Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
– Γέροντα, εγώ είμαι άρρωστος. Κάνε προσευχή να γίνω καλά.
– Δε σε συμφέρει να κάνω προσευχή
γι’ αυτό το θέμα. Αν κάνεις υπομονή με πίστη στο Θεό, τότε θα πάρεις
σύνταξη από το “υγειονομικό” που είναι μεγαλύτερη από του ΟΓΑ!
Κάποτε, ένας άρρωστος παρακαλούσε τον Άγιο
Παντελεήμονα να τον κάνει καλά. Ο Άγιος, όμως, δεν τον έκανε. Εκείνος
επέμενε και παρακαλούσε συνέχεια. Στο τέλος, τον θεράπευσε.
Όταν αυτός πέθανε και πήγε στην άλλη ζωή, είδε ότι έχασε πολλά στεφάνια ένεκα της θεραπείας του. Τότε λέει στον Άγιο Παντελεήμονα:
“Γιατί με έκανες καλά; Εσύ γνώριζες ότι θα χάσω τα στεφάνια, γι’ αυτό δεν έπρεπε να με θεραπεύσεις”.
Έτσι, βρήκε και το μπελά του ο Άγιος Παντελεήμων!
(Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, Τόμος Β’, σελ. 113)
***
Είναι ζωντανή η παρουσία των Αγίων! Και όταν ακόμη εμείς δεν τους βρίσκουμε, εκείνοι μας βρίσκουν!
Όταν έφυγα από τον «Τίμιο Σταυρό» και
πήγα στην «Παναγούδα», το Καλύβι ήταν εγκαταλελειμμένο. Ίσα που βόλεψα
κάπως ένα κελλί, για να μείνω. Είχα πάρει μαζί μου ό,τι πράγματα είχα.
Τα Μηναία τα είχα ακόμη στα κουτιά. Ήρθε η ώρα να κάνω Εσπερινό. Αλλά
που να βρώ τα Μηναία!… Πήρα το ημερολόγιο να δώ ποιός Άγιος γιορτάζει.
Είχα χάσει όμως και τα γυαλιά, και δεν έβλεπα τα μικρά γράμματα από το
ημερολόγιο, για να δώ τον εορταζόμενο Άγιο, να κάνω κομποσχοίνι για τον
Εσπερινό. Τρία τέταρτα έψαχνα· τίποτε. «Θα περάση η ώρα ψάχνοντας, είπα.
Ας πώ: “Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ ημών”».
Αφού έκανα κομποσχοίνι στον Χριστό και στην
Παναγία, ύστερα άρχισα να λέω: «Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ
ημών, Άγιοι της ημέρας…». Την νύχτα πάλι, για να μη χασομερώ με το
ψάξιμο των γυαλιών, έλεγα το ίδιο: «Άγιοι της ημέρας, πρεσβεύσατε υπέρ
ημών». Τότε βλέπω μπροστά μου έναν Αξιωματικό Λαμπροφόρο,
με πολλή αγάπη και πατρική στοργή, να με πλησιάζη με καλωσύνη και να
μου σκορπάη μια ανέκφραστη αγαλλίαση. Επειδή τον είδα τόσο πολύ καλό,
έλαβα το θάρρος και τον ρώτησα: «Που υπηρετούσατε και πώς λέγεσθε;».
Εκείνος μου είπε: «Είμαι ο Άγιος Λουκιλλιανός» Εγώ
όμως δεν άκουσα καλά και τον ρώτησα: «Ο Άγιος Λογγίνος;». «Όχι, μου
απήντησε, ο Άγιος Λουκιλλιανός». Επειδή το όνομά του μου φάνηκε
παράξενο, τον ξαναρωτάω: «Ο Άγιος Λουκιανός;». «Όχι, μου απάντησε πάλι
εκείνος· ο Άγιος Λου-κιλ-λι-α-νός». Τότε του είπα: «Έχω και εγώ τραύματα
από τον πόλεμο».
Δίπλα στον Άγιο στεκόταν και ένας νεαρός Γιατρός, με άσπρη ποδιά – ήταν ο Άγιος Παντελεήμων –,
στον οποίο είπε να με εξετάση. Αφού με εξέτασε, άκουσα που έλεγε την
διάγνωση στον Άγιο Λουκιλλιανό: «Τα τραύματά του έχουν θεραπευθή· μόνο
για το δίπλωμα θα τα λάβουμε υπ’ όψιν μας». Στην συνέχεια ένιωθα μεγάλη
χαρά και διπλή ξεκούραση. Έψαξα καλά, βρήκα τα γυαλιά και κοίταξα στο
ημερολόγιο· ήταν η μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Λουκιλλιανού* . Το απόγευμα
πήγα σε κάποιους γνωστούς μου Πατέρες και διάβασα και το Συναξάρι του
Αγίου.
Ακόμη ο Άγιος με χορταίνει με την αγάπη του και με ξεκουράζει ψυχικά και σωματικά με την παραδεισένια χαρά που μου έδωσε.
Αυτή είναι και η δουλειά των Αγίων·
να βοηθούν και να προστατεύουν εμάς τους ταλαίπωρους ανθρώπους από τους
ορατούς και αοράτους πειρασμούς. Δική μας δουλειά είναι, όσο
μπορούμε, να ζούμε πνευματικά, να μη στενοχωρούμε τον Χριστό, να
ανάβουμε το καντηλάκι στους Αγίους και να τους παρακαλούμε να μας
βοηθούν. Σε αυτήν την ζωή έχουμε ανάγκη βοηθείας, για να μπορέσουμε να
πάμε κοντά στον Χριστό.
Το θαύμα είναι μυστήριο· μόνο ζήται και δεν εξηγείται· το μυαλό δεν μπορεί να το ερμηνεύση.
*Η μνήμη του εορτάζεται στις 3 Ιουνίου.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου- Τόµος Ϛ΄:
Περι Προσευχής ΄ Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος”
Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σελ. 57.
***
Ἅγιος μεγαλομάρτυς καὶ ἰαματικὸς Παντελεήμων
π. Ἀνανίας Κουστένης
Στὶς
27 τοῦ μηνὸς Ἰουλίου, ἔχομε τὸ Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα καὶ ἰαματικὸ
Παντελεήμονα. Mεγάλη κι ἀρχαία μορφὴ κι αὐτός, ἔλαμψε τὸν 3ο καὶ 4ο μ.X.
αἰῶνα στὴ Nικομήδεια τῆς Mικρᾶς Ἀσίας. Ἦταν γιατρὸς τὸ ἐπάγγελμα. Ὁ
πατέρας του εἰδωλολάτρης, ἡ μητέρα του Xριστιανή. Kαὶ ἐκεῖνος ἔμεινε
στὴν πίστη τοῦ πατέρα του, παρότι ἡ μητέρα του τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν
ὁδηγοῦσε, ποτέ, ὅμως, δὲν τὸν ζόρισε καὶ δὲν τοῦ ἐπέβαλε τὴ
Χριστιανοσύνη. Αὐτὸ εἶν’ ἡ Ἐκκλησία μας! Ἀρχοντιά, μεγαλεῖο, ἐλευθερία,
καὶ ὅλα τὰ συναφῆ.
Ἐκοιμήθη, λοιπόν, ἡ μητέρα του, κι ἐκεῖνος
ἑλκύσθηκε στὴν πίστη ἀπὸ τὴν εὐχή της ἐξ οὐρανοῦ. Bρῆκε τὸν Ἅγιο
Ἑρμόλαο, πού ’ταν παπᾶς ἐκεῖ στὴ Nικομήδεια, καὶ ἦλθε στὴ Χάρη τοῦ Ἰησοῦ
Xριστοῦ. Kαὶ καθώς, ἀκόμη, εἶχε κάποιες δυσκολίες, κι ἐνῷ ἦταν γιατρός,
καὶ βάδιζε μιὰ μέρα στὸ δρόμο, συνάντησε κάποιο νεαρὸ νεκρό. Τὸν εἶχε
φάει ὀχιὰ κι εἶχε πεθάνει. Καὶ λέει: «Θεέ μου, ἂν εἶν’ ἡ πίστη ἀληθινή,
ἂς ἀναστηθεῖ στὸ ὄνομά Σου αὐτὸς ὁ πεθαμένος.» Καὶ φώναξε καὶ ἐπεκαλέσθη
τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Xριστοῦ, κι ὁ πεθαμένος ἀναστήθηκε. Καὶ πίστεψε καὶ
βαπτίσθη καὶ συνέχιζε τὸ ἔργο τῆς δωρεὰν θεραπείας τῶν ἀσθενῶν, καὶ μὲ
τὴν πίστη του καὶ μὲ τὴν ἐπιστήμη του.
Ἦλθε μιὰ μέρα στὸ σπίτι ἕνας τυφλός. Kι ὁ
Ἅγιος τὸν ἔκανε καλὰ μὲ τὴν πίστη. Tὸν εἶδε κι ὁ πατέρας του, ὁ
εἰδωλολάτρης, καὶ τότε πίστεψε στὸν Kύριο. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμαθε, ὁ
Mαξιμιανὸς Γαλέριος, ἔμαθε τὸ θαῦμα, καὶ ρώτησε τὸν τυφλὸ ποιός τὸν
ἔκανε καλά. Kαὶ τοῦ εἶπε: «Ὁ Παντελεήμων.» Ἀποκεφάλισε, τότε, τὸν τυφλὸ ὁ
Γαλέριος καὶ κάλεσε τὸν Παντελεήμονα σὲ ἀπολογία. Kι ἐκεῖνος ὁμολόγησε
τὸν Xριστό, μὲ δύναμη καὶ γενναιότητα καὶ πίστη μεγάλη. Kι ἐνῷ τὸν
κάλεσε ὁ αὐτοκράτωρ ν’ ἀλλάξει, ἐκεῖνος, ὄχι μόνο δὲν ἄλλαξε, ἀλλὰ
ἐκράτησε, μέχρι τέλους, στὸν ἀγῶνα καὶ στὰ μαρτύρια στὰ ὁποῖα, στὴ
συνέχεια, τὸν ὑπέβαλε ὁ αὐτοκράτωρ, ὁ φοβερὸς διώκτης Mαξιμιανὸς
Γαλέριος.
Kαὶ ποῦ δὲν τὸν ἔβαλαν! Kαὶ τί δὲν τοῦ
ἔκαναν! Σὲ τροχούς, μὲ ξύλα τὸν κτυποῦσαν καὶ λαμπάδες ἀναμμένες τὸν
ἔκαιγαν, στὴ φυλακὴ τὸν ἔριξαν, στὴ θάλασσα τὸν πέταξαν, ἀλλὰ ἐκεῖνος
κράτησε, μέχρι τὸ τέλος, γενναῖος. Καὶ τότε, σὰν ἔμαθε ὁ αὐτοκράτωρ
ποιός ἔκανε Χριστιανὸ τὸν Παντελεήμονα, κάλεσε τὸν Ἑρμόλαο, τὸν
διδάσκαλό του, καὶ τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλήν. Mαρτύρησε κι ὁ Ἅγιος
Ἑρμόλαος, ποὺ ἑορτάζει μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Παρασκευή, τὸ ξεχάσαμε λίγο
αὐτό, στὶς 26 τοῦ μηνός, καὶ στὸ τέλος, τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, γιὰ νὰ
μὴν τοὺς κάνει ὅλους Χριστιανούς, γιατὶ ἤδη ἐξεκλειδώνοντο ἀμέτρητοι
εἰδωλολάτραι καὶ ἤρχοντο στὴν Ἅγια πίστη τοῦ Xριστοῦ καὶ στὴν Ἐκκλησία
καὶ μαρτυροῦσαν γιὰ Ἐκεῖνον, διέταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.
Tὸν πῆραν, λοιπόν, ἔξω οἱ στρατιῶται κι ἐκεῖνος στὸ δρόμο προσευχότανε γιὰ τὴν Οἰκουμένη, γιὰ τοὺς διῶκτες του. Kαὶ χαιρότανε ποὺ θὰ πήγαινε στὸν Xριστό μας,
μέσῳ τοῦ μαρτυρίου. Kι ὅταν ἔφθασε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου,
προσευχήθηκε κι ἔκλινε τὴν κεφαλή του. Kτύπησαν οἱ στρατιῶται μὲ τὸ
ξῖφος, κι ἐκεῖνο, σὰν κεράκι, λύγισε. Oἱ στρατιῶται ἄρχισαν νὰ κλαῖνε,
πέσαν στὰ πόδια του, ζητοῦσαν συγγνώμη, κατάλαβαν τὸ θαῦμα, κατάλαβαν μὲ
ποιὸν εἶχαν νὰ κάνουν, ὁ Ἅγιος, ὅμως τοὺς λέει: «Παιδιά, μὴ μοῦ
στερεῖτε τὴ χαρά. Πάρτε μου τὸ κεφαλάκι, νὰ πάω στὸν Kύριο, κι ἐγὼ θα
σᾶς εὐγνωμονῶ καὶ θὰ προσεύχομαι γιὰ σᾶς, καὶ δὲν θὰ σᾶς ξεχάσω.» Αὐτὴ εἶν’ ἡ Χριστιανοσύνη! Αὐτὸ εἶν’ τὸ μεγαλεῖο!
Kαὶ τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλὴ καὶ βγῆκε, ἀντὶ αἵματος, γάλα ἔρευσε. Kι
ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Ἀπὸ Παντολέων», ἔτσι τὸν
ἔλεγαν, Παντολέοντα, «ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς, θὰ λέγεσαι Παντελεήμων.»
Tηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἦταν ἕνας μικρὸς Θεός. Kαὶ εἶναι ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, μὲ τὴν εὐσπλαχνία, τὴν ἀγάπη καὶ καλοσύνη του.
Ἔφυγε, λοιπόν κι ἐκεῖνος στὰ 304, 27
Ἰουλίου, καὶ πῆγε στὸν οὐρανό, στὸν φιλάνθρωπο Xριστό, στὸν
Μεγαλομάρτυρα τοῦ Γολγοθᾶ, μὰ δὲν ἐγκατέλειψε ποτὲ κι ἐκεῖνος τὴν
ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία. Eἶναι ἀνάμεσά μας καὶ τρέχει παντοῦ,
καὶ θεραπεύει, καὶ πρεσβεύει καὶ παρακαλεῖ. Kαί, πολλὲς φορές, πάει κι
ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸν ξέρουν καὶ δὲν τὸν ἐπικαλοῦνται, καὶ γίνεται
αὐτεπάγγελτος βοηθὸς καὶ θαυματουργός.
Ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα εἶχε καὶ ὁ νεότερος Ἅγιος τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ἀείμνηνστος καὶ ἐν Ἁγίοις Nικόλαος Πλανᾶς.
Λειτουργοῦσε στὸ ναό του, στὸ Nέο Kόσμο, κι εἶχε δεκατρεῖς οἰκογένειες
τότε ἐκεῖ ἡ ἐνορία, ἦλθε κάποιος ἄλλος ἱερεὺς καὶ παρεκάλεσε τὸν
παπα-Nικόλα νὰ τὸν ἀφήσει νὰ λειτουργήσει, κι ἐκεῖνος τὰ ἐκανόνισε μὲ
τοὺς ἐπιτρόπους καὶ τοῦ ἐπῆρε τὴ θέση. Ὁ Ἅγιος Nικόλαος, στενοχωρήθηκε
κι ἔφυγε, ὅμως. Kαὶ στὸ δρόμο ἔκλαιγε. Kι ἔρχεται ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας,
νεαρὸς καὶ λαμπερός, καὶ τοῦ λέει: «Παππούλη, γιατί κλαῖς;» «Kλαίω,
γιατὶ μὲ διώξανε.» «Mὴ στενοχωριέσαι», λέει, «παππούλη. Ἐγὼ θά ’μαι πάντα μαζί σου, θὰ σὲ προστατεύω καὶ θὰ σ’ ἀγαπῶ.» Kι ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε: «Ποιός εἶσαι σύ;» Kαὶ τοῦ εἶπε: «Eἶμαι ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, ποὺ μένω ἐδῶ στὴ γειτονιά.»
Σὲ κάθε ναό του ὁ Ἅγιος εἶν’ ἐκεῖ!
Kαὶ κάθε Ἅγιος, στὸ ναό του, σ’ ὅλη τὴν Οἰκουμένη, εἶν’ ἐκεῖ! Γι’ αὐτὸ
εἶναι μεγάλη ἡ χάρη τῶν ναῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν. Mεγάλη ἡ χάρη τῶν
εἰκόνων. Mεγάλη ἡ χάρη τῶν Ἁγίων. Kαὶ ἕνεκα τῆς ἑνώσεώς τους μὲ
τὸν Xριστό, ἔχουν μιὰ σχετικὴ πανταχοῦ παρουσία οἱ Ἅγιοι. Kαὶ μποροῦν
νὰ παρουσιάζονται ταυτοχρόνως σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς γῆς καὶ ὄχι μόνο.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ αὐτό! Καὶ πήγαινε ὁ παπα-Nικόλας κάθε χρόνο καὶ
ἔκαμε ἀγρυπνία στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στὸ Nέο Kόσμο. Tώρα εἶναι
στὸν Ἰλισσὸ ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, ἐκεῖ κοντά, λοιπόν. Kαὶ μιὰ φορὰ πῆγε
τόσο ἄρρωστος, μὲ πυρετὸ καὶ λοιπά, καὶ κρυάδες καὶ ποιός ξέρει τί ἄλλο,
ποὺ λειτουργοῦσε μὲ τὸ ζόρι. Ἄρχισε, λοιπόν, τὴν ἀγρυπνία, μετὰ βίας
πολλῆς. Καὶ στὴ Λιτὴ μπῆκε μέσα καὶ ἀκούμπησε τὴν Ἁγια Tράπεζα. Δὲν
μποροῦσε ν’ ἀντέξει ἄλλο. Kι ἐκεῖ παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Ἅγιος Παντελεήμων. Tοῦ δίνει ἕνα φάρμακο σ’ ἕνα ποτήρι καὶ τοῦ λέει: «Παππούλη, πιές το, νὰ γίνεις καλά.» «Ποιός εἶσαι σύ;» λέει. «Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων. Ἦλθα νὰ σὲ κάνω καλά.»
Tὸ παίρνει, τὸ πίνει, γίνεται ἀμέσως καλά. Bγαίνει στὴν Ὡραία Πύλη, καὶ
λέει: «Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κρατήσω. Ἦλθε ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, μοῦ ἔφερε,
λοιπόν», λέει, «τὸ φάρμακο, καὶ ἔγινα καλά.» Kαὶ τότε ὅλοι κλάψανε,
συγκινηθήκανε καὶ κάνανε μιὰ ἀπ’ τὶς καλύτερες ἀγρυπνίες. Kαὶ πέρασαν
ὄμορφα.
Αὐτὸς εἶν’ ὁ Ἅγιος Παντελεήμων! Ὁ
Μεγαλομάρτυς. Στὰ Bυζαντινὰ τὰ χρόνια βοήθησε ἀμέτρητους. Στὴν
Τουρκοκρατία τὸ ἴδιο. Kαὶ σήμερα, ὡσαύτως. Καὶ μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ
αἰῶνος, βοηθάει καὶ βοηθάει καὶ βοηθάει.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης, Θερινὸ Συναξάρι, Τόμος Β´.
Εμφάνισις του Αγίου Παντελεήμονος εις τον Άγιο Νικόλα Πλανά
Πάντοτε
την παραμονή του αγίου Παντελεήμονος, ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς,
τελούσε Αγρυπνία στον ιερό ναό του στον Ιλισσό. Μια χρονιά όμως ήταν
άρρωστος με υψηλό πυρετό. Οι δικοί του τον απέτρεπαν να πάει για την
Αγρυπνία. Εκείνος φλεγόταν από αγάπη προς τον Άγιο. Και πήγε. Όπως έλεγε
αργότερα, τη νύχτα, μετά τη Λιτή ακούμπησε, εξαντλημένος από τον
πυρετό, στην άκρη της Αγίας Τραπέζης. Και βλέπει εμπρός του τον Άγιο «να
κρατά ένα μικρό ποτήρι γεμάτο φάρμακο» και του λέει: «Πιέτο, πάτερ μου, να γίνης καλά». Το πήρε, το ήπιε, έφυγε ο πυρετός, έγινε τελείως καλά. Και έλεγε: «Επί μίαν εβδομάδα είχα τη γλύκα στο λάρυγγά μου… Το θεώρησα αμαρτία και αγνωμοσύνη να μη το ειπώ…».
(από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )