Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

Διηγείται ό μακαριστός π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης

«Στίς 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωϊ, μόλις κτύπησα τήν καμπάνα τής Εκκλησίας, περικύκλωσε τό χωριό αντάρτικος στρατός μέ εντολή εκκαθαρίσεων…
Άρχισαν νά ρίχνουν πυρά πρός εκφοβισμό.
Εγώ μόλις είχα μπεί στήν Εκκλησία, έκανα τόν σταυρό μου, παρακάλεσα τόν Άγιο Νικόλαο νά μάς φυλάξει καί σηκώθηκα νά φύγω.
Μού ρίχνανε μέ τό πυροβόλο ταμπουρωμένοι σ΄ ένα φυλάκιο, όμως καμμιά σφαίρα δέν μέ εκτύπησε.
Τόν Απόστολο Κατσιμπίρη πού ήταν δίπλα μου τόν έρριξαν κάτω.
Έμεινα μόνος καί ακολουθώντας ένα ρέμα μέ έχασαν…
Όμως, κοντά στά σύνορα τών χωριών Ριζώματος – Βασιλικής μέ έφτασαν πάλι.
Ήσαν 10 άτομα καί μέ τόν αρχηγό 11 ,
τρέχοντας πάνω σέ άλογα γιά νά μέ πιάσουν.
Έβριζαν καθώς μέ κυνηγούσαν, καί έρριχναν μέ τά Στέν, χωρίς νά μπορούν νά μέ σκοτώσουν.
Οί σφαίρες τρύπαγαν τά ράσα μου, τίς καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στό χώμα χωρίς νά μέ τραυματίζουν…
Μέ πλησίασαν στά 50 μέτρα γύρω – γύρω,
μέ περικύκλωσαν φωνάζοντας,
«κερατά τράγο, πού θά μάς πάς ; » βρίζοντάς με χυδαία…
Καί τότε εγώ, ευρισκόμενος έν μέσω κινδύνου ζωής καί θανάτου,
σταμάτησα, σήκωσα τά χέρια μου πρός τόν ουρανό,
καί από τό βάθος τής ψυχής μου φώναξα,
«Μιχαήλ Αρχιστράτηγε τών Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω !…»
Καί ώ τού θαύματος !
Σάν αστραπή παρουσιάσθηκε ό Αρχάγγελος Μιχαήλ στόν αρχηγό.
Είδε έναν νέο μέ σπαθί, όπως ομολογούσε κι΄ ό ίδιος αργότερα,
πού κόβοντας μέ μιά σπαθιά τά σχοινιά από τήν σέλα του, τόν έρριξε κάτω σπάζοντας τήν σπονδυλική στήλη του.
Οί υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι !…
Οί ενορίτες τού χωριού Βασιλική φύγανε από τήν Εκκλησία καί βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τί θά γίνει.
Ακούω μιά φωνή.
Ήταν τού αρχηγού τους,
«Νά μάς συγχωρέσεις παπά μου, είπε, καί νά πάς στό καλό. Έχεις όριο ζωής καί υψηλούς προστάτες…»
Ευχαριστώ, τούς απάντησα.
Τούς συγχώρεσα, καί τούς ευχήθηκα ό Θεός νά τούς φωτίσει, νά μετανοήσουν καί νά γίνουν καλοί άνθρωποι.
Νά λέτε τήν αλήθεια, τούς είπα, καί νά έχετε τόν Θεό βοήθεια.
Πήραν τόν τραυματισμένο συντροφό τους καί έφυγαν μαζεμένοι…
Μού έκαναν μεγάλη υποδοχή οί χωριανοί σάν έφτασα στήν Εκκλησία.
Τούς λέγω, πρώτα νά προσκυνήσουμε
καί νά ευχαριστήσουμε τόν Θεό, πού μέ έσωσε από τόν μεγάλο αυτό κίνδυνο.
Είμαστε ευτυχείς, πού ή θρησκεία μας είναι ζωντανή…»