Σάββατο 22 Ιουλίου 2023

Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει δείξει ὅτι, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ συνεργάζωνται μεταξύ των, τότε καὶ οἱ ἐσωτερικές των ὑποθέσεις τακτοποιοῦνται καλύτερα ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ ἀντιμετωπίζονται ἀποτελεσματικώτερα

Θεάρεστοι ἀνθρωπάρεσκοι;

Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Ζ’ Κυριακῆς Ματθαίου, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὀφείλομε «οὐχ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν» ἀλλὰ «ἕκαστος ὑμῶν τ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν» (Ρωμ. ιε’ 2), πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ ἐνίσχυσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ζητεῖ ἀπὸ τοὺς δυνατώτερους νὰ βαστάζουν τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων.

Γιὰ νὰ μπορέσωμε, συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος, νὰ κάνωμε ἐκεῖνο ποὺ ἀρέσει ὄχι στὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ στὸν Θεὸ καί, συγχρόνως, ἐκεῖνο ποὺ ὠφελεῖ τὸν πλησίον, χρειάζεται νὰ ἔχωμε πάντοτε ὡς ὑπόδειγμά μας τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «οὐχ ἑαυτ ἤρεσεν» (ὅ.π. 3) ἀλλὰ ἔγινε «ὑπήκοος» τοῦ πατρός Του καὶ μάλιστα «μέχρι θανάτου σταυροῦ», χάριν τῆς δικῆς μας σωτηρίας.

Γιὰ νὰ ἐλέγξωμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς κάθε φορὰ ἐὰν εἴμαστε θεάρεστοι καὶ ὄχι ἀνθρωπάρεσκοι καὶ μάλιστα αὐτάρεσκοι, χρειάζεται νὰ ἀναρωτιώμαστε: «Αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ κάνω εἶναι πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τοῦ πλησίον; Ἐὰν ναί, τότε εἶναι καὶ πρὸς δικό μου ὄφελος

Πιὸ ἁπλᾶ: «Θέλεις, Χριστέ μου, νὰ ἐνεργήσω ἔτσι; Ἐὰν θέλῃς ἐσύ, τότε καὶ ἐγὼ θὰ τὸ κάνω, ἐπειδὴ ἐσὺ μοῦ τὸ ζητᾶς καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ ὠφελεῖ σίγουρα καὶ ἐμένα». «Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου», λοιπόν, καὶ ὄχι τὸ δικό μου θέλημα!

Τὸ τί θέλει ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἐμᾶς τὸ γνωρίζομε μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία Του: πίστη, δηλ. ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτόν, καὶ ἔργα ἀγάπης καὶ μετανοίας.

Γιὰ νὰ μπορέσουν, ὅμως, αὐτὰ νὰ ὑλοποιηθοῦν, χρειάζεται καὶ κάτι ἀκόμη, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος παρακαλεῖ ἔνθερμα: «ὁ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δώῃ ὑμῖν (μακάρι νὰ δώσῃ) τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν» (ὅ. π. 4). Ἡ ἀγωνία τοῦ Παύλου, ποὺ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τόσων ἀδελφῶν καὶ τόσων Ἐκκλησιῶν, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή: νὰ εἶναι οἱ ἐν Χριστῶ ἀδελφοὶ «κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ καὶ μὴ ᾖ ἐν αὐτοῖς σχίσματα» (Α’ Κορ., α’ 10). Ἐπειδή, ὅμως, γνωρίζει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο, γι’ αὐτὸ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ ποὺ μακροθυμεῖ καὶ ἀγαπάει τὸ πλάσμα Του νὰ μεριμνήσῃ γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ὁμοφροσύνη τῶν τέκνων Του.

Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει δείξει ὅτι, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ συνεργάζωνται μεταξύ των, τότε καὶ οἱ ἐσωτερικές των ὑποθέσεις τακτοποιοῦνται καλύτερα ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξωτερικοὶ ἐχθροὶ ἀντιμετωπίζονται ἀποτελεσματικώτερα. Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη εἶναι οἱ πρωτοχριστιανικὲς κοινότητες, ὅπου «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. Δ’ 32). Ἡ σύμπνοιά των, μάλιστα, ὑπῆρχε σὲ ὅλες τὶς ἐπιμέρους διακονίες/λειτουργίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας: «Ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς (Πράξ., Β’ 42), ποὺ σημαίνει: παρέμεναν προσηλωμένοι μὲ πιστότητα στὴν διδασκαλία τῶν ἀποστόλων (μορφωτικὴ λειτουργία), στὴν ἐπικοινωνία καὶ στὴν κλάση τοῦ ἄρτου (κοινωνικὴ λειτουργία) καὶ στὴν προσευχή (πνευματικὴ λειτουργία).

Ἦταν τόση ἡ ὁμοψυχία μεταξὺ τῶν χριστιανῶν στὶς πρῶτες κοινότητες, ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι ἀπελάμβαναν τοὺς καρποὺς τῶν κοινῶν των ἔργων ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος, ἐπευλογώντας τὴν ὅλη προσπάθεια, «προσετίθει τοὺς σωζομένους καθ’ ἡμέραν τῆ ἐκκλησίᾳ» (ὅ.π., 46-47). Ὅταν, ὅμως, χάθηκε αὐτὴ ἡ σύμπνοια ἀνάμεσα στοὺς ἐν Χριστ ἀδελφούς, τότε καὶ ἡ πίστη κινδύνευσε περισσότερο ἀπ’ τὶς πολλαπλὲς αἱρέσεις καὶ ἡ ζωή των ἀπομακρύνθηκε ἀπ’ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ πολιτεία των ἀπὸ πολιτεία δικαιοσύνης καὶ ἀγάπης μετατράπηκε σὲ πολιτεία ἀδικίας καὶ μίσους, μὲ ὅλα τὰ ἀρνητικὰ ἐπακόλουθα.

Ἐὰν θέλωμε, ἑπομένως, νὰ ἀρέσωμε στὸν Κύριό μας, καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὴν μεταξύ μας ἀγάπη, χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιστοῦμε στὰ νάματα τῆς ἑλληνοορθοδόξου παραδόσεώς μας καὶ νὰ ζήσωμε καὶ πάλι «ὁμοθυμαδόν» (=μὲ ὁμοψυχία/σύμπνοια), «τὸ αὐτὸ φρονοῦντες ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν». Ἐὰν τὸ κάνωμε, τότε καὶ τὶς πολλαπλὲς δυσκολίες μας θὰ ἀντιμετωπίζωμε εὐκολώτερα καὶ θὰ λάβωμε πλούσια χάρη καὶ μέγα ἔλεος ἀπὸ τὸν μόνον Παντελεήμονα καὶ Σωτῆρα Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμ. Α’, β’ 4). ς τὸ θελήσωμε καὶ ἐμεῖς, καὶ θὰ ἀπολαύσωμε, μὲ τὴν χάρη Του, τὸ θεόσδοτο δῶρο Του. Ἀμήν. Γένοιτο!

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος