Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΒΟΗΘΗΣΕ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑ ΨΥΧΩΘΟΥΝ!

Ταχτσόγλου Καλλιόπη, ἠθοποιός

( Ἀφιερωμένο στοὺς ὑγειονομικοὺς σὲ ἀναστολὴ ποὺ νύκτα καὶ μέρα βρίσκονται
  ἐδῶ καὶ 9 μῆνες, ἔξω ἀπὸ τὸ Ὑπ.Ὑγείας - ἐνῶ ἐντὸς, τυφλοὶ τὰ τ' ὦτα τὸν τε νοῦν ἐδράζονται -
 καὶ  ὅπου ἔγινε αὐτὴ ἡ σύνθεση καὶ διαβάστηκε μιὰ ζεστὴ βραδυὰ τοῦ Αὐγούστου γιὰ χάρη τους,
 άλλά,  καὶ σὲ ὅλους τοὺς σὲ ἀναστολὴ Ὑγειονομικοὺς ποὺ 13 μῆνες τώρα ζοῦν ἀνασφάλιστοι καὶ ἄμισθοι) 
 
Ταχτσόγλου Καλλιόπη, ἠθοποιός
    
 

 «Σκατὰ ἐδῶ σκατὰ ἐκεῖ
σκατὰ καὶ παραπέρα
σκατὰ στὴν γῆ στὸν οὐρανὸ 
σκατὰ καὶ στὸν ἀέρα.

Σκατὰ κι ἄν φᾶς σκατὰ κι ἄν πιεῖς
σκατὰ θὰ πᾶ' νὰ χέσῃς
κι ἀπ' τὰ σκατὰ κι ἄν σηκωθεῖς
μέσ' τὰ σκατὰ θὰ πέσῃς.»

Αὔτη ἡ ριματικὴ σκατολογία δὲν εἶναι δική μου,εἶναι τοῦ Γεωργίου Σουρῆ καὶ εἶναι ἐνδεικτικὸ 
τοῦ ὅτι ἔτσι ποὺ μᾶς σκατάντησαν, ποὺ λέει καὶ ὁ Βαθιώτης, εἶναι ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες.
              Ἡ κατάντια μας, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό,συνεχίζεται μὲ ἄλλη μορφὴ
   μέσα ἀπὸ τὸ «ἑλληνικὸ» λεγὀμενο κράτος, ποὺ ἀκούει καὶ ὑπακούει -μὲ ὅλα τὰ κόμματά του μαζὶ-
   σὲ συμφέροντα ἀλλότρια.  Ἐν ὁλίγοις ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς πέσαμε στοὺς Φράγκους καὶ...
              έξευρωπαϊστήκαμε !Γίναμε ἀπὸ χωριαταρέοι «πολιτισμένοι» κι ἐμεῖς ! Ἀμέ !
 
   Ὁ π.Νικόλαος Λουδοβίκος ἄκουσα νὰ λέῃ πὼς ὁ Ἕλληνας ψυχοσωματικὰ εἶναι Ὀρθόδοξος,
              ἰδεολογικὸ εἶναι τὸ πρόβλημά μας, αὐτὸ ποὺ μᾶς διχάζει -οἱ λογιῷ ἰδεολογίες δηλαδὴ ποὺ ἀγαπᾶ
              νὰ ὑποστηρίζῃ ὁ καθένας μας μὲ πεῖσμα ἐνάντια στὸν ἄλλον- γι' αὐτὸ καὶ ὁ Δρομοκαΐτης, κατὰ τὸν
              Γεώργιο Σουρῆ, φρόντισε γιὰ μᾶς, καὶ ἔβαλε ἐκεῖ, στὸ Δαφνί, τὰ θεμέλια γιὰ τὸ οἰκοδόμημα ὅπου
              στεγάζεται πλέον ἡ τρέλα μας, αὐτός, ὁ πνευματικὸς αὐτισμός μας !


    ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΟΥ ΦΡΕΝΟΚΟΜΕΙΟΥ 

«Ὤ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν !... Ὤ εὐτυχὴς ἡμέρα !
Ὤ ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νἀ βάλῃ στὸ μπαλκόνι του μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴ ἐπιγραφὴ «Ζωρζῆς Δρομοκαΐτης».
Ναί ! τώρα πρἐπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί ! τώρα πρἐπουν κανονιές, φανάρια καὶ ῥετσίνες.

Φρενοκομεῖον κτίζεται καὶ στὴν σοφὴν Ἑλλάδα !
Ἄ ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζῆ,
καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴν τόση πρασινάδα
θὰ βρίσκομε παρηγοριά κι ἡ μνήμη του θὰ ζῇ.
Ὤ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων !
Ὤ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων !

Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,
παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς !...
Εὐρέθη μέσ' τοὺς Χιώτηδες μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,
κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς,
πὼς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,
Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνῃ πρῶτα-πρῶτα.»
 

   Φταῖμε;; Φταῖμε κι ἐμεῖς;;; Ἕλληνες ἀεὶ παῖδες εἶπε στὸν Σόλωνα  ὁ ἱερέας τῆς Σαΐδος
          στὴν Αἴγυπτο «ὧ Σὀλων Σόλων, Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε,γἐρων δὲ Ἕλλην οὐκι ἔστιν...
          νέοι ἐστὲ τὰς ψυχὰς πάντες...» ξεχνᾶμε ἐν ὁλίγοις καὶ ξεκινᾶμε πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή.
 
   Αὐτὴ ἡ παιδικότητα τῆς ψυχῆς μας, ἔτσι ποὺ μᾶς σκατάντησαν, ἀντὶ νὰ φέρῃ τὸ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κα
  ἀντὶ νὰ φέρῃ τὸ θαῦμα, ἔτσι ἀπερίσκεπτα ἀφεθήκαμε καὶ βρεφοποιηθήκαμε ὅπως λέει καὶ ὁ Βαθιώτης
         -γίναμε μωρά, μωροὶ μὲ πάνες ! χάσαμε τὴν ἰκανότητά μας νὰ δροῦμε μὲ νεανικὴ ὁρμή, σφρῖγος καὶ ζωντάνια.
          Χάσαμε τὴν παρόρμηση καὶ τὸν παιδικὸ ἐνθουσιασμό ! Γίναμε μωρὰ μὲ πάνες, στὰ μοῦτρα, συγκεκριμένα ! 
         Ἔχουμε ὅμως καὶ τὴν πλάκα μας κατὰ πὼς τὰ λέει πάλι ὁ Σουρῆς ! ἤ μᾶλλον, τὴν εἴχαμε, γιατί, τὴν χάσαμε κι αὐτἠν.


 Ο  ΡΩΜΗΟΣ 

«Στὸν καφενὲ ἀπέξω σὰν μπέης ξαπλωμένος
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτίνες ἀχόρταγα ῥουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανένα δὲν κοιτάζω, κανένα δὲν ψηφῶ.

Σὲ μιὰ καρέκλα τὄνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μιὰν ἄλλη, κι ὁλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου ! τί λιακάδα ! τί οὐρανός ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊκμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ῥώσους καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ' ἀχέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸν θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω 
τὸν ἴδιο τὸν ἐαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Ῥήγα καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τὰ γένεια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πένετε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλασφήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω...φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει,
άμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
στὸ τἐλος...δὲν πληρώνω δεκάρα στὸν καφέ.»

 
Τὴν χάσαμε λοιπὸν κι αὐτὴν τὴν...πλάκα, τὴν παιδική μας ἀγαθότητα ἔστω, ποὺ εἴχαμε,
       καὶ γίναμε κριτές, μουντρούχαλοι, σοβαροί, Εὐρωπαίοι, Δυτικοί, πολιτισμένοι !
Ὁ Μακρυγιάννης ἔλεγε γιὰ τοὺς Τούρκους πὼς εἶναι οἱ τίμιοι ἐχθροί μας ! Διότι ξέρουμε ποιοί εἶναι,
        καὶ μᾶς τὸ λένε,καὶ μᾶς κτυποῦν κατὰ μέτωπον ! Οἱ φίλοι καὶ σύμμαχοι ὅμως, ὅπως ἔλεγε καὶ ἕνας Γάλλος
        πρώην ὑπαρξιστὴς καὶ πρώην κομουνιστὴς καὶ πρώην μηδενιστὴς καὶ νῦν καὶ ἀεὶ Ὀρθόδοξος Χριστιανός,
        μᾶς κτυποῦν πλαγίως, κατὰ πὼς τὰ λέει καὶ ὁ ποιητὴς Ἐλύτης.

         
                (  Ζ' ) 
 
       Ἤρθαν
ντυμένοι  «φίλοι»
        ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου
τὸ παμπάλαιο χῶμα πατώντας.
        Καὶ τὸ χῶμα δὲν ἔδεσα ποτὲ μὲ τὴ φτέρνα τους.
Ἔφεραν
       τὸ Σοφὸ, τὸν Οἰκιστὴ καὶ τὸ Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων καὶ ἀριθμῶν,
       τὴν πᾶσα Ὑποταγὴ καὶ Δύναμη,
τὸ παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
       Καὶ τὸ φῶς δὲν ἔδεσε ποτὲ μὲ τὴν σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κἄν δὲν γελάστηκε τὸ χρυσὸ ν΄ ἀρχινήσει παιχνίδι,
       οὔτε ζέφυρος κἄν, τὶς λευκὲς νὰ φουσκώσει ποδιές.
Ἔστησαν καὶ θεμέλιωσαν 
       στὶς κορφές, στὶς κοιλάδες, στὰ πόρτα
πύργους  κραταιοὺς καὶ  ἐπαύλεις
       ξύλα καὶ ἄλλα πλεούμενα,
τοὺς Νόμους, τοὺς θεσπίζοντας τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα,
       στὸ παμπάλαιο μέτρο ἐφαρμόζοντας.
Καὶ τὸ μέτρο δὲν ἔδεσε ποτὲ μὲ τὴν σκέψη τους.
      Οὔτε κἄν ἕνα χνάρι θεοῦ στὴν ψυχή τους σημάδι δὲν ἄφησε.
οὔτε κἄν ἕνα βλέμμα ξωθιᾶς τὴ μιλιὰ τους δὲν εἶπε νὰ πάρει.
       Ἔφτασαν
ντυμένοι  «φίλοι»
       ἀμέτρητες φορὲς οἱ ἐχθροί μου,
τὰ παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
       Καὶ τὰ δῶρα τους ἄλλα δὲν ἤτανε
παρὰ μόνο σίδερο καὶ φωτιά.
       Στ' ἀνοικτὰ ποὺ καρτέραγαν δάκτυλα
μόνον ὅπλα καὶ σίδερο καὶ φωτιά.
      Μόνον ὅπλα καὶ σίδερο καὶ φωτιά.
 

ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ,  ἡ ΚΥΠΡΟΣ «κεῖται μακράν» 
              καὶ «ἀνήκωμεν εἰς τὴν Δύσιν»
Τὸ σύνθημα ἐδώθει καὶ ἐφηρμόσθει !
Καὶ ἐπανέρχομαι στὸν Σουρή !

«Ποιός εἶδε κράτος λιγοστὸ σὅλη τὴ γῆ μοναδιό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ ;;

Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργοὺς, νἄχῃ ἑπτὰ  Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα καὶ δόξης τόσα μνήματα;;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;;

Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια
κλέφτες χωρὶς μιὰ πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμί
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.

Ὄλα σ' αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα,ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινήκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν, εἰς ὅποιο θέλει μέρος.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες ! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους !
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ Ῥωμηὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.

Γι' αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σιχτίρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σιχτίρ καὶ στὰ καινούρια !

Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνῃ...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο ὕφος τοῦ γόη ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης λίγο μουρντάρης.

Σπαθὶ ἀντίληψη μυαλὸ ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ, συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.

Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ τὸ «δὲ βαρυέσαι» καὶ «ὤχ ἀδελφέ»
Ὤσὰν πολίτης, σκυφτὸς ῥαγιάς σὰν πιάσει πόστο:δερβεναγάς.

Θέλει ἀκόμα κι αὐτὸ εἶναι ὡραίο, νὰ παριστάνει τὸν Εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια ποὔχει, στὀ 'να λουστρίνι στ' ἄλλο τσαρούχι.

Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὤ Ἑλλάς ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα !»
 

Ξεχάσαμαε τὴν γλῶσσα μας ! Ἀφήσαμε νὰ τὴν κατακρεουργήσουν, νὰ τῆς κόψουν τοὺς τόνους
        καὶ τὰ πνεύματα,νὰ τὴν μαλλιαροποιήσουν ! ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ !!  Τὸ ἐργαλεῖο τῆς σκέψεώς μας !! 
        Οἱ λαϊκιστές !! Οἱ αὐθαίρετοι !! Κι ἐμεῖς τοὺς ἀφήσαμε !! Γιὰ εὐκολία βρὲ ἀδελφέ !! 

                               ( Β' ) 

               ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική,
    τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὀμήρου.
               Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὀμήρου.
    Ἐκεῖ σπάροι καὶ πέρκες
               ἀνεμόδαρτα ῥήματα
    ῥεύματα πράσινα μές στὰ γαλάζια
               ὅσα εἴδα στὰ σπλάχνα μου ν' ἀνάβουνε
    σφουγγάρια, μέδουσες
               μὲ τὰ πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων
    ὄστρακα ῥόδινα μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρἰγη.
               Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη.
    Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια
               θεοὶ μελαχρινοί, θεἰοι κι ἐξάδελφοι
   τὸ λάδι ἀδειάζοντας μὲς στὰ πελώρια κιούπια.
               καὶ πνοὲς ἀπὸ τὴ ῥεματιὰ εὐωδιάζοντας
    λυγαριὰ καὶ σχίνο
               σπάρτο καὶ πιπερόριζα
     μὲ τὰ πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων,
               ψαλμωδίες γλυκὲς μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι !
     Μονάχη ἔγνοια  ἡ γλῶσσα μου μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα ΔόξαΣοι !
                Ἐκεῖ δάφνες καὶ βάγια
      θυμιατὸ καὶ λιβάνισμα
                 τὶς πάλες εὐλογῶντας καὶ τὰ καριοφίλια.
     Στὸ χῶμα τὸ στρωμένο μὲ τ' ἀμπελομάντιλα
                 κνίσες, τσουγκρίσματα
     καὶ Χριστὸς Ἀνέστη
                 μὲ τὰ πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀγάπες μυστικὲς μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου.
                 Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου !
 

Χωρὶς  ΓΛΩΣΣΑ καὶ  χωρὶς  ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ἀπογυμνωθήκαμε καὶ 
    Δαιμονοποιηθήκαμε κατὰ πὼς λέγει καὶ ὁ ἀγαπημένος μου ποιητής, Μίλτος Σαχτούρης.
 

  ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΟ  

Δαίμονες  καὶ  Δαιμόνισσες
δαιμονίζονται  στὴν  ἀκτὴ
χαριεντίζονται  μεταξὐ  τους
ἑτοιμάζουν  τὰ  νέα  δαιμονάκια
ποὺ  θὰ  βασιλέψουν
σ' αὐτὴ  τὴ  γῆ
ποὺ  εἶναι  πιὰ  δική  τους.

Μακριὰ  στὸν  ὁρίζοντα
σὲ  μιὰ  κόκκινη  θάλασσα
μέσα  σὲ  ψεύτικους  καπνοὺς
βυθίζεται  ἕνα  καράβι.



   
Καὶ κατὰ πὼς λέγει ὁ ἴδιος ποιητὴς ποὺ ἔζησε τὸν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο - ΕΜΕΙΣ ζοῦμε
   τὸν Γ' ποὺ δὲν γενικεὐτηκε  ἀκόμη  μὲ ὅπλα ἀλλά, ἐπικρατεῖ, ὡς παγκόσμιο
   ἠθικο_οἰκονομικο_ἰατρικο_ἐκκλησιαστικὸ  πολιτικὸ σὐστημα -
   ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΜΝΗΜΑΤΑ γέμισε ἡ ζωή μας.


Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σὲ κρὀτους
μέσα σὲ κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴν μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸν φόβο
μέσα στὸν φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς 
σὲ μνήματα
καρφώνω.
 

ΚΑΙ ΟΜΩΣ, ἡ ψυχή μας διψάει γιὰ  ΟΥΡΑΝΟ,συνεχίζει ὁ ποιητἠς.
 

ΤΟ ΨΩΜΙ 
 
Ἕνα τεράστιο καρβέλι, μιὰ πελώρια φρατζόλα
                                                               ζεστὸ
ψωμὶ εἶχε πέσει στὸ δρόμο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
ἕνα παιδὶ μὲ πράσινο κοντὸ βρακάκι καὶ μὲ μα-
                                                                 χαίρι
ἔκοβε καὶ μοίραζε στὸν κόσμο γύρω
ὅμως καὶ μιὰ μικρή, ἕνας μικρὸς ἄσπρος ἄγγε-
                                                         λος κι αύτὴ
μ' ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ' αὐτή, λίγοι πηγαῖναν
                                                      στὸ ψωμί,
ὅλοι τρέχανε στὸν μικρὸν ἄγγελο ποὺ μοίραζε
                                                          οὐρανό.

Ἄς μὴ τὸ κρὐβουμε
διψᾶμε γιὰ οὐρανό !
 


Καὶ τώρα, ὁ ἀρχοντικὸς ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ! Ἡ πονεμένη Ῥωμηοσύνη, 
καὶ «τὰ ἔμορφα τραγούδια μας, ἡ ἀναπνοὴ τῆς φυλῆς μας»


    « Ἔχω τὴν ἰδέα πώς, ὅσο ἀποξενώνεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὰ λαϊκὰ τραγούδια μας,
 τόσο περισσότερο φανερώνουμε πὼς ξεμακρυνόμαστε ἀπὸ τὴ ῥίζα τῆς φυλῆς μας καὶ πὼς
 κρυώνει μέσα μας τὸ ζεστὸ καὶ καθαρὸ αἷμα ποὺ πήραμε ἀπὸ τοὺς πατεράδες μας.
 Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, πηγὴ τῆς ζωῆς εἶναι ἐκεῖ  μέσα, κι ἄν λιγοστεύει ἡ ὄρεξή μας κ' ἡ δίψα μας
νὰ πιοῦμε ἀπὸ αὐτὴ τὴ δροσερὴ νερομάννα, αὐτὸ θὰ πεῖ πὼς τὸ πνεῦμα μας εἶναι ἀρρωστημένο 
καὶ πασκίζουμε νὰ τὸ ζωογονήσουμε ψεὐτικα, μὲ βλαβερὰ καὶ ξενόφερτα πιοτά, ποὺ συνεργοῦνε 
στὸ νὰ ξεφυλιστοῦμε μιὰν ὥρα ἀρχήτερα, καὶ νὰ μὴν ἀπομείνει ἀπάνω μας τίποτα ἀπὸ τὸν πνευματικὸ
χαραχτῆρα μας. Αὐτὰ τὰ φαρμακερὰ πιοτὰ μᾶς τραβᾶνε σὰν τὸν μπεκρή,ποὺ δὲν ἔχει πιὰ ζωὴ μέσα του 
καὶ ποὺ θαρρεῖ πὼς θὰ ζωντανέψει πίνοντας καὶ μπεκρολογώντας,ἐνῶ, ἴσια-ἴσια, σιγὰ-σιγὰ τὸν
 φαρμακώνουνε,ὥς νὰ τὸν πεθάνουμε.Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ πιοτὰ ποὺ λέγω.
 Μὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς διαβασμένους μας τὸ 'χουνε γιὰ καὐχημα τὸ ὅτι δὲν καταδέχουνται νὰ 
ξεδιψάσουνε στὶς δικὲς μας δροσερὲς βρυσοῦλες, κι ὁλοένα πίνουνε ἀπὸ τὰ ξένα καὶ θολὰ βαλτὀνερα, 
ποθώντας νὰ βγάλουνε ἀπὸ μέσα τους ὅ,τι δικό μας ἔχουνε καὶ νὰ διαλυθοῦνε,σὰν κἀποιοι καινούριοι 
βουδιστές, μέσα στὸ σκοτεινὸ χάος τῆς εὐρωπαϊκῆς πνευματικῆς νιρβάνας.
        Ἄνθρωπος ποὺ δὲν νοιώθει στὰ κατάβαθα τῆς καρδιᾶς του τὰ λαϊκά μας τραγοὐδια, δὲν εἶναι
 σὲ θέση νὰ νοιώσει ἀληθινὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα. Μπορεῖ νὰ τὴν καταλαβαίνει σὰν ἕνα
 πολιτικὸ καθέκαστο, δηλαδὴ νὰ τὴν καταλαβαίνει ἀπὸ τὴν ὑλικὴ μεριά, δὲ νοιώθει ὅμως ἀπ΄ αὐτὴ
 τὸ  «τιμιώτατον», δηλαδὴ τὴν πνευματικὴ φωτοχυσία της, ποὺ τὴν κάνει αὐτὴ τὴν ἐπανάσταση ξεχωριστὴ 
ἀνάμεσα στὶς λογῆς-λογῆς ἐπαναστάσεις ποὺ γινήκανε.
 
        Τὸ γένος τὸ δικό μας εἶναι πονεμένο, πιὸ πονεμένο ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη τῆς οἰκουμένης.
 Γιὰ τοῦτο, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε, ἔχει μέσα του κάποια μεγάλη σφραγίδα, γιατὶ μὲ τὸν πόνο
 ξεσκεπάζουνται στὸν ἄνθρωπο τὰ μεγάλα μυστήρια τοῦ κόσμου, ἄν ἐκεῖνος ποὺ πονᾶ ἔχει 
ἀνθρωπιὰ καὶ πίστη.Τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας εἶναι ἁγνὰ ἀγριολούλουδα ποὺ φυτρώσανε
 ἀπάνω στὶς καθαρὲς καὶ  βασανισμένες βραχόπετρες ὁποὺ τὶς δέρνει ὁ πόνος, μὰ ποὺ φεγγοβολᾶνε
 σὰν διαμάντια ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ ποὺ ξεπλένουνται ἀπὸ τὴν καθαρὴ βροχούλα.
 
        Ἡ φτώχια μᾶς ἔκανε νὰ ζοῦμε ἁπλὴ ζωή, μὲ λιγοστὰ πράγματα, καὶ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ
 ξεμακρύνουμε ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ μᾶς ἔκανε νὰ βυζαίνουμε ὁλοένα ἀπὸ τὴν καθαρὴ
 βρυσούλα ποὺ θρέφει μ' ἀληθινὴ θροφὴ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Σ' αὐτὸ συνέργησε
καὶ τὸ καλὸ ἀγέρι ποὺ ἔχει ἡ πατρίδα μας,κ' ἡ ἡμεράδα ποὺ ἔχουνε τὰ βουνὰ κ' οἱ θάλασσές της,
 ὥστε νὰ μᾶς φαίνεται σὰν μἀννα πονετικιά,ποὺ μᾶς βαστᾶ ὁλοένα στὴν ἀγκαλιά της.
 
          Στὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, οἱ ἄνθρωποι ἤτανε ἀγράμματοι καὶ ζούσανε στὰ βουνά,
 ἀφοῦ πολλοὶ εἴχανε γιὰ σπίτια τὶς σπηλιὲς καὶ τὰ στρουγκολίθια. Πολιτεῖες δὲν εἴχανε,
 εἴχανε μοναχὰ κάτι μικρὰ χωριά, τὰ περισσότερα μὲ λίγα σπίτια τὸ καθένα. Μὲ τούτη τὴν ἁπλὴ ζωὴ
 ποὺ περνούσανε, εἴχανε καὶ ψυχὴ ἁπλή. Καὶ μὴν πεῖ κανένας πὼς ἤτανε πονηροί, γιατὶ στοὺς τέτοιους
 φυσικοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἀπὸ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἁπλὸς σὰν τὸ μωρὀ, ἄς ἔχει καὶ πεῖσμα καὶ σκληρότητα,
 ἄς εἶναι καὶ φονιὰς ἀκόμα.Τὴν ἁγνότητα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν βγάζει ἐκείνη ἡ παρὰ φύση κακία, ποὺ 
φωλιάζει στὴ χαλασμένη καὶ στὴν πολύξερη ψυχή, α'Υτὴ τὸν ξεραίνει καὶ τὸν κάνει ἀναίσθητον.
 
          Ἔκανα γνωριμία μὲ ληστάδες καὶ μὲ βουνίσιους φονιάδες, καὶ μ' ὅλα ταῦτα, στὸ βάθος
 τῆς καρδιᾶς τους ἤτανε ἀθῶοι,πιστεύανε εὔκολα σ' ὅτι τοὺς ἔλεγα, καὶ θαυμάζανε
 σὰν τὰ μωρὰ τὸ 'να καὶ τ' ἄλλο, ταπεινοὶ οἱ κακόμοιροι,παρεκτὸς ὅσοι ἤτανε
 διεστραμμένοι.Ἕνας ληστής,τὀσο κολλήθηκε σὲ μένα,ποὺ δὲν ἔκανε δίχως ἐμένα,
 ἔφταξε νὰ μὲ φοβᾶται καὶ νὰ μ'ἀγαπᾶ μαζί, ἐπειδὴς ἤτανε γι' αὐτὸν μεγάλο μυστήριο
 τὸ νὰ ζωγραφίζω μὲ τὸ χέρι μου ἁγίους κι ἀνθρώπους καὶ δέντρα καὶ βουνὰ κι ὅλα
 ὅσα βρίσκουνται στὸν κόσμο, ἐνῶ, στὴν ἀρχή, τὸν φοβόμουνα ἐγώ.
 
            Αὐτὲς οἱ ἁπλὲς ψυχὲς κι εὐκολὀπιστες,ἀπ' ὄξω φαίνουνται ἄγριες καὶ φοβερές.
 Τοὺς ἄλλους, τοὺς ψευτογλυκοπρόσωπους καὶ τοὺς ὑποκριτὲς νὰ φοβᾶσαι. Οἱ βουνίσιοι εἶναι
 οἱ νήπιοι ποὺ λέγει  τὸ Εύαγγέλιο. Γιὰ τοῦτο ὁ ληστὴς γίνεται πιὸ εὔκολα ἅγιος, ἐνῶ ὁ χαλασμένος,
 ὁ πολύξερος, δὲ γίνεται ποτέ,κι ἄς μὴν ἔχει πειράξει κανέναν στὰ φανερά.Θυμήσου τὸν ληστὴ ποὺ
 σταυρώθηκε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό,πὼς ἔκλαψε γι' αὐτόν, ἐπειδής, ὅπως εἶπε, ἄδικα σταυρώθηκε
 ὁ Χριστός,ἐνῶ αὐτὸς κι ὁ σύντροφός του βασανιζόντανε δίκαια. Σὲ τέτοιες ψυχὲς μπαίνει
 ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ὁ Χριστός,πρὶν ἀπ' ὅλα,ζητᾶ ἁπλὴ καρδιά.

            Λοιπὸν οἱ τέτοιοι τσομπαναρέοι κάνανε τὰ πιὸ καλὰ τραγούδια καὶ τὶς παροιμίες,
    κ' ἡ γλῶσσα τους ἔχει κάποιες χάρες ποὺ δὲν τὶς ἔχει ἡ δική μας,ἡ γραμματισμένη,
    καὶ ζωγραφίσανε μοναστήρια καὶ ρημοκκλήσια.κι ὅλα ὅσα κάνανε εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινὰ
    καὶ τὰ πιὸ ἁγνά.Καὶ τ' ἀξιωθήκανε αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἴχανε,
    ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ βλέπουνε θολὰ καὶ ταραγμένα τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴς
    δὲν παραγεμίσανε τὴν ψυχή τους μὲ ἀφύσικα καὶ μὲ πολύπλοκα πράγματα.

          Στὰ τραγοὐδια ποὺ κάνανε, βλέπουμε κάποιαν ἀλήθεια καὶ μιὰν ἐντέλεια,
 ποὺ δὲν τὴν φτάνουνε ποτὲς οἱ σπουδασμένοι ποιητάδες μὲ τὰ πολύπλοκα έργαλεῖα τους.
 Γιατὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι εἶναι τ' ἀληθινὰ παιδιὰ τῆς φύσης, κ' ἔχουνε ἀνταπόκριση μαζί της,
 ἐνῶ οἱ ἄλλοι εἶναι τὰ προγόνια της, κι ὅ,τι φτιάξουνε αὐτὰ τ' ἀληθινὰ παιδιά της,δὲν εἶναι φτιαστό,
 ἀλλὰ εἶναι ἀληθινὸ καὶ καθαρό,σὰν τὰ ἴδια τὰ βουνὰ καὶ σὰν τὴν θάλασσα καὶ σὰν τὸν ἀγέρα ποὺ φυσᾶ
 καὶ σὰν τὸν πρίνο ποὺ φυτρώνει στὸ κράκουρο καὶ σὰν τὸ ὄρνιο ποὺ κόβει βόλτες ἀπάνω άπὸ 
 μιὰν ἔρημη ῥάχη. Θαρρεῖς πὼς καὶ τὰ ζαρκάδια καὶ τὰ πρόβατα κ' οἱ πέρδικες καὶ τὰ δέντρα
 καὶ τ' ἄλλα φυσικὰ πλάσματα, θαρρεῖς πὼς καὶ κεῖνα θὰ ταιριάζανε τέτοια τραγούδια,σὰν κι αὐτὰ ποὺ
 κάνανε τοῦτοι οἱ ἄνθρωποι, ἄν εἴχανε λαλιά. Μήτε πένα πιάσανε στὰ χέρια τους, μηδὲ χαρτί, μηδὲ 
μελάνι. Ἀπὸ τὴν καρδιά τους ἀνέβηκε στὸ στόμα,κι  ἀπὸ τὸ στόμα βγῆκε,ὅπως λαλεῖ τὸ πουλί,
 κ' ὕστερα μαθεύτηκε παντοῦ, καὶ τὸ 'πανε οἱ κοῦκοι στὰ βουνὰ κ' οἱ πέρδικες στὰ πλάγια.
 Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀπόμεινε στὸν  κόσμο καὶ τραγουδιέται, γενεὲς γενεῶν.
          Τί θαυμαστὸ πρᾶγμα, νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀπὸ μέρος
 ὅλων τῶν πλασμάτων ! Ἀληθινά,νοιώθεις πὼς αύτὴ εἶναι μιὰ θεϊκὴ χάρη, ποὺ τοῦ δόθηκε
 ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ τὸν κατάστησε βασιλέα ἀπἀνω σ' ὅλα.

       Ὅσοι άπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε,
 ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνου στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ'αὐτοὺς ποὺ θέλουνε
 τὴν Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά.Κουράγιο !
 Ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο,ἄν καὶ δὲν χρειάζεται ὁλότελα αύτὴ ἡ ἀπόδειξη.»


Πρὶν ἡ Κνω/πολις ἀλωθεῖ, ἤδη κτυπημένη ἀπὸ Βορρᾶ καὶ Νότο καὶ  Δύση καὶ Ἀνατολὴ ἀλλά,
   καὶ ἀπὸ μέσα, ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Ῥωμηοὺς ποὺ ἔβλεπαν νὰ ἔρχεται τὸ κακὸ καὶ διχάστηκαν,πάλι,
   ψάχνοντας γιὰ συμμάχους ποὺ ποτὲ δὲν συμμάχησαν,ὅπως καὶ τώρα, μαζί τους,πρὶν λοιπὸν
   ἡ Πόλις τῶν Πόλεων ἀλωθεῖ,ὁ Μωάμεθ ὁ Β' ἐζήτησε μὲ ἐπιστολὴ ἀπὸ τὸν βασιλέα Κων/νο Παλαιολόγο
   νὰ τοῦ παραδώσει τὴν Πόλιη.Καὶ ὁ Κων/νος τοῦ ἀπήντησε ὡς ἐξῆς:

« Εἰ μὲν βούλει καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι κι έσὺ,
 
τῷ Θεῷ χάρις.Ἐκείνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρες ἐλόγιζον καὶ οὔτως ἐτίμων,
 
τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα, καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἄπαντες ἐντὸς ταύτης 
 
είσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω.Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ' ἡμῖν
 
ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν, ὡς δίκαια,καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους
 
ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν κατ'ἔτος τοῦ δοῦναι σοι, καὶ ἄπελθε ἐν είρήνη.
 
Τί γὰρ οἶδας,εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς;Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι,
 
οὔτ' ἐμὸν ἐστὶν οὔτ' ἄλλου τὼν κατοικούντων ἐν αὐτῇ. κοινῇ γὰρ γνώμῃ 
 
πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὺ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»
 
 
 
βασιληᾶς μας λοιπὸν ὅπως εἶπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,σκοτώθηκε
   δὲν παραδώθηκε, ὁ πόλεμος συνεχίζεται. Ὁ λαὸς θρήνησε τὴν ἅλωση,οἱ Πόντιοι
   ἔκλαψαν καὶ παρηγορήθηκαν μὲ λόγο προφητικὸ« ἡ Ῥωμανία ἄν πέρασεν ἀνθῇ 
   καὶ φέρει κι ἄλλο» οἱ Κρῆτες φὀρεσαν μαῦρα πουκάμισα καὶ ἔδεσαν στὸ κεφάλι τους
   τὰ δάκρυά τους καὶ οἱ Κύπριοι ἔψαλλαν :

Ἡ Ῥωμηοσύνη εἶν' φυλή, συνόντζαιρη τοῦ κόσμου.
Κανένας δὲν εὐρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψει.
 
Κανένας γιατὶ σκέπει την ἀπ' τὰ 'ψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ῥωμηοσύνη θὰ χαθῇ ὄντες ὁ κόσμος λείψῃ !

 

ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΚΑΙ  ΣΤΟ «Ἄξιον ἐστί »

                     (  Γ' )
 
           Τὸν πλοῦτο δὲν ἔδωκες ποτὲ σὲ μένα
τὸν ὁλοένα ἐρημούμενο ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Ἠπείρων
            καὶ ἀπ' αὐτὲς πάλι ἀλαζονικά,ὁλοένα, δοξαζόμενο !
Ἔλαβε τὸν Βότρυ ὁ Βορρᾶς
            καὶ τὸν Στάχυ ὁ Νότος
τὴ φορὰ τοῦ ἀνέμου ἐξαγοράζοντας
            καὶ τῶν δἐντρων τὸν κάματο δύο καὶ τρεῖς φορὲς
ἀνόσια ἐξαργυρώνοντας.
            Ἄλλο ἐγώ,
πάρεξ τὸ θυμάρι στὴν καρφίδα τοῦ ἥλιου δὲν ἐγνώρισα
            καὶ πάρεξ
τὴ σταγόνα τοῦ νεροῦ στ' ἄκοπα γένια μου δὲν ἔνιωσα
            μὰ τραχὺ τὸ μάγουλο ἔθεσα στὸ τραχύτερο τῆς πέτρας
αἰῶνες καὶ αἰῶνες.
            Ἐκοιμήθηκα πάνω στὴν ἔγνοια τῆς αὐριανῆς ἡμέρας
ὅπως ὁ στρατιώτης ἐπάνω στὸ τουφέκι του.
            Καὶ τὰ ἐλέη τῆς νύχτας ἐρεύνησα
ὅπως ὁ ἀσκητὴς τὸ Θεό του.
            Ἀπὸ τὸν ἱδρώτα μου ἔδεσαν διαμάντι
καὶ στὰ κρυφὰ μοῦ ἀντικαταστήσανε 
           τὴν παρθένα τοῦ βλέμματος.
Ἐζυγίσανε τὴ χαρά μου καὶ τὴ βρήκανε,λέει,μικρὴ
           καὶ τὴν πατήσανε χάμου σὰν ἔντομο.
Τὴ χαρά μου χάμου πατήσανε καὶ στὴν πέτρα μέσα τὴν κλείσανε
           καὶ στερνὰ τὴν πέτρα μοῦ ἀφήσανε,
τρομερὴ ζωγραφιἀ μου.
            Μὲ πελέκι βαρὺ τὴ χτυποῦν,μὲ σκαρπέλο σκληρὸ τὴν τρυποῦν,
μὲ καλέμι πικρὸ τὴ χαράζουν,τὴν πέτρα μου.
            Κι ὅσο τρώει τὴν ὕλη ὁ καιρός,τόσο βγαίνει πιὸ καθαρὸς
ὁ χρησμὸς ἀπ' τὴν ὄψη μου :

             ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
                     ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ'ΑΓΑΛΜΑΤΑ !
 

                      (  ΙΑ' )
 
               Ὅπου,φωνάζω,καὶ νὰ βρίσκεστε, ἀδελφοί,
ὅπου καὶ νὰ πατεῖ τὸ πόδι σας,
               ἀνοίξετε μιὰ βρύση,
τὴν δική σας βρύση τοῦ Μαυρογένη.
               Καλὸ τὸ νερὸ
καὶ πέτρινο τὸ χέρι τοῦ μεσημεριοῦ 
               ποὺ κρατεῖ τὸν ἥλιο στὴν ἀνοιχτὴ παλάμη του.
Δροσερὸς ὁ κρουνὸς θ' ἀγαλλιάσω.
                Ἡ λαλιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα
μεγαλόφωνα τὸ νοῦ μου ν' ἀπαγγείλει,
                εὐανάγνωστα νὰ γίνουν τὰ σωθικά μου.
Δὲν μπορῶ,
                 ἡ ἀγχόνη τὰ δέντρα μου ἐξουθένωσε
καὶ τὰ μάτια μαυρίζουν.
                Δὲν ἀντέχω
καὶ τὰ σταυροδρὀμια ποὺ ἤξερα ἔγινα ἀδιέξοδα.
                Σελδζοῦκοι ροποαλοφόροι καραδοκοῦν.
Χαγάνοι ὀρνεοκέφαλοι βυσσοδομοῦν.
                 Σκυλοκοῖτες καὶ νεκρόσιτοι καὶ ἐρεβομανεῖς
κοπροκρατοῦν τὸ μέλλον.
                  Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό,ἀδελφοί,
ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας,
                   μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ
καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
                   Ἡ λαλιὰ ποὺ δὲν ξέρει ἀπὸ ψέμα
θ' ἀναπαύσει τὸ πρόσωπο τοῦ μαρτυρίου
                   μὲ τὸ λίγο βάμμα τοῦ γλαυκοῦ στὰ χείλη.
Καλὸ τὸ νερὸ
                   καὶ πέτρινο τὸ χέρι τοῦ μεσημεριοῦ
ποὺ κρατεῖ τὸν ἥλιο στὴν ἀνοιχτὴ παλάμη του.
                  Ὅπου καὶ νὰ πατεῖ τὸ πόδι σας,φωνάζω,
ἀνοίξετε, ἀδελφοί,
                  μιὰ βρύση ἀνοίξετε,
τὴ δική σας βρύση τοῦ Μαυρογένη !


ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ 

            ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετὰ τὴν Ἁμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς ἐκκλησίες
   καὶ τὴν εὐλόγησαν.Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ' οὐρανοῦ σαρώνοντας
   ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα
   πληρώνοντας ἡ Χτίσις,θὰ φρίξει.Ταραχὴ θὰ πέσει στὸν Ἄδη, καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει   
   ἀπὸ τὴν πίεση τὴ μεγάλη τοῦ ἥλιου.Ποὺ πρῶτα θὰ κρατήσει τὶς ἀχτίδες του,σημάδι ὅτι καιρὸς
   νὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση. Καὶ μετὰ θὰ μιλήσει,νὰ πεῖ : ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου,
   λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τὰ ἔθνη, ἄλλοτες ἀλαζονικά, παραδομένα στὴ σφήκα καὶ στὸ ξινόχορτο.
- Βλέπω τὰ πελέκια στὸν ἀέρα σκίζοντας προτομὲς Αὐτοκρατόρων καὶ Στρατηγῶν.
- Βλέπω τοὺς ἐμπόρους νὰ εἰσπράττουν σκύβοντας τὸ κέρδος τῶν δικῶν τους πτωμάτων.
-Βλέπω τὴν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων.

              Χρόνους πολλοὺς μετὰ τὴν Ἁμαρτία ποὺ τὴν εἴπανε Ἀρετὴ μέσα στὶς ἐκκλησίες
   καὶ τὴν εὐλόγησαν. Ἀλλὰ πρίν,ἰδοὺ θὰ γίνουν οἱ ὡραίοι ποὺ ναρκισσεύτηκαν στὶς τριόδους,
   Φίλιπποι καὶ Ροβέρτοι. Θὰ φορέσουν ἀνάποδα τὸ δακτυλίδι τους,καὶ μὲ καρφὶ θὰ χτενίσουνε 
   τὸ μαλλί τους,γιὰ νὰ δελεάσουν τὰ γύναια. Καὶ τὰ γύναια θὰ καταπλαγοῦν καὶ θὰ στέρξουν.
   Γιὰ νὰ ἔβγει ἀληθινὸς ὁ λόγος,ὅτι σιμὰ ἡ μέρα ὅπου τὸ κάλλος θὰ παραδοθεῖ στὶς μύγες 
   τῆς Ἀγορᾶς. Καὶ θὰ ἀγαναχτήσει τὸ κορμὶ τῆς πόρνης μὴν ἔχοντας ἄλλο τι νὰ ζηλέψει. Καὶ 
   θὰ γίνει κατήγορος ἡ πόρνη σοφῶν καὶ μεγιστάνων,τὸ σπέρμα ποὺ ὑπηρέτησε πιστά,
   σὲ μαρτυρία φέρνοντας. Καὶ θὰ τινάξει πάνουθέ της τὴν κατάρα,
κατὰ τὴν Ἀνατολὴ τὸ χέρι τεντώνοντας καὶ φωνάζοντας : ἐξόριστε Ποιητή,στὸν αἰῶνα σου,
   λέγε,τί βλέπεις;;
- Βλέπω τὰ χρώματα τοῦ Ὑμηττοῦ στὴ βάση τὴν ἱερὴ τοῦ Νέου Ἀστικοῦ μας Κώδικα.
- Βλέπω τὴ μικρὴ Μυρτώ,τὴν πόρνη ἀπὸ τὴν Σίκινο,στημένη πέτρινο ἄγαλμα στὴν πλατεία
      τῆς Ἀγορᾶς μὲ τὶς Κρῆνεςκαὶ τὰ ὀρθὰ Λεοντάρια.
- Βλέπω τοὺς ἔφηβους καὶ βλέπω τὰ κορίτσια στὴν ἐτήσια Κλήρωση τῶν Ζευγαριῶν.
- Βλέπω ψηλά, μὲς τοὺς αἰθέρες,τὸ Ἐρέχθειο τῶν Πουλιῶν.
              

                    Λείψανα παλιῶν ἄστρων καὶ γωνιὲς ἀραχνιασμένες τ'ούρανοῦ σαρώνοντας
   ἡ καταιγίδα ποὺ θὰ γεννήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.Ἀλλὰ πρίν,ἰδοὺ θὰ περάσουν γενεὲς
   τὸ ἀλέτρι τους πάνω στὴ στέρφα γῆς.Καὶ κρυφὰ θὰ μετρήσουν τὴν ἀνθρώπινη πραμάτεια τους
   οἱ Κυβερνῆτες, κηρύσσοντας πολέμους.Ὅπου θὰ χορτασθοῦνε ὁ Χωροφύλακας καὶ ὁ Στρατοδίκης.
   Ἀφήνοντας τὸ χρυσάφι στοὺς ἀφανεῖς,νὰ εἰσπράξουν αὐτοὶ τὸν μιστὸ τῆς ὕβρης καὶ τοῦ μαρτυρίου.
   Καὶ μεγάλα πλοῖα θ' ἀνεβάσουν σημαῖες,ἐμβατήρια θὰ πάρουν τοὺς δρόμους,οἱ ἐξῶστες νὰ ῥάνουν 
   μὲ ἄνθη τὸν Νικητή.Ποὺ θὰ ζεῖ στὴν ὀσμὴ τῶν πτωμάτων.Καὶ τοῦ λάκκου σιμά του τὸ στόμα,τὸ σκοτάδι 
   θ' ἀνοίγει στὰ μέτρα του,κράζοντας : ἐξόριστε Ποιητή, στὸν αἰῶνα σου,λέγε,τί βλέπεις;;
- Βλέπω τοὺς Στρατοδίκες νὰ καῖνε σὰν κεριά,στὸ μεγάλο τραπέζι τῆς Ἀναστάσεως.
- Βλέπω τοὺς Χωροφυλάκους νὰ προσφέρουν τὸ αἷμα τους,θυσία στὴν καθαρότητα τῶν οὐρανῶν.
- Βλέπω τὴ διαρκῆ ἐπανάσταση φυτῶν καὶ λουλουδιῶν.
- Βλέπω τὶς κανονιοφόρους τοῦ Ἔρωτα.

                   Καὶ τῶν ἀρχαίων Κυβερνητῶν τὰ ἔργα πληρώνοντας ἡ Χτίσις, θὰ φρίξει.Ταραχὴ
   θὰ πέσει στὸν Ἄδη,καὶ τὸ σανίδωμα θὰ ὑποχωρήσει ἀπὸ τὴν πίεση τὴν μεγάλη τοῦ ἥλιου.
   Ἀλλὰ πρίν, ἰδοὺ θὰ στενάξουν οἱ νέοι καὶ τὸ αἷμα του ἀναίτια θὰ γεράσει.Κουρεμένοι κατάδικοι
   θὰ χτυπήσουν τὴν καραβάνα τους πάνω στὰ κάγκελα.Καὶ θὰ ἀδειάσουν ὅλα τὰ ἐργοστάσια,
   καὶ μετὰ πάλι μὲ τὴν ἐπίταξη θὰ γεμίσουν,γιὰ νὰ βγάλουνε ὄνειρα συντηρημένα σὲ κουτιὰ μυριάδες,
   καὶ χιλιάδων λογιῶν ἐμφιαλωμένη φύση.Καὶ θὰ 'ρθουνε χρόνια χλωμὰ καὶ ἀδύναμα μέσα στὴ γάζα.
   Καὶ θὰ 'χει καθένας τὰ λίγα γραμμάρια τῆς εὐτυχίας.Καὶ θὰ 'ναι τὰ πράγματα μέσα του κι ὅλας ὡραῖα
   ἐρείπια. Τότε, μὴν ἔχοντας ἄλλη ἐξορία,ποῦ νὰ θρηνήσει ὁ Ποιητής,τὴν ὑγεία τῆς καταιγίδας ἀπὸ τ'ἀνοιχτὰ
  στήθη του ἀδειάζοντας, θὰ γυρίσει γιὰ νὰ σταθεῖ στὰ ὡραία μέσα ἐρείπια.Καὶ τὸν πρῶτο λόγο του 
  ὁ στερνὸς τῶν ἀνθρώπων θὰ πεῖ, ν'ἀψηλώσουν τὰ χόρτα, ἡ γυναίκα στὸ πλάϊ του σὰν ἀχτίδα
  τοῦ ἥλιου νὰ βγεῖ.Καὶ πάλι θὰ λατρέψει τὴ γυναίκα κα θὰ τὴν πλαγιάσει πάνου στὰ χόρτα καθὼς
  ποὺ ἐτάχθη.Καὶ θὰ λάβουνε τὰ ὄνειρα ἐκδίκηση,καὶ θὰ σπείρουνε γενεὲς στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων !
 

                 
                      ( Ε' ) 

 
               ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στὰ βουνὰ
καὶ τὰ βουνὰ σηκώνουν οἱ λαοὶ στὸν ὦμο τους
               καὶ πάνω τους ἡ μνήμη καίει
ἄκαυτη βάτος.
               Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σὲ λένε Πίνδο καὶ σὲ λένε Ἄθω.
Ταράζεται ὁ καιρὸς
               κι ἀπ' τὰ πόδια τὶς μέρες κρεμάζει
ἀδειάζοντας μὲ πάταγο τὰ ὀστᾶ τῶν ταπεινωμένων.
              Ποιοί, πῶς, πότε ἀνέβηκαν τὴν ἄβυσσο ;;
Ποιές, ποιῶν, πόσων οἱ στρατιές ;
              Τ'οὐρανοῦ τὸ πρόσωπο γυρίζει κι οἱ ἐχθροί μου ἔφυγαν μακρυά.
Μνήμη τοῦ λαοῦ μου σὲ λένε Πίνδο καὶ σὲ λένε Ἄθω.
             Ἐσὺ μόνη ἀπ' τὴ φτέρνα τὸν ἄντρα γνωρίζεις.
Ἐσὺ μόνη ἀπ' τὴν κόψη τῆς πέτρας μιλᾶς.
              Ἐσὺ τὴν ὄψη τῶν ἁγίων ὀξύνεις
κι ἐσὺ στοῦ νεροῦ  τῶν αἰώνων τὴν ἄκρη σύρεις
              πασχαλιὰν ἀναστάσιμη !
Ἀγγίζεις τὸ νοῦ μου καὶ πονεῖ τὸ βρέφος τῆς Ἄνοιξης !
              Τιμωρεῖς τὸ χέρι μου καὶ στὰ σκότη λευκαίνεται !
Πάντα πάντα περνᾶς τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ φτάσεις τὴ λάμψη !
               Πάντα πάντα τὴ λάμψη περνᾶς
γιὰ νὰ φτάσεις ψηλὰ τὰ βουνὰ τὰ χιονόδοξα.
               Ὅμως τί τὰ βουνά ; Ποιός καὶ τί τὰ βουνά ;
Τὰ θεμέλιά μου στὰ βουνὰ
              καὶ τὰ βουνὰ σηκώνουν οἱ λαοὶ στὸν ὦμο τους
καὶ πάνω τους ἡ μνήμη καίει
               ἄκαυτη βάτος !

 

Πῶς ἡ πιθανὴ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀπογοήτευσις καὶ ὁ πόνος καὶ ἡ λακτάρα γιὰ τὴν ΛΕΥΤΕΡΙΑ,
ἔφερε τὴν μεγάλη ὑπόσχεση τοῦ ΘΕΟΥ ΜΑΣ στὸν μεγάλο Στρατηγὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

«Ἦταν μιὰ ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγιὰ στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο, ὅπου 
ἔκλαιγα γιὰ τὴν Ἑλλάς... Σίμωσα, ἔδεσα τ' ἄλογό μου σ' ἕνα δένδρο, μπῆκα μέσα καὶ γονάτισα 
«Παναγιά μου εἶπα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου καὶ τὰ μάτια μου δάκρυσαν, Παναγία  μου, 
βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ψυχωθοῦν». Ἔκανα τὸν σταυρό μου, ἀσπάσθηκα 
τὴν εἰκόνα της, βγῆκα ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, πήδηξα στὸ ἄλογό μου καὶ ἔφυγα. Σὲ λίγο μπροστά μου
ξεπετάγονταν ὁ ξάδελφός μου ὁ Ἀντώνης Κολοκοτρώνης καὶ ἑπτὰ ἀνύψια μου «Κανεὶς δὲν εἶναι
στὴν Πιάνα μοῦ εἶπε ὁ Ἀντώνης, οὔτε στὴν Ἀλωνίσταινα.Εἶναι φευγᾶτοι» «Ἄς μὴν εἶναι κανείς,
ἀποκρίθηκα.Ὁ τόπος σὲ λίγο θὰ γιομίσει παλλικάρια.Ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν λευτεριὰ τῆς Ἑλλάδος
καὶ δὲν θὰ πάρει πίσω τὴν ὑπογραφή του»
 
 
 
Ἀφιερωμένο ἐπίσης καὶ σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἐλλἀδος,ποὺ 
       δὲν παραδίδουν τὸ αὐτεξούσιο ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός καὶ ποὺ
«ταϊζουν»τὴν καλὴ μαγιὰ γιὰ νὰ σώσει μ'αὐτὴν ὁ Χριστός μας τὸν κόσμο .

  Ταχτσόγλου Καλλιόπη, ἠθοποιός