Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821



Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου
Αν. Καθ. Παν. Αθηνών
Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας

Τό ἑλ­λη­νι­κό ἔ­θνος, ὁ νέ­ος αὐ­τός «λα­ός τοῦ Θε­οῦ», κα­τά Μα­κρυ­γιάν­νη, βρέ­θη­κε στήν ἴ­δι­α μοῖ­ρα μέ τούς Ἑ­βραί­ους, ὅ­ταν ἦ­σαν ὑ­πό­δου­λοι στόν αἰ­γύ­πτι­ο καί ρω­μαῖ­ο κα­τα­κτη­τή. Κά­θε Πι­λά­τος (κα­τα­κτη­τής) ἀ­πο­τε­λεῖ τόν νέ­ο ἱ­στο­ρι­κό «Φα­ρα­ώ» (Ἀτ­τί­λα), πού εἶ­ναι ὄρ­γα­νο τοῦ Σα­τα­νᾶ – Ἀ­ντί­χρι­στου (βλ. Νέ­ρων).

Ὁ Ἰσ­ρα­ήλ τήν ἴ­δι­α ἐ­πο­χή μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­θνε­γερ­σί­α ἀ­νέ­με­νε (ἀ­πό τόν Θε­ό κι ὄ­χι ἀ­π’ τή Φύ­ση) τήν πνευ­μα­τι­κή καί σω­μα­τι­κή του λύ­τρω­ση, ἐ­φό­σον πι­στευ­ό­ταν ὅ­τι ἡ Δη­μι­ουρ­γί­α, ἡ Πτώ­ση καί ὁ Κα­τα­κλυ­σμός εἶ­χαν πρα­γμα­το­ποι­η­θεῖ, mutatis mutandis, τήν ἴ­δι­α πά­λι ἐ­πο­χή (25η Μαρ­τί­ου). Ἐ­πί­σης, τήν ἐ­πο­χή τοῦ Χρι­στοῦ ἕ­να «λεῖμ­μα» πρό­σμε­νε τό «πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου» (Γαλ. 4, 4). Μοι­χευ­θεῖ­σα πνευ­μα­τι­κά ἡ Ἀν­θρω­πό­τη­τα (Εὔ­α), ἀρ­ρα­βω­νι­ά­ζε­ται (μέ τόν Ἰ­ω­σήφ) ὡς Ἐκ­κ­λη­σί­α (ὅ­πως κι ἐ­μεῖς σή­με­ρα «ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι«) τόν Νυμ­φί­ο – Χρι­στό (νέ­ο Ἀ­δάμ), καί κα­θί­στα­ται ἔ­γκυ­ος (ὅ­πως καί κά­θε Ἅγι­ος, πού κατά Χάρη γίνε­ται θε­ο-τό­κος) θαυ­μα­τουρ­γι­κά στίς 25 Μαρ­τί­ου.
Τήν ἡ­μέ­ρα πού σταυ­ρώ­θη­κε κι ἀ­να­στή­θη­κε ὁ γι­ός τῆς Μα­ρι­άμ, γρά­φουν οἱ Πα­τέ­ρες (Κλαύ­δι­ος Ἱ­ε­ρα­πό­λε­ως, Κλή­μης Ἀ­λε­ξαν­δρεύς κ.ἄ), τήν ἴ­δι­α μέ­ρα θέ­λη­σε ὁ Πα­ντο­κρά­τωρ νά ξα­να­δη­μι­ουρ­γή­σει (ἀ­να­γεν­νή­σει) τήν Ἑλ­λά­δα. Ἐ­νῶ ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ εὐ­αγ­γε­λι­ζό­ταν στήν Παρ­θέ­νο τή σω­τη­ρί­α μας, ὁ Πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γερ­μα­νός ὕ­ψω­νε τό λά­βα­ρο τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης. Οἱ πρό­γο­νοί μας (τοῦ ’21) δέ δι­ά­λε­ξαν, λοι­πόν, τυ­χαῖ­α (ἤ κο­σμι­κά) αὐ­τή τήν ἡ­με­ρο­μη­νί­α. Ἡ λε­γό­με­νη μαρ­ξι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α, ὡς τα­ξι­κή δηλ. ἐ­πα­νά­στα­ση, κα­ταρ­ρί­φθη­κε μα­ζί μέ τό «τεῖ­χος τοῦ αἴ­σχους», ἀ­φοῦ ὁ «ὑ­παρ­κτός Σο­σι­α­λι­σμός» δέν μπό­ρε­σε νά συμ­βι­βά­σει τήν «ἐ­πα­να­στα­τι­κή πά­λη» στό Ἐ­σω­τε­ρι­κό μέ τή Δι­ε­θνή Εἰ­ρή­νη στό Ἐ­ξω­τε­ρι­κό! Ἰ­δού τί λέ­ει ὁ ἴ­δι­ος ὁ «γέ­ρος τοῦ Μω­ρι­ᾶ», Θ. Κο­λο­κο­τρώ­νης: «Ἡ ἐ­πα­νά­στα­ση ἡ ἐ­δι­κή μας δέν ὁ­μοι­ά­ζει μέ καμ­μί­αν ἀ­π’ ὅ­σες γί­νο­νται τήν σή­με­ρον εἰς τήν Εὐ­ρώ­πην. Τῆς Εὐ­ρώ­πης αἱ ἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­να­ντί­ον τῶν δι­οι­κή­σε­ών των εἶ­ναι ἐμ­φύ­λι­ος πό­λε­μος. Ὁ ἐ­δι­κός μας πό­λε­μος ἦ­ταν ὁ πλέ­ον δί­και­ος, ἦ­τον ἔ­θνος μέ ἄλ­λον ἔ­θνος, ἦ­τον μέ ἕ­να λα­όν ὅ­που πο­τέ δέν ἠ­θέ­λη­σε νά ἀ­να­γνω­ρι­σθῆ ὡς τοι­οῦ­τος, οὔ­τε νά ὁρ­κι­σθῆ, πα­ρά μό­νον ὅ,τι ἔ­κα­μνε ἡ βί­α».
Ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση, κα­τά κοι­νή ὁ­μο­λο­γί­α, ὑ­πῆρ­ξε ἕ­να θαῦ­μα. «Ἡ ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση πε­ρι­εῖ­χε μέ­σα της κά­τι τό ἔ­κτα­κτο», πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἱ­στο­ρι­κός Pouqueville. Δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται οὔ­τε μέ τούς­ νο­μο­τε­λει­α­κούς νό­μους τῆς Δι­α­λε­κτι­κῆς τοῦ Hegel, οὔ­τε μέ τα­ξι­κές καί οἰ­κο­νο­μι­κές πα­ρα­μέ­τρους, ἀλ­λά μό­νο μέ τό ἐν­θου­σι­α­στι­κό «πνεῦ­μα» τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ Προ­φη­τι­σμοῦ. Οἱ Προ­φῆ­τες, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα καί οἱ Μο­να­χοί, «ἐ­πα­να­στα­τοῦ­σαν» (ἀ­ντι­στέ­κο­νταν) κα­τά τοῦ πο­λι­τι­κοῦ καί θρη­σκευ­τι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου τῆς ἐ­πο­χῆς τους, γι­ά νά ἐμ­φα­νι­σθεῖ ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας ὁ Νε­ο­προ­φη­τι­σμός (βλ. Νε­ο­μάρ­τυ­ρες) στό πρό­σω­πο πολ­λῶν ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Ὡ­στό­σο, ἄλ­λο μάρ­τυ­ρας καί ἄλ­λο ἥ­ρω­ας. Βέ­βαι­α, τό ἕ­να δέν ἀ­πο­κλεί­ει τό ἄλ­λο.
Κα­τη­γό­ρη­σαν τόν Πα­τρι­άρ­χη Γρη­γό­ρι­ο Ε΄, γι­α­τί ἀ­φό­ρι­σε τήν Ἐ­πα­νά­στα­ση. Ὅ­μως, κα­τ’ αὐ­τά τά ἐ­πί­ση­μα σχο­λι­κά ἐγ­χει­ρί­δι­α τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Πα­τρι­άρ­χης «ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νά τόν ἐκ­δώ­σει, ὅ­ταν ὁ σουλ­τά­νος ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι, σέ πε­ρί­πτω­ση ἄρ­νη­σης τοῦ Πα­τρι­άρ­χη, ὁ τουρ­κι­κός ὄ­χλος καί ὁ στρα­τός θά ἐ­ξό­ντω­ναν τόν ἑλ­λη­νι­κό πλη­θυ­σμό τῆς Κων­στα­ντι­νού­πο­λης καί ἄλ­λων πό­λε­ων» (Β. Β. Σφυ­ρό­ε­ρα, σ. 159). Ἄλ­λω­στε, ὁ ἀ­παγ­χο­νι­σμός τοῦ Πα­τρι­άρ­χη ἀ­πέ­δει­ξε τό γνή­σι­ο φρό­νη­μά του, ἀ­φοῦ ἡ Ὑ­ψη­λή Πύ­λη ἀ­πά­ντη­σε στό Ρω­σι­κό τε­λε­σί­γρα­φο ὅ­τι ὁ Πα­τρι­άρ­χης «ἦ­το συγ­χρό­νως ὁ μυ­στι­κός ἀρ­χη­γός τῆς συ­νω­μο­σί­ας…καί ἡ ἐ­ξέ­γερ­σις τῶν ρα­γι­ά­δων τῶν Κα­λα­βρύ­των ἦ­το ἔρ­γον ἰ­δι­κόν του» (Ἀ. Δα­σκα­λά­κη, Κεί­με­να-Πη­γαί της Ι­στο­ρί­ας, τ. Α΄, 1967, σ. 162).
            Πῶς μία νε­κρή «ὕ­λη» λει­τουρ­γεῖ χω­ρίς «ἐ­νέρ­γει­α»; Πῶς ἕ­να σῶ­μα ζεῖ χω­ρίς ψυ­χή; Κα­τά τόν Ὑ­λι­σμό, ἀ­πό τό θά­να­το δέ γεν­νι­έ­ται ζω­ή. Ἄν οἱ ἀ­γω­νι­στές τοῦ ’21 δι­έ­θε­ταν τήν ἀρ­χαι­οελ­λη­νι­κή λο­γι­κή τοῦ Θε­τι­κι­σμοῦ, οὔ­τε θά τολ­μοῦ­σαν νά σκε­φθοῦν γι­ά ἐ­πα­νά­στα­ση. Ὁ Σω­κρά­της ἀρ­νή­θη­κε νά φυ­γα­δευ­θεῖ καί νά σω­θεῖ, ὑ­πο­κύ­πτο­ντας, ὅ­πως πί­στευ­ε, στή Μοῖ­ρα του (ἐ­φό­σον ἀ­κό­μα καί ἡ ἀ­ξί­α τῆς πα­τρί­δας ἐ­ντασ­σό­ταν στήν ἀ­δή­ρι­τη Εἱ­μαρ­μέ­νη). Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­μως, ὄ­χι (Πράξ. 9, 25). Οἱ Ρω­μη­οί, συ­νε­πῶς, πρό­γο­νοί μας εἶ­χαν κί­νη­τρα με­τα­λο­γι­κά (τή θρη­σκευ­τι­κή πί­στη καί ἐλ­πί­δα στήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους).
Μᾶς κα­τη­γο­ροῦν οἱ «Ἀ­ντιρ­ρη­σί­ες συ­νεί­δη­σης» καί οἱ Μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ (πού ὅ­ταν ἔλ­θει ὁ Ἀρ­μα­γεδ­δών θά σφά­ξουν ὅ­λους ἐ­μᾶς, ὅ­πως δι­δά­σκουν) ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε Εἰ­ρη­νι­στές. Ὁ Χρι­στός πού δί­δα­ξε τό «ὅ­στις σέ ρα­πί­σει ἐ­πί τήν δε­ξι­άν σι­α­γό­να, στρέ­ψον αὐ­τῷ καί τήν ἄλ­λην» (Ματ­θ. 5, 39), ζή­τη­σε τόν λό­γο, ὅ­πως καί ὁ Παῦ­λος, ἀ­πό τόν ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­α (Ἄν­να), ὅ­ταν τόν χα­στού­κι­σε (Ἰ­ω. 18, 23, Πράξ. 23, 3). Θά πρέ­πει νά δι­α­θέ­του­με δι­ά­κρι­ση·δέν ἰ­σχύ­ει πα­ντοῦ καί πά­ντα ἕ­να μέ­τρο καί μία μό­νο «συ­ντα­γή», ἀλ­λά, ἐ­ξα­το­μι­κευ­μέ­να· ἐ­ξαρ­τᾶ­ται κά­θε φο­ρά ἀ­πό πο­λυ­πλη­θεῖς πα­ρά­γο­ντες: «γί­νε­σθε οὖν φρό­νι­μοι ὡς οἱ ὄ­φεις καί ἀ­κέ­ραι­οι ὡς αἱ πε­ρι­στε­ραί» (Ματ­θ. 10, 16). Ἀ­πέ­να­ντι στόν πνευ­μα­τι­κά «νή­πι­ο» θά πρέ­πει νά λει­τουρ­γεῖ ἡ πά­ντο­τε συγ­χω­ροῦ­σα καί ἀ­νε­χό­με­νη ἀ­γά­πη· ἀ­πέ­να­ντι, ὅ­μως, στόν συ­νει­δη­τό Χρι­στι­α­νό, δι­δά­σκει ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος, θά πρέ­πει νά λει­τουρ­γεῖ ἡ ἀ­κρί­βει­α τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ Νό­μου, δηλ. ἡ δι­και­ο­σύ­νη. Πρα­ό­τη­τα δέν ση­μαί­νει χρι­στι­α­νι­κά μή «ἀ­ντί­στα­ση», ἀλ­λά τό πλῆ­ρες δό­σι­μο – πα­ρά­δο­σή μας στά χέ­ρι­α τοῦ Θε­οῦ: «Ὀρ­γί­ζε­σθε καί μή ἁ­μαρ­τά­νε­τε» (Ψαλ­μ. 4, 4)· καί «ὁ πραΰς ἔ­στω μα­χη­τής» (Ἰ­ωήλ 3, 11). Ὁ Θε­ός τῆς Ἀ­πο­φα­τι­κῆς Θε­ο-λο­γί­ας ἐ­πεμ­βαί­νει δυ­να­μι­κά καί «πα­ρά­δο­ξα» μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α (τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας). Ἔ­τσι, καί τό Ἀρ­νί ὀρ­γί­ζε­ται (Ἑ­βρ. 10, 31, Ἀπ. 6, 16) καί τι­μω­ρεῖ εἴ­τε ἄ­με­σα (Σα­τάν, Βα­βέλ, Ἀ­να­νί­α, Σαπ­φεί­ρα), εἴ­τε ἔμ­με­σα (Α΄ Κορ. 5, Β΄ Κορ. 2, 6)· μπο­ρεῖ λ.χ. νά γα­λη­νέ­ψει μία κα­τά­στα­ση μέ ἕ­να θαῦ­μα, ἀ­πευ­θεί­ας, ἤ μέσω ἑ­νός ἡ­γέ­τη, ἤ μέσω ἑ­νός πο­λι­τι­κοῦ συμ­βά­ντος. Ὁ «ἐν δι­καί­ῳ» πο­λέ­μῳ» (κι ὄ­χι τοῦ ἐ­θνι­κοῦ μεσ­σι­α­νι­σμοῦ) φο­νεύ­σας δέν ἁ­μαρ­τά­νει, κα­τά τούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας (Μ. Ἀ­θα­νά­σι­ος, Μ. Βα­σί­λει­ος, ἱ. Αὐ­γου­στῖ­νος). Οἱ Τοῦρ­κοι, κα­τά τήν χρι­στι­α­νι­κή Ἠ­θι­κή, βρί­σκο­νταν «ἐν ἀ­δί­κῳ»: α) λό­γῳ τῆς (λαν­θα­σμέ­νης) θρη­σκεί­ας τους, καί β) λό­γῳ τοῦ (βί­αι­ου) ἐ­ξισ­λα­μι­σμοῦ – Ἰ­μπε­ρι­α­λι­σμοῦ, πού ἀ­σκοῦ­σαν («ἱ­ε­ρός πό­λε­μος» ―jihad― κα­τά τῶν ἀ­πί­στων). Ὁ Χρι­στι­α­νός ὀ­φεί­λει ν’ ἀ­ντι­δρᾶ μέ­χρι θα­νά­του στήν βί­α, πού ἀ­πο­σκο­πεῖ στήν ἀ­θέ­τη­ση τῆς πί­στης του: «Κρείτ­των ἐ­παι­νε­τός πό­λε­μος εἰ­ρή­νης χω­ρι­ζού­σης Θε­οῦ. Καί δι­ά τοῦ­τον τόν πραΰν μα­χη­τήν ὁ­πλί­ζει τό πνεῦ­μα, ὡς κα­λῶς πο­λε­μεῖν δυ­νά­με­νον» (Γρη­γό­ρι­ος Θε­ο­λό­γος). Οἱ Χρι­στι­α­νοί δέν ἀ­νέ­χο­νται τήν προ­σκύ­νη­ση ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε «Να­βου­χο­δο­νό­σο­ρα», οὔ­τε θυ­σι­ά­ζουν στόν βω­μό ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε Καί­σα­ρα. Προ­τι­μοῦν εἴ­τε τό μαρ­τύ­ρι­ο, εἴ­τε τόν (δί­και­ο) πό­λε­μο καί τίς (ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κές) ἐ­πα­να­στά­σεις, πα­ρά τίς ὁ­μα­δι­κές ἐ­κτε­λέ­σεις (γε­νο­κτο­νί­ες) ἤ τίς «φυ­το­ποι­ή­σεις» τῶν τυ­χόν ἀ­ντι­φρο­νού­ντων στά ψυ­χι­α­τρεῖ­α. Ὁ ἱ. Χρυ­σό­στο­μος ἐ­παι­νεῖ τίς μάρ­τυ­ρες Δο­μνί­να, Προσ­δό­κη καί Βε­ρο­νί­κη, πού σάν τίς Σου­λι­ώ­τισ­σες (ἤ τά γυ­ναι­κό­παι­δα στό Ἀρ­κά­δι), προ­τί­μη­σαν ν’ αὐ­το­κτο­νή­σουν σω­μα­τι­κά (λο­γι­ζό­με­νο σάν αὐ­το­θυ­σί­α, δηλ. χρι­στι­α­νι­κό μαρ­τύ­ρι­ο), πα­ρά ν’ ἀ­τι­μα­σθοῦν ἠθικο-πνευ­μα­τι­κά. Τέ­λος, οἱ Πα­τέ­ρες (π.χ. Μ. Βα­σί­λει­ος, Ἰ­ω. Χρυ­σό­στο­μος, Γρη­γό­ρι­ος Νύσ­σης κ.ἄ.) καυ­τη­ρί­α­ζαν μέ δρι­μύ­τη­τα τόν θε­σμό τῆς (κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κῆς) δου­λεί­ας.
«Και­ρός με­τα­νοί­ας» ἡ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, πού μᾶς προ­τρέ­πει σέ μία μαρ­ξι­στι­κή ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση: «Δέν ἀλ­λά­ζει τί­πο­τα, ἄν ἐ­μεῖς οἱ ἴ­δι­οι δέν τό ἀλ­λά­ξου­με». Δέν πι­στεύ­ου­με στήν ἰ­δε­α­λι­στι­κή «νε­κρα­νά­στα­ση» (R. Garaudy), οὔ­τε σ’ ἕ­να «θαῦ­μα χω­ρίς Θε­ό» (E. Bloch). Τό μέλ­λον δέν ἀ­νή­κει στούς «συ­ντη­ρη­τι­κούς», οὔ­τε στούς «προ­ο­δευ­τι­κούς», ἀλ­λά στό ἀ­φα­νές λεῖμ­μα τῶν σύγ­χρο­νων Κα­τα­κομ­βῶν. Δέν ἀ­νή­κου­με οὔ­τε στήν Ἀ­να­το­λή, οὔ­τε στή Δύ­ση, ἀλ­λά στόν Χρι­στό, τόν Θε­ό τῶν Πα­τέ­ρων μας. Αὐ­τή ἄς εἶ­ναι ἡ ἐ­θνι­κή μας ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑλ­λη­νι­κή μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α.

http://www.enromiosini.gr/arthrografia