Στο όρος της Αγίας Αικατερίνας, στα βάθη της βιβλικής ερήμου, ανάμεσα στη Μεσόγειο και τους δύο βαθύτατους κόλπους της Ερυθράς Θάλασσας, ανάμεσα στην Ασία και την Αφρική, βρίσκεται η χερσόνησος του Σινά· ένα τριγωνικό κομμάτι γης (περίπου 60.000 τετρ. χλμ) που ξεκόλλησε κάποτε από τις άγριες ερήμους της Αραβικής Χερσονήσου, αλλά αποτελεί τμήμα της Πετραίας Αραβίας. Στο κέντρο περίπου του Σινά ορθώνεται το Θεοβάδιστον Όρος. Από εκεί πηγάζουν κι εκεί συναντιούνται οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες της Βίβλου. Αλλά οι Χριστιανοί ασκητές το φρουρούν και το διακονούν από τις αρχές τουλάχιστον του 4ου αιώνα.
Στο
καστρομονάστηρο που ίδρυσε ο Ιουστινιανός Α΄ (527-565), το 542 και
ολοκληρώθηκε το 551, δηλαδή μετά τον θάνατο της Θεοδώρας (που πέθανε το
548), οι Σιναΐτες πατέρες μνημονεύουν ακόμα στις καθημερινὲς ακολουθίες
το αυτοκρατορικό ζεύγος: «Ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτιτόρων τῆς ἁγίας Μονῆς ταύτης Ἰουστινιανοῦ καὶ Θεοδώρας τῶν αὐτοκρατόρων...», ενώ στα οριζόντια δοκάρια των ζευκτῶν της στέγης του καθολικού της Μονής διασώζονται οι επιγραφές «+ΥΠΕΡ
ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΥ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ» και «+ΥΠΕΡ ΜΝΗΜΗΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΓΕΝΑΜΕΝΗΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ».
Το
καθολικό (ο κεντρικός ναός της Μονής), μία μεγαλοπρεπής τρίκλιτη
βασιλική, είναι αφειρωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Εδώ φυλάσσεται η
λάρνακα με την κάρα της Αγίας Αικατερίνας («της πανσόφου», όπως
χαρακτηρίζεται, και πώς θα μπορούσε να μην είναι πάνσοφη μία Αλεξανδρινή
αριστοκράτισσα;). Το μοναστήρι με τα εκατοντάδες ιερά κειμήλια είναι
αφιερωμένο στο όνομά της (Αικατερίνα είναι το σωστό, αλλά έμεινε να
λέγεται Αικατερίνη). Πίσω από το Ιερό βρίσκεται η Αγία Βάτος, η
φλεγομένη και μηδέποτε καιομένη (προεικόνιση της Θεοτόκου, αλλά και
συνέχιση της πανάρχαιας δενδρολατρείας).
Το γνωστό ασημένιο δαχτυλίδι της Μονής που παίρνουν όλοι οι επισκέπτες της |
Ο
αρχιτέκτονας του καθολικού ήταν ο Στέφανος από την πρωτοβυζαντινή Αίλια
(σημερινή Άκαμπα, λιμάνι της Ιορδανίας στην Ερυθρά). Δεν γνωρίζουμε
όμως ποιος ήταν ο αγιογράφος - ψηφωτής και ποιο το εργαστήριο, που
έφτιαξε τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Η
ψηφιδωτή σύνθεση, ένα από τα λαμπρότερα έργα της Πρωτοβυζαντινής
εποχής, καλύπτει την αψίδα του Ιερού και συνεχίζεται μέχρι την οροφή,
όπου δεξιά κι αριστερά από τους φεγγίτες απεικονίζεται ο Μωυσής.
Αριστερά: ο νεαρός άνδρας βγάζει τα σανδάλιά του μπροστά στην Βάτο.
Δεξιά: παραλαμβάνει τις Εντολές από το χέρι του Θεού. Ο Μωυσής
απεικονίζεται και στη Μεταμόρφωση, αλλά με τη μορφή του ηλικιωμένου
προφήτη, που παραστέκει τον Χριστό μαζί με τον Προφήτη Ηλία. Κοντά στον
Ηλία, γονατιστός ο Ιωάννης. Κοντά στον Μωυσή, γονατιστός ο Ιάκωβος. Στα
πόδια του Χριστού ο Πέτρος. Και οι τρεις μαθητές είναι έκθαμβοι. Στον
χρυσό κάμπο (φόντο) κυριαρχεί ο Χριστός που περιβάλλεται από «μάντορλα»
(ένα οβάλ σχήμα που παραπέμπει σε μεταφυσικά σύμβολα). Σκούρο και
φωτεινό μπλε, γαλάζιο, γκρίζο και ασημένιο είναι τα χρώματα αυτού του
αμυγδαλωτού σχήματος, ενώ οι χρυσάργυρες ακτίνες που πηγάζουν από τον
Χριστό φτάνουν έως τα πέντε πρόσωπα τα οποία παραβρίσκονται στην σκηνή. Η
αριστουργηματική σύνθεση συμπληρώνεται με 31 πρόσωπα, που καλύπτουν το
ημικυκλικό περιθώριο. Οι 29 είναι προτομές προφητών και αποστόλων, ενώ
στις δυο άκρες βρίσκονται οι προτομές του ηγούμενου Λογγίνου και του
διακόνου Ιωάννη, οι οποίοι ήταν οι υπεύθυνοι για την παρακολούθηση της
εκτέλεσης του αυτοκρατορικού έργου.
Είκοσι
χιλιάδες ψηφίδες από μάρμαρο κι άλλα πετρώματα, φύλλα χρυσού και
αργύρου, γυαλί και υαλόμαζα χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστεί η
σύνθεση στα μέσα του 6ου αι. Οι χρωματικοί τόνοι είναι τριάντα πέντε. Οι
διαφορετικές κλίσεις των ψηφίδων επιτρέπουν τη μέγιστη δυνατή
εκμετάλλευση του εξωτερικού φωτός, ενώ οι λεπτότατες χρυσάργυρες ψηφίδες
στο λευκό ένδυμα του Χριστού αντανακλούν το φως. Το εσωτερικό φως
τονίζεται μέσα από τον χρυσό κάμπο. Το ολόφωτο αποτέλεσμα αποπνέει
βαθειά πνευματικότητα.
Όμως τα χρόνια πέρασαν.
Οι
ασταμάτητες λειτουργίες και τα κεριά, η διαβρωτική δράση του νερού που
πέρασε από χαραμάδες και ρωγμές, οι σεισμοί, οι ανάσες αμέτρητων πιστών,
σώρευσαν μεγάλες ζημιές στο ψηφιδωτό. Η πρώτη προσπάθεια για τη
συντήρησή του έγινε το 1847 από τον Ρώσο μοναχό Σαμουήλ, όταν
Αρχιεπίσκοπος του Σινά ήταν ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος
Α΄ ο Σοφός. Η επόμενη έγινε έναν αιώνα αργότερα (το 1959) από μία
αμερικανική αποστολή, υπό την διεύθυνση του George H. Forsyth και του
Kurt Weitzmann. Αυτή η επιστημονική ομάδα κατέγραψε με συστηματικό τρόπο
τα προβλήματα, επιδιόρθωσε ορισμένες από τις ζημιές που είχαν προκληθεί
από την ερασιτεχνική συντήρηση του Σαμουήλ και έφυγε, εκπέμποντας σήμα
κινδύνου για την επικείμενη πλήρη κατάρρευση του ψηφιδωτού. Το σήμα δεν
ήταν απλώς λόγια: ήταν ένας «χάρτης» πάνω στον οποίο είχαν αποτυπωθεί
εκατοντάδες φθορές.
Μεσολάβησαν
πόλεμοι κι άλλα πολλά, ώσπου ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Δαμιανός και το
συμβούλιο της μοναστικής κοινότητας να αναθέσουν το δύσκολο έργο της
συντήρησης στο ιταλικό Κέντρο για Αρχαιολογική Συντήρηση (CCA) υπό την
διεύθυνση του Ρομπέρτο Νάρντι. Η προγραμματική φάση χρηματοδοτήθηκε από
το Getty Conservation Institute του Λος Άντζελες και εγκρίθηκε από το
Ανώτατο Αρχαιολογικό Συμβούλιο της Αιγύπτου. Όλα ήταν έτοιμα για την
υλοποίηση του έργου.
Το
CCA της Ρώμης εργάστηκε μέσα στον ναό από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι
τον Απρίλιο του 2010. Στα πέντε αυτά χρόνια, ο ναός δεν έπαψε ούτε μια
ημέρα να λειτουργεί. Το συνεργείο, στο οποίο συμμετείχαν και Σιναΐτες
μοναχοί, σκέπασε για μερικούς μήνες το έργο και, αφού αποτύπωσε ψηφιακά
τα πάντα, εντοπίζοντας και όλα τα προβλήματα (η κόκκινη φωτ που
δημοσιεύουμε), αποκόλλησε μια προς μία όλες τις ψηφίδες. Από τις 20.000
είχε χαθεί περίπου το 4%. Στη συνέχεια, ανέβασε στην θέση του
αποκολλημένου ψηφιδωτού μία οθόνη με την ψηφιακή απεικόνιση του έργου σε
κλίμακα 1/1, ώστε να μην λείψει η Μεταμόρφωση από την αρχική της θέση.
Κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί την «εικονική πραγματικότητα».
Τα
εργαστήρια στήθηκαν σε κάτι μικρούς χώρους κάτω από την δίριχτη στέγη
του ναού, πάνω από το Ιερό. Εκεί τοποθετήθηκε και μία κάμερα που
βιντεοσκοπούσε την εργασία, όχι μόνο για να υπάρχει η καταγραφή, αλλά
για να παρακολουθούν το έργο όλα τα μέλη της Σιναϊτικής Κοινότητας και ο
Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός ανά πάσα στιγμή. «Είχαν ζήσει δεκαπέντε αιώνες
με τη Μεταμόρφωση» γράφει ο Ρομπέρτο Νάρντι «ήταν ανεπίτρεπτο εκ μέρους
μας να τους την στερήσουμε». Και αλλού εξηγεί ότι χάρη στις δυνατότητες
που τους παρείχε η σύγχρονη τεχνολογία τόλμησαν ακόμα και να
κατασκευάσουν νέες ψηφίδες για να συμπληρώσουν τα κενά. «Αν μας είχε
ζητηθεί κάτι τέτοιο πριν από τρεις δεκαετίες, θα ήταν αδύνατον να το
δεχτούμε». Αλλά και πάλι, οι προσθήκες έγιναν με τέτοιον τρόπο «ώστε να
είναι εύκολο σε επόμενες γενιές να αφαιρέσουν ό,τι κρίνουν πως πρέπει να
αφαιρεθεί».
Λόγω
των ιδιαίτερων συνθηκών –ακόμα και γεωγραφικών, γεωπολιτικών κλπ– η επί
τόπου εργασία, η μελέτη και αποτύπωση, η αποκόλληση, η συντήρηση, οι
επεμβάσεις και η επανατοποθέτηση της σύνθεσης ήταν ένα εξαιρετικά
δύσκολο και πολυέξοδο έργο. Χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από τον εμίρη
του Κατάρ, τον μαικήνα Σεΐχη Χαμάντ μπιν Χαλίφα Αλ Τάνι.
Η
χριστιανορθόδοξη Μονή της Αγίας Αικατερίνας του Σινά, το μοναδικό
χριστιανικό ίδρυμα στον κόσμο μέσα στο οποίο λειτουργεί και ένα
μουσουλμανικό τέμενος, μεταδίδει το μήνυμα ότι το Θεοβάδιστο Όρος είναι ο
ιερός τόπος των παιδιών του Αβραάμ.
Ευχές πολλές!
ΣΧΟΛΙΟ
Αξιωθήκαμε
να το επισκεπτούμε το 1995 και με τα ίδια μας τα μάτια δηλώνουμε ότι
μέσα στην καρδιά της Αραπιάς λειτουργεί εδώ και αιώνες ένα Ελληνικό
Βυζαντινό Μοναστήρι με υψωμένες μέρα νύχτα περήφανες την Ελληνική σημαία
και την σημαία της Αυτοκρατορίας μας....
Να το γνωρίζουν αυτό όλοι οι Ελληνες....
Η εικόνα είναι από το ρομφέα