Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

«Ο Θεός όλα τα βλέπει, τα ακούει και τα προλαβαίνει».


Μεγάλωσα ορφανός. Δυστυχώς, ποτέ μου δεν μπόρεσα να δω, να κοιτάξω, να μιλήσω, να ακούσω τον πατέρα μου… Μόνο στις φωτογραφίες τον είδα, απ’ εκεί τον θυμόμουνα, απ’ εκεί τον έβλεπα και εκεί του μιλούσα. Ακόμη και κάθε φορά που, έβαζα το χέρι στο στήθος μου και, έπιανα τον σταυρό που μου χάρισε. Έναν πανέμορφο σταυρό που έχει χαραγμένο το όνομά μου, το όνομα της μητέρας μου και του πατέρα μου. Είναι αυτό που μου τον θυμίζει.

Η μητέρα μου, μου είπε, ότι ο πατέρας μου ζει, σε κάποια φυλακή. Κάποτε θα βγει, κάποτε θα με γνωρίσει. Γι’ αυτό θα πρέπει να κάνω πράγματα και ενέργειες που όταν, κάποια στιγμή τον συναντήσω και τον μάθω, να είναι υπερήφανος για τον γιο του. Ποτέ να μην κάμω κάτι, που θα τον πειράξει ή θα τον πικράνει.
Έτσι και εγώ, μεγάλωσα με αυτήν την ιδέα, και πάντα πίστευα, ότι κάποια μέρα θα τον συναντούσα.
Στην περιοχή μας, στο βουνό ψηλά, σε κάποια κορυφή του, έμεινε ένα εξωκκλήσι ορφανεμένο, ερείπιο και γκρεμισμένο. Κάθε φορά που είχα χρόνο πήγαινα εκεί. Καθόμουν και παρακαλούσα τον Προφήτη Ηλία, που έχει και το όνομά του ο πατέρας μου, να με αξιώσει να τον δω και να τον γνωρίσω.
Δυστυχώς, τις όμορφες αυτές στιγμές μου εκεί, σ’ αυτό το εκκλησάκι, δεν πρόλαβα να τις χαρώ. Γιατί, μία μέρα, διορθώνοντας λίγο την σκεπή του ναού…, 2 έφιπποι αστυνόμοι περίπολοι, με συνέλαβαν.
Να μην σας κουράζω πολύ, εδώ και χρόνια, σέρνομαι από φυλακή σε φυλακή, από κελλί σε κελλί, μέχρι που κατέληξα εδώ και δύο χρόνια, σ’ αυτή την φυλακή της πόλεως …… Σε μία από τις σκληρότερες και πιο επικινδυνότερες φυλακές της χώρας μας. Με εκατοντάδες φυλακισμένους. Με χίλια δύο βασανιστήρια και σωματικά και ψυχικά. Με μεγάλες αγγαρείες και πολύ ρουφιανιά. Φοβάσαι να βήξεις, να μιλήσεις, και έτσι απομονώνεσαι ακόμη πιο πολύ, πιο μόνος, κατάμονος. Πολύ λίγες κουβέντες, μετρημένες. Αυτό σου δίνει την δυνατότητα να μιλάς με τον Θεό, να Του αφιερώνεις πάμπολλες ώρες.
Έτσι άρχισα να Του μιλώ πολύ. Να Τον νιώθω συνεχώς παρών, σαν να είναι δίπλα μου. Και όμως ένιωθα και πολύ μόνος, μοναχός μου.
Στο διπλανό κρεβάτι, ένας εξαιρετικός κύριος, με κοιτά συνεχώς. Είναι άρρωστος. Τις νύκτες βαριανασαίνει. Πονά. Έχει ταλαιπωρηθεί πολλά χρόνια στις φυλακές. Βηχά συνεχώς. Κρυώνει. Είναι πετσί και κόκκαλο… Τις τελευταίες μέρες, δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Παραμιλά, καίει από πυρετό, κρυώνει… Τον σκέπασα με την κουβέρτα μου. Στο καλοριφέρ σώμα, που καίει λίγο, ζέστανα ένα κομμάτι ύφασμα και του έβαλα στην κοιλιά. Χίλιες φορές με ευχαρίστησε.
- Όλα καλά θα πάνε, κ. Ηλία, του είπα, θα γίνετε καλά. Θα περάσετε και αυτήν την μπόρα…
- Δεν πειράζει, παιδί μου. Εδώ μας ξεχάσαν όλοι, ακόμη και ο ίδιος ο προστάτης μας, ο Θεός…
- Σε παρακαλώ, του είπα, μην το ξαναπείς αυτό… ούτε να το σκεφτείς. Ο Θεός όλα τα βλέπει, όλα τα ακούει, όλα τα προλαβαίνει… Θα σε κάνει καλά.
- Τι αξία έχει πια, παιδί μου; Είμαι τόσα χρόνια μέσα, έχασα όλους και όλα και προπαντός την οικογένειά μου, τα παιδιά μου, την γυναίκα μου.
- Και εγώ το ίδιο, κύριε Ηλία, την μάννα μου, τον πατέρα μου, ούτε καν τον γνώρισα, και τώρα και τα αδέλφια μου. Μπόρα είναι θα περάσει, δεν θα μας αφήσει έτσι ο καλός Θεός.
- Όχι, παιδί μου. Ας μην ζήσω άλλο. Άλλωστε έχω βαρειά ασθένεια, δεν θα ζήσω πολύ. Σε λίγο τελειώνουν τα βάσανά μου. Δεν πειράζει, ας τους συγχωρήσει ο Θεός για ό,τι κακό μου κάμανε και όση πίκρα μου δώσανε…
- Κύριε Ηλία, έχω κρυμμένο στον κόρφο μου έναν σταυρό. Θέλετε να σας τον δώσω να σας βοηθήσει λίγο; Να τον κρατήσετε. Πιστεύω να γίνετε καλά…
Με τρεμάμενα χέρια τον πήρε κρυφά… Τον κοίταξε, τον φίλησε και τον έβαλε στην χούφτα του. Τον κοίταξε καλά-καλά, και τον γύρισε πίσω, και άρχισε με λυγμούς να κλαίει.
- Τι έπαθες, κύριέ μου; τον ρώτησα!!
Δεν απάντησε. Έκλαιγε, έκλαιγε, έκλαιγε… Όταν συνήλθε, με παρακάλεσε να καθήσω δίπλα του. Άρχισε να μου μιλά για το μέρος μας, για τον λόφο, για το σπίτι μου. Να μου το περιγράφει με λεπτομέρειες, για την μητέρα μου, για τα αδέλφια μου, για συγγενείς μου, για όλους και για όλα…
Ήταν ο πατέρας μου. Τον βρήκα μετά τόσα χρόνια, τόσα βασανιστήρια, τόσες προσευχές. Περιττό να σας περιγράψω πόσο χάρηκα, και όλη την νύκτα μιλούσαμε, συνεχώς.
Ήταν χάλια… Πόσο χάρηκα που τον είδα!
- Όλα καλά θα πάνε, πατέρα μου, όλα καλά.
- Ναι, παιδί μου, τώρα ναι, όλα θα πάνε καλά. Ναι, παιδί μου, όλα θα πάνε ευλογημένα…
Δυστυχώς, μετά 2 μέρες εκοιμήθη μέσα στην φυλακή. Εγώ του έκλεισα τα μάτια του και τον ετοίμασα για τον Κύριο… Εγώ προσευχήθηκα γι’ αυτόν… Έκλαψα πολύ, και μετά τον έχασα. Πήγε και κατέληξε όπου όλοι οι κατάδικοι… Πέρασε ένας χρόνος πολύ δύσκολος. Ψυχολογικά δεν μπόρεσα να το δεχθώ εύκολα. Ξέχασα και τον Θεό, θύμωσα μαζί Του, έπαψα να Τον μιλώ.
Ώσπου με βρήκατε εσείς και μου δώσατε κουράγιο, με βγάλατε από τον τάφο μου.
Θερμά σας ευχαριστώ όλους. Θερμά σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.

Από το βιβλίο «Συγκλονιστικές Μαρτυρίες Φυλακισμένων – Σύγχρονα μαρτυρολόγια», εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 35.

Ευδόκησε, αγαπητέ(ή) αναγνώστα και αναγνώστρια, η πάνσοφος του Τριαδικού Θεού μας Πρόνοια, να πληροφορηθούμε για την δυνατότητα αποφυλακίσεως κρατουμένων, κατά κανόνα χριστιανών Ελλήνων, για δήθεν χρέη τους στο δημόσιο, σε κάποια χώρα. (…)
Με την χειροπιαστή βοήθεια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας, ως και την ηθική και υλική συνδρομή φιλελεημόνων πιστών ορθοδόξων χριστιανών Ελλήνων, αποφυλακίστηκαν αρκετές δεκάδες κρατουμένων, ανδρών, γυναικών, παιδιών, που αναπνέουν ήδη ελεύθερα, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τους ανώνυμους ευεργέτες τους. (…)
(Από τον Πρόλογο του βιβλίου).