή καί συντριβή, ἔκρυψε τό πρόσωπό του στίς παλάμες του κι ἔφυγε μονολογώντας. ‟Ἀλίμονο σ’ ἐμένα τόν ἁμαρτωλό!  Καί σ’ αὐτή τή ζωή ἔγινα περιγέλασμα τῶν ἀνθρώπων, καί στήν ἄλλη θά καίγομαι στή γέενα τοῦ πυρός. Ὤχ, ὁ ἄθλιος!  Τί θά κάνω; Θά μπορέσω τάχα νά μετανοήσω καί νά σωθῶ;..... Ποιός θά μέ βοηθήσει; Ποιός θά μέ βεβαιώσει πώς θά βρῶ πραγματικά ἔλεος, ἄν μετανοήσω;..... Μά πῶς νά πῶ στό Θεό «ἐλέησόν με», μετά ἀπό τόσες βρωμερές ἁμαρτίες, πού ἔκανα μπροστά στά μάτια Του;....’’.


 Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων  Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
 (σελ.22-26)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004