Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΙ

Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)

Το Διδυμότειχο είναι μία ιστορική Καστροπολιτεία, στην οποία άφησαν το αποτύπωμά τους πολλές και σημαντικές προσωπικότητες διαχρονικά. Ιδιαίτερη θέση στην ιστοριογραμμή της πόλης, κατέχουν μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων, καθώς και άλλα πρόσωπα του συγγενικού ή του στρατιωτικοπολιτικού τους κύκλου.

Προτού αναφερθούμε στα ειδικά στοιχεία που σχετίζουν και συνδέουν τους Παλαιολόγους με το Διδυμότειχο, θα παραθέσουμε γενικές πληροφορίες που αφορούν την οικογένεια των Παλαιολόγων. Οι Παλαιολόγοι είναι η τελευταία και μακροβιότερη βυζαντινή δυναστεία, δέκα αυτοκράτορες (μέλη της δυναστείας) κυβέρνησαν το Βυζάντιο για 194 χρόνια από το 1259 έως το 1453. Αναφορικά με την καταγωγή της οικογενείας υπάρχουν οι εξής απόψεις : «πρώτον, ότι κατάγονται από την Ιταλία από την πόλη Βιτέρμπo που η ονομασία της ετυμολογείται (παλαιός λόγος = vetus verbus) ή και από την ίδια τη Ρώμη. Δεύτερον και επικρατέστερο, ότι κατάγονται από τη Μικρά Ασία, και μάλιστα από το βυζαντινό θέμα των Ανατολικών. Σχετικά με την ετυμολογία του επωνύμου τους, θεωρείται ότι σημαίνει ¨ρακοσυλλέκτης¨, που ενδεχομένως υποδεικνύει ταπεινή καταγωγή, ενώ υπάρχει και η ερμηνεία ¨συλλέκτης αρχαίων αντικειμένων¨. Σε σχέση με τις άλλες βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες, οι Παλαιολόγοι εμφανίζονται σχετικά αργά, το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα. Έτσι ο πρώτος γνωστός Παλαιολόγος (ίσως και ο γενάρχης της οικογένειας) ήταν ο Νικηφόρος, διοικητής του θέματος της Μεσοποταμίας, στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄ (1071-1078)»[1].

Οι Παλαιολόγοι συνδέονται με το Διδυμότειχο ήδη από τον πρώτο αυτοκράτορά τους και ιδρυτή της δυναστείας τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, με έναν όμως δυσάρεστο τρόπο. Ως γνωστόν από το 1204 έως το 1261 που οι Φράγκοι είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, η Νίκαια της Μικράς Ασίας αποτελούσε την εξόριστη πρωτεύουσα της Ρωμανίας/Βυζαντίου. Εκεί κυβέρνησε ο Διδυμοτειχίτης και άγιος της εκκλησίας μας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης[2], τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης και αυτόν τον διαδέχθηκε ο οκταετής γιος του ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης Βατάτζης. Ο Μιχαήλ Η΄ τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Θεοδώρου Β΄, κατάφερε μέσω συνομωσιών να εξουδετερώσει τους ανθρώπους που κηδεμόνευαν το νεαρό πρίγκιπα, και κατόπιν να τυφλώσει τον ίδιο και να τον φυλακίσει σε ένα κάστρο στην Μικρά Ασία. Έτσι δόθηκε τέλος στη δυναστεία των αυτοκρατόρων της Νίκαιας[3] (εκ των οποίων τρία από τα τέσσερα μέλη έλκουν την καταγωγή τους από το Διδυμότειχο) και εγκαθιδρύθηκε η δυναστεία των Παλαιολόγων. Να αναφέρουμε επίσης, ότι : «επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου η επισκοπή Διδυμοτείχου προάγεται σε Μητρόπολη και κατατάσσεται στην 96η θέση»[4].

Μετά την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας το 1261 το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας μετατοπίζεται και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, η αυτοκρατορία όμως δεν μπόρεσε ποτέ να φθάσει στην ισχύ του παρελθόντος, καθώς βάλλεται από πολλούς εχθρούς. Βούλγαροι, Τάταροι και Καταλανοί προκαλούν στη Θράκη μεγάλες καταστροφές. Το κάστρο του Διδυμοτείχου με επισκευασμένα και αναστηλωμένα τα τείχη του, αποτέλεσε το 1305 σωτήριο καταφύγιο για τον συναυτοκράτορα Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος στη μάχη που έλαβε χώρα στην πεδιάδα των Άπρων ηττήθηκε από τους Καταλανούς και τραυματίστηκε βαριά. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς ιστορεί σχετικώς : «Ο βασιλιάς (Μιχαήλ Θ΄) λοιπόν, φεύγει από εκεί για το Διδυμότειχο κι ακούει βαριά επίπληξη από τον πατέρα του και βασιλέα (Ανδρόνικο Β΄), επειδή, ενώ ήταν βασιλιάς, δεν ενήργησε όπως ταίριαζε σε βασιλέα»[5]. Επίσης ο Παχυμέρης αναφέρει, ότι από το Διδυμότειχο ο Μιχαήλ Θ΄ : «οργανώνει την άμυνα των σπουδαιότερων πόλεων της Θράκης»[6].

Το Διδυμότειχο διαδραμάτισε καθοριστικότατο ρόλο κατά τη διάρκεια των δύο εμφυλίων πολέμων της δυναστείας των Παλαιολόγων. Κατά τον πρώτο εμφύλιο (1321-1328) αντίπαλοι υπήρξαν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ και ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄. Ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος σταθμίζοντας τα γεωστρατηγικά δεδομένα της εποχής, επέλεξε ως έδρα του το κάστρο του Διδυμοτείχου, το οποίο βεβαίως αποτελούσε προπύργιο του κυριότερου υποστηρικτή του, συγγενή του και αδελφικού του φίλου του Ιωάννη Καντακουζηνού. Έτσι το Διδυμότειχο επιλέχθηκε ως έδρα του, απ΄ όπου συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για εκστρατείες, απέκρουε τις επιθέσεις των εχθρών του, και όποτε οι στρατιωτικές του δυνάμεις περιοριζόταν, κλεινόταν σ΄ αυτό και σχεδίαζε τις επόμενες ενέργειές του, μαζί με τους στρατιωτικούς ακολούθους και την αυλή του.

Ο νεαρός Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος συνέχισε να εμπιστεύεται το κάστρο του Διδυμοτείχου ακόμη και μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1322. Ο Φίλιππος Γιαννόπουλος αναφέρει ότι : «κατά τη δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου, το Διδυμότειχο δεν ήταν μόνο η έδρα του Ανδρόνικου Γ΄, αλλά συγχρόνως και το στήριγμα, η βάση για τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Επίσης το Διδυμότειχο εξελίχθηκε σε αυτοκρατορική έδρα και έγινε τόπος εγκατάστασης μιας πολύ σημαντικής οικογένειας, των Καντακουζηνών, οι οποίοι οπωσδήποτε θεωρούνταν και από παλαιότερα ως τραπεζίτες του αυτοκράτορα. Έτσι η σπουδαιότητα του Διδυμοτείχου απέναντι στη μέχρι τώρα δεύτερη πρωτεύουσα, την Αδριανούπολη, μεγάλωνε όλο και περισσότερο. Το Διδυμότειχο έγινε ένα είδος αντίβαρου στην πρωτεύουσα»[7].

Θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι κάθε φορά που ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος και ο Ιωάννης Καντακουζηνός άφηναν το κάστρο του Διδυμοτείχου για να εκστρατεύσουν εναντίον των εχθρών τους, διοικητή στο κάστρο άφηναν τη μητέρα του Καντακουζηνού τη Θεοδώρα η οποία και αυτή ανήκει στον οίκο των Παλαιολόγων[8].

Παρόλο που τελικά ο νεαρός Ανδρόνικος Γ΄ επικρατεί έναντι του παππού του, και είναι ο μοναδικός πλέον αυτοκράτορας, δεν εγκαταλείπει το Διδυμότειχο. Στην Καστροπολιτεία της Θράκης διαμένει με την οικογένειά του και περιορίζει τον Θεόδωρο Μετοχίτη πανεπιστήμονα της εποχής και πρώην μέγα λογοθέτη (πρωθυπουργό) του παππού του. Επίσης στο Διδυμότειχο φυλακίζει τον αντίπαλο και θείο του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, κάτω από πολύ άθλιες συνθήκες κράτησης, σε υπόσκαφο σπήλαιο (βορείως του ναού του αγίου Αθανασίου), όπου βρέθηκε εγχάρακτο μονόγραμμα του ονόματος Παλαιολόγος, το οποίο σύμφωνα με τον Δρ. Θανάση Γουρίδη είναι του Κωνσταντίνου.

Στη συνέχεια των ετών βιώνει δύο πολύ σοβαρά γεγονότα που αφορούν την προσωπική του ζωή. Το 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ αρρώστησε βαριά, βρισκόμενος στο Διδυμότειχο, κι ενώ φαινόταν ότι οι ελπίδες για να σωθεί ήταν λίγες, αυτός ανακάμπτει θαυματουργικά με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί η υγεία του. Το δεύτερο προσωπικό γεγονός που βιώνει ο νεαρός αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, είναι η γέννηση του διαδόχου του. Στις 18 Ιουνίου 1332, η βασίλισσα Άννα της Σαβοΐας του χαρίζει έναν γιο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, αυτή είναι η δεύτερη γέννηση αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο, μετά από αυτή του Ιωάννη Βατάτζη το 1193.

Τα επόμενα χρόνια οι γεωστρατηγικές συνθήκες ανάγκασαν τον Ανδρόνικο Γ΄ να αφήσει το Διδυμότειχο και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Θεσσαλονίκη. Αναφορικά με την αντικατάσταση του Διδυμοτείχου από την Θεσσαλονίκη, αξίζει να παραθέσουμε την άποψη του καθηγητή του πανεπιστημίου της Κολωνίας Dr Berthold Rubin, ο οποίος αναφέρει : «Η Θεσσαλονίκη, που μόλις το 1334 αντικατέστησε το Διδυμότειχο ως τόπος διαμονής του αυτοκράτορα, δεν κατόρθωσε ποτέ να πάρει και τον γεωπολιτικό του ρόλο, δηλαδή να αποτελέσει το νευραλγικό σημείο της γεωγραφικής αυτής περιοχής»[9].

Το 1341 ο Ανδρόνικος Γ΄ επιστρέφει στο Διδυμότειχο, όπου : «ασθενεί και πάλι από εγκεφαλική ελονοσία, υποτροπίαση παλαιού νοσήματος και πεθαίνει στην Κωνσταντινούπολη, τη νύκτα της 14ης  προς 15η Ιουνίου 1341, σε ηλικία 45 ετών»[10].

Όπως συμβαίνει συνήθως μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, οι εχθροί προσπαθούν να επωφεληθούν, στηριζόμενοι στην έλλειψη ηγέτη ή στην απειρία του διαδόχου. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (έχοντας το αξίωμα του Μέγα Δομέστικου/Αρχιστρατήγου), ανέλαβε να καλύψει το κενό που άφησε ο εκλιπών Ανδρόνικος Γ΄, προβαίνοντας στις απαιτούμενες διοικητικές και στρατιωτικές ενέργειες, καθώς ήταν αδύνατο να το κάνει αυτό ο μόλις εννέα ετών διάδοχός του Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος. Οι πρωτοβουλίες αυτές του Καντακουζηνού ενόχλησαν την βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας, τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα και τον μέχρι πρότινος φίλο του και μέγα Δούκα/Ναύαρχο Αλέξιο Απόκαυκο (τα τρία αυτά πρόσωπα θα αποτελέσουν τη λεγόμενη αντιβασιλεία και θα συγκρουστούν με τον Καντακουζηνό).

Η όλη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος των Παλαιολόγων (1341-1347). Για όσο διάστημα ο Καντακουζηνός βρισκόταν στο Διδυμότειχο, στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί, μέχρι του σημείου όπου, η πρώην δέσποινα του Κάστρου του Διδυμοτείχου και μητέρα του Καντακουζηνού η Θεοδώρα[11], να φυλακιστεί από τους αντιπάλους της και να πεθάνει στη φυλακή στις 6 Ιανουαρίου 1342, καθώς επίσης οι υποστηρικτές του διώκονταν απηνώς με την κατηγορία του ¨καντακουζηνισμού¨. Κατόπιν αυτών των εξελίξεων (και ενόσω η μητέρα του ήταν στην φυλακή) ο Ιωάννης Καντακουζηνός πείθεται από τους υποστηρικτές του, και στέφεται στις 26 Οκτωβρίου του 1341, αυτοκράτορας των Ρωμαίων/Βυζαντινών (συναυτοκράτορας) στο Διδυμότειχο, σεβόμενος όμως και τα κληρονομικά δικαιώματα του νεαρού Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου. Η στέψη πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα του κάστρου, παρουσία υποστηρικτών και συγγενών του Καντακουζηνού[12].

Το όλο γεγονός της στέψης του Καντακουζηνού στο Διδυμότειχο ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων (καθώς από την πλευρά της μητέρας του Θεοδώρας υπήρχε συγγενική σχέση), κατατάσσει την πόλη, στην κατηγορία των ελάχιστων πόλεων πλην της Κωνσταντινούπολης, όπου στέφθηκαν Αυτοκράτορες της Ρωμανίας/Βυζαντίου.

Ο Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός ως εστεμμένος αυτοκράτορας της δυναστείας των Παλαιολόγων, επιλέγει ως έδρα του το Διδυμότειχο, το οποίο για ακόμη μία φορά ενδύεται την πορφύρα. Το κάστρο του Διδυμοτείχου αποδεικνύεται και πάλι απόρθητο, καθώς άντεξε στις επιθέσεις που δέχθηκε από τον στρατό της αντιβασιλείας και βοήθησε τα μέγιστα στην τελική επικράτηση του Καντακουζηνού. Τελικά ο δεύτερος εμφύλιος της εποχής των Παλαιολόγων έληξε το 1347 με την είσοδο του Καντακουζηνού στην Κωνσταντινούπολη. Η επιτυχία του αυτή : «βασιζόταν στην τουρκική βοήθεια καθώς και στο ότι το Διδυμότειχο διατηρήθηκε ως κύρια βάση και αφετηρία στρατιωτικών επιχειρήσεων μέσα στον μακεδονικό και τον θρακικό χώρο. Το ότι ο σφετεριστής (Καντακουζηνός) εξακολουθούσε να θεωρεί το κάστρο πολύ ασφαλές φαίνεται από το γεγονός ότι η Ειρήνη Καντακουζηνή παρέμεινε, και μετά την είσοδο του συζύγου της στην πρωτεύουσα, για ένα χρονικό διάστημα στο Διδυμότειχο, και από το ότι ο Καντακουζηνός εκτόπισε εκεί σε αυστηρή απομόνωση τον επικίνδυνο πολιτικό του αντίπαλο, τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, τον οποίο είχε ήδη καθαιρέσει»[13]. Να αναφέρουμε ότι και η Ειρήνη, της οποίας οι οικογενειακές ρίζες σχετίζονται με τους Παλαιολόγους (ήταν δισέγγονη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου[14]), κατά τις εποχές που ο σύζυγός της έφευγε από το Διδυμότειχο για διάφορες εκστρατείες, αναλάμβανε τη διοίκηση του κάστρου, όπως παλαιότερα έκανε η πεθερά της Θεοδώρα.

Τα επόμενα χρόνια συνεχίζονται οι εμφύλιες διαμάχες των Παλαιολόγων, και το κάστρο του Διδυμοτείχου αποτελεί το μήλον της έριδος μεταξύ των αντιμαχωμένων. Το 1347 παραχωρείται από τον Καντακουζηνό στον γιο του Ματθαίο και το 1351 μεταβιβάζεται στον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο. Δυστυχώς οι εντάσεις και οι εμφύλιες προστριβές συνεχίζονται και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το 1361 το Διδυμότειχο να παραδοθεί στους Οθωμανούς.

Η κατάληψη του Διδυμοτείχου από τους Οθωμανούς Τούρκους, δεν ανέκοψε την αυτοκρατορική παράδοση της πόλης, καθώς και τη σύνδεσή της με τους Παλαιολόγους, οι οποίοι άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην Καστροπολιτεία της Θράκης. Το Διδυμότειχο επί σουλτάνου Μουράτ Α’ αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για την επιλογή αυτή ο Δρ Αθανάσιος Γουρίδης, αναφέρει : «Ο Τούρκος ηγεμόνας επιλέγει συνειδητά το Διδυμότειχο ως την ασφαλέστερη πόλη, αλλά και εκείνη η οποία από ¨σημασιολογικής – ιδεολογικής¨ απόψεως έφερε τη μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση και μάλιστα ήταν έδρα των δύο μεγάλων αυτοκρατορικών οικογενειών, Καντακουζηνών και Παλαιολόγων»[15].

Στο Διδυμότειχο διέμεινε κατά περιόδους και ο Μωάμεθ Β΄ ο πορθητής, με αποτέλεσμα να γεννηθεί στην πόλη ο γιός του και μετέπειτα σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’. Στην πόλη μας ο Μωάμεθ Β’ συναντά τον τελευταίο δεσπότη (κυβερνήτη) του Μυστρά τον Δημήτριο Παλαιολόγο, από τον οποίο είχε αποσπάσει όλα τα προνόμια που του είχε χορηγήσει στέλνοντάς τον να ζήσει φτωχός στο Διδυμότειχο. Παρόλα αυτά τον λυπήθηκε και του επιχορήγησε ένα αρκετά μεγάλο ετήσιο εισόδημα για να ζήσει με την οικογένειά του τα επόμενα χρόνια[16].

Εν συντομία αυτά είναι τα στοιχεία που συνδέουν το ιστορικό μας και αυτοκρατορικό Διδυμότειχο με τον οίκο των Παλαιολόγων. Γι΄ αυτό πολύ εύστοχα ο μακαριστός Μητροπολίτης μας κυρός Νικηφόρος έστησε έμπροσθεν του Ιερού Καθεδρικού Ναού Παναγίας Ελευθερώτριας Διδυμοτείχου τον αδριάντα του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, και πολύ εύστοχα ο νυν μητροπολίτης μας κ. Δαμασκηνός διοργανώνει εδώ και χρόνια την εκδήλωση «Παλαιολόγεια», και τα τελευταία χρόνια ανήγειρε και το εκκλησάκι της αγίας Υπομονής μητέρας του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (το κοσμικό της όνομα πριν γίνει μοναχή ήταν Ελένη Δραγάση). Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο σύζυγος της Αγίας Υπομονής Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος ήταν γιος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, ο οποίος όπως προαναφέραμε γεννήθηκε στο Διδυμότειχο, και ο Μανουήλ έγινε μοναχός με το όνομα Ματθαίος, αγίασε και αγιοκατατάχθηκε και η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιουλίου.

Εύστοχη ήταν και η επιλογή του εμβλήματος της XVI Μ/Κ ΜΠ «ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ» καθώς παρουσιάζει τα τείχη του Διδυμοτείχου, τον δικέφαλο αετό και έχει την επιγραφή «πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν», η οποία αποτελεί μέρος από την απάντηση του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β΄ τον πορθητή. Επίσης τα τελευταία χρόνια το μνημείο πεσόντων οπλιτών και αξιωματικών που βρίσκεται έμπροσθεν του Στρατηγείου της XVI Μ/Κ ΜΠ, ανακαινίσθηκε από τον Υποστράτηγο Άγγελο Ιλαρίδη υπό μορφή κάστρου, όπου δημιουργήθηκε και ένα ανάγλυφο πέτρινο άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.          

Κλείνοντας να αναφέρω ότι πέραν της παρουσίας των Παλαιολόγων στην πόλη μας, το Διδυμότειχο το χαρακτηρίζει μία αυτοκρατορική παράδοση[17] μιάμισης χιλιετίας, που ξεκινάει από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Τραϊανό και Πλωτίνη, συνεχίζεται με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους Οθωμανούς σουλτάνους και τελειώνει με τον βασιλιά Κάρολο της Σουηδίας.  


[1]. http://asiaminor.ehw.gr, Παλαιολόγεια δυναστεία (1259-1453).

[2]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Ο Πάμμεγας Σκηπτούχος Άγιος Ιωάννης Βατάτζης ο εκ Διδυμοτείχου, Εκδόσεις iwrite, Θεσσαλονίκη 2019.

[3]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Η Μικρά Ασία των Λασκαριδών, kastropolites.com/asia-minor-of-laskarides

[4]. Βλ. Φίλιππου Γιαννόπουλου, Διδυμότειχο – Ιστορία ενός Βυζαντινού Οχυρού, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα 1989 σσ. 109-110.  

[5]. Βλ. Νικηφόρου Γρηγορά, Ρωμαϊκή Ιστορία, Εκδόσεις Νέας Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997, σ. 237. 

[6]. Βλ. Αθανασίου Γουρίδη, Διδυμότειχο μια άγνωστη πρωτεύουσα, Εκδόσεις Επικοινωνία ΑΕ, Διδυμότειχο 2008, σ. 49. 

[7]. Βλ. Φίλιππου Γιαννόπουλου, ό.π., σσ. 71-72.

[8]. Η Θεοδώρα Παλαιολογίνα Αγγελίνα Καντακουζηνή, όπως της άρεσε να την αποκαλούν, απέκτησε το τελευταίο επίθετο από τον σύζυγό της. Τα δύο άλλα επίθετα έδειχναν τους δεσμούς της οικογενείας της με την παλαιότερη αυτοκρατορική γενιά των Αγγέλων και τον ηγεμονικό οίκο των Παλαιολόγων. Πηγή : Ντόναλντ Νίκολ, Ιωάννης Καντατκουζηνός ο απρόθυμος αυτοκράτορας, Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε., Αθήνα 2008, σ. 33. 

[9]. Βλ. Στο ίδιο, σ. 10.

[10]. Βλ. Αθανασίου Γουρίδη, ό.π., σ. 52.

[11]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Θεοδώρα Καντακουζηνή η Δέσποινα του Κάστρου του Διδυμοτείχου, kastropolites.com/theodora-kantakouzini-didymoteicho 

[12]. Βλ. Ντόναλντ Μ. Νίκολ, Ιωάννης Καντακουζηνός ο απρόθυμος αυτοκράτορας, Εκδόσεις ΔΟΛ Α.Ε. Αθήνα 2010, σσ. 74-75. 

[13]. Βλ. Φίλιππου Γιαννόπουλου, ό.π., σσ. 93-94.

[14]. Βλ. Ντόναλντ Μ. Νίκολ, Οι Βυζαντινές Δεσποσύνες, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1996, σ. 123.

[15]. Βλ. Αθανασίου Γουρίδη, Τα κρυμμένα πρόσωπα του Ιανού-Διδυμότειχο, μία αέναη περιπλάνηση, Έκδοση Δήμου Διδυμοτείχου 2018, σ. 110. 

[16]. Βλ. Στήβεν Ράνσημαν, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2005, σσ. 262-263

[17]. Βλ. Ιωάννη Α. Σαρσάκη, Το Αυτοκρατορικό Διδυμότειχο, kastropolites.com /the-imperial-Didymoteicho