Το ότι ο Γέροντας χρησιμοποιούσε κάθε ευκαιρία, οποιοδήποτε ζωντανό και πρόχειρο παράδειγμα, για να αναδείξει αιώνιες αλήθειες, μας το από
δεικνύει και το ακόλουθο συμβάν. Υπήρχε δίπλα στο
μοναστήρι ένας αρχαιολογικός χώρος. Εκεί, σε ένα
λάκκο, αποκαλύφθηκε ένας ανθρώπινος σκελετός. Ο
Γέροντας ζήτησε από τους αρχαιολόγους να τον
αφήσουν έτσι, ξεθαμμένο, και προσκαλούσε εδώ,
στην άκρη του λάκκου, πολλούς ανθρώπους και τους
μιλούσε για τη ματαιοδοξία της επίγειας ζωής και τη
σημασία της κατάκτησης της αιώνιας ζωής. Ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα. Επαναλαμβάνω, ο
θάνατος δεν έρχεται να του κάνεις καφέ, αλλά έρχε-
ται να σε πάρει. Τότε ο άνθρωπος βλέπει ότι οι συμ-
βουλές των πατέρων για τη μνήμη θανάτου δεν ήταν
απλώς λόγια. (...) Όταν έρθει ο θάνατος, τότε γίνεσαι ο μεγαλύτερος θεολόγος. Τότε συνειδητοποιείς
ότι έχεις χάσει μια ολόκληρη ζωή, αντιλαμβανόμενος
ότι το πιο πολύτιμο πράγμα από τον Θεό είναι ο
χρόνος που μας δίνει για να ζήσουμε. Αυτό είναι το
πιο ακριβό. Στον θάνατο μπαίνεις, στο άγνωστο, όχι
Είπε:
Όχι για χίλια χρόνια, αλλά για πάντα! Τότε το
συνειδητοποιείς και τρέμεις ολόκληρος
Αργότερα σχεδίασε με μολύβι ένα κρανίο που
συμβόλιζε τον θάνατο. Το φωτοτύπησε και έδωσε
από ένα αντίγραφο στα πνευματικοπαίδια του.
θέλετε να δείτε τι είναι ο θάνατος; Να τος! Έγραφε
και λίγα λόγια κάτω από το σχέδιο, αν του το ζητούσε
κάποιος. Ορίστε μερικά από αυτά: Θάνατε, θάνατε,
μόνο μέσα από σένα μπορούμε να είμαστε τέκνα της
Αναστάσεως! Δεν μπορούμε να σκεφτούμε παρά
μόνο τον θάνατο. Ευλογημένοι είναι αυτοί που πεθαί-
νουν στον αγώνα για τη χριστιανική αγάπη, τη μόνη
απελευθέρωση.
Ο π. Αντρέι Σκρίμα ήταν πνευματικό τέκνο του.
Δεν του είχαν αλλάξει το όνομα όταν έγινε μοναχός.
Πριν φύγει για την Ινδία, ήρθε στον Γέροντα στη
Σλάτινα για να λάβει ευλογία. Ο Γέροντας τον πήγε
πάνω από το λάκκο όπου ήταν ο σκελετός και θυμίζοντάς του τη ματαιότητα του κόσμου, είπε: Μέχρι
τώρα, ήσουν σαν τον Άγιο Ανδρέα της Κρήτης, από
τώρα θα είσαι σαν τον Απόστολο Ανδρέα. Διότι,
μέχρι εκείνη τη στιγμή ασχολούνταν με τα βιβλία του,
αλλά ήρθε η ώρα να κάνει ιεραποστολή στην Ινδία.
Αυτός ήταν ο πνευματικός λόγος που του έδωσε ο
Γέροντας.
Στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής της Επιβατινής,
στις 14 Οκτωβρίου, ο Γέροντας πήγαινε στο Ιάσιο και
τις μέρες της εορτής στεκόταν στην κεφαλή της Αγίας,
τη οποία ευλαβούνταν πάρα πολύ, μυρώνοντας τους
πιστούς που προσκυνούσαν τα άγια λείψανά της.
Κάποτε, μια γυναίκα έφτασε απελπισμένη, με το μωρό της να
έχει πεθάνει. Η γυναίκα, στην απόγνωσή της, σκέτφτηκε την Αγία Παρασκευή. Ο Πάτερ μόλις
πήρε το μωρό της νεκρό από την αγκαλιά της, το ακούμπησε
στα ιερά λείψανα.
Τη στιγμή εκείνη το μωρό άρχισε να κινεί τα
χέρια και τα πόδια του. Είχε αναστηθεί.
Αυτή ήταν μια ευτυχισμένη στιγμή, την
οποία έζησε ο Γέροντας, αλλά υπήρξαν
και οδυνηρές αναμνήσεις.
Είχα μπροστά
μου στην εξομολόγηση δύο σοβαρές περιπτώσεις,
διηγούνταν κάποτε. Πρώτον, έναν άνθρωπο πού δεν
ήθελε να ομολογήσει μια πολύ σοβαρή αμαρτία.
Ούτε μετά από πολλή επιμονή δεν θέλησε να πει
τίποτα και βεβαίως δεν του έδωσα ευχή. Πέθανε
λίγες μέρες αργότερα χωρίς εξομολόγηση. Ο Θεός.
όπως όλους μας, τον οδήγησε έγκαιρα για συγχώρεση, θα μπορούσε να σωθεί με μία μόνο λέξη. Αυτό το γεγονός φόβισε και συνέτισε πολλούς, ειδικά εκείνους που γνώριζαν την αμαρτία, επειδή μαζί την
είχαν διαπράξει.
Μια άλλη τρομακτική περίπτωση ήταν με έναν
άρρωστο που είχαμε για τρεις μέρες στο μοναστήρι
για το Άγιο Ευχέλαιο. Η σύζυγός του μας είχε πει κάποιες βαριές αμαρτίες του και τρεις μέρες τον
παρακαλούσα και επέμενα να εξομολογηθεί σε όποιον πνευματικό θέλει, μιας και ήμασταν πολλοί, λέγοντάς του σιγά-σιγά και ευγενικά, για την πρόνοια του Θεού να συγχωρεί όλες τις αμαρτίες με την εξομολόγηση .Εκείνος όμως δεν αποφάσιζε με
κανεναν τρόπο να εξομολογηθεί. Όταν ήμουν νύχτα στην ακολουθία του Αγίου Ευχελαίου, την τρίτη ημέρα, άρχισε ξαφνικά να φωνάζει ότι κάποιοι τρομακτικοί
μαυριδεροί έρχονται να τον πάρουν. Τους έβλεπε
στον νου του, καθώς και όλες τις αμαρτίες του κι έτσι
τρομερά φοβισμένος ζήτησε γρήγορα να εξομολογηθεί. Τότε συνετίστηκε! Όλοι βγήκαν γρήγορα από τοδωμάτιο που βρισκόμασταν, και αυτός, με βαθιούς
αναστεναγμούς, μπόρεσε μόνο να πει, «έκανα…
έκανα…» και πέθανε στην αγκαλιά μου. Τον συγχώρεσα με ένα συναίσθημα ευθύνης και ελέους, έστω
για την ύστατη επιθυμία του, αλλά ήταν νεκρός.
Αυτό το συμβάν το διηγούνταν σε όλη την περιοχή
για πολλά χρόνια