Του Κώστα Ράπτη
Τι όπλα έχει στη διάθεσή της η Δύση προκειμένου να ανακόψει την Ρωσία; Αφενός την ενίσχυση της Ουκρανίας σε στρατιωτικό υλικό και αφετέρου την απειλή των “κυρώσεων από την κόλαση” που θα πλήξουν τη Ρωσία σε περίπτωση στρατιωτικής ενέργειας στο ουκρανικό έδαφος.
Όμως η σημασία και των δύο θα πρέπει να σχετικοποιηθεί.
Στον τομέα των εξοπλισμών υπάρχουν κινήσεις οι οποίες δημιουργούν πραγματικό πρόβλημα στη ρωσική πλευρά, όπως η αποστολή φορητών αντιαεροπορικών Stinger (σε νοσταλγική ανάμνηση του ρόλου που αυτά έπαιξαν στα χέρια των Αφγανών μουτζαχεντίν την δεκαετία του ’80) ή Javelin, και άλλες που φλερτάρουν με το γκροτέσκο, όπως η απόφαση της Γερμανίας να αποστείλει 5.000 κράνη, προφανώς για να μείνει το Βερολίνο εντός του κάδρου της κοινής δέσμευσης στην ασφάλεια της Ουκρανίας, εμμένοντας την ίδια στιγμή στη γραμμή της μη αποστολής “επιθετικού” υλικού. Ενδιαμέσως, διακρίνει κανείς και κινήσεις απλής ιδιοτέλειας, όπως αυτή της Βρετανίας να πωλήσει πεπαλαιωμένα αντι-αρματικά, σαν να επρόκειτο να κριθεί η όποια σύγκρουση με όρους μαζικών χερσαίων επιχειρήσεων του τύπου του 20ού αιώνα.
Και όλα αυτά διατηρούν κάποια σημασία μόνο παραβλέποντας τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η στενότερη πρόσδεση της Λευκορωσίας στη Ρωσία και καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο το ίδιο το Κίεβο. Και μόνο προϋποθέτοντας, όπως το θέλουν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ότι το ουκρανικό “θέατρο” είναι κατεξοχήν το πεδίο εφαρμογής των “στρατιωτικών-τεχνικών μέτρων” που έχει προαναγγείλει η Μόσχα ότι θα λάβει σε περίπτωση απόρριψης των εγγυήσεων ασφαλείας που διεκδικεί από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.
(Το δε ενδεχόμενο μιας ανάφλεξης ειδικά στην περιοχή του Ντονμπάς, με ουκρανική πρωτοβουλία ή μετά από μία black flag operation, δεν υποχρεώνει οπωσδήποτε τις ρωσικές δυνάμεις να διαβούν τα σύνορα, εφόσον μπορούν να προσφέρουν την στήριξη προς τους ρωσόφωνους αυτονομιστές με πυρά πυρβολικού εξ αποστάσεως, με παροχή πληροφοριών και με ενεργοποίηση συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου).
Στην πραγματικότητα, η αντιπαράθεση στον τομέα της οικονομίας είναι περισσότερο καθοριστική – και ενδέχεται να αποτελέσει και το πεδίο στο οποίο θα επιτευχθεί ένας συμβιβασμός.
Ως αθλητής του τζούντο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν γνωρίζει πώς να αξιοποιεί την ίδια την ορμή του αντιπάλου για να αποκτήσει πλεονέκτημα. Και εν προκειμένω, οι “κυρώσεις από την κόλαση” έχει γίνει σαφές ότι αποτελούν μεγαλύτερο πρόβλημα για όσους σκέπτονται να τις υιοθετήσουν απ’ ό,τι για όσους πρόκειται να τις υποστούν.
Η παρούσα συγκυρία βρίσκει τη ρωσική οικονομία αρκούντως οχυρωμένη απέναντι σε έξωθεν πιέσεις, αλλά ταυτόχρονα και αρκούντως παγκοσμιοποιημένη, ώστε οι συμπαίκτες στο διεθνές παιχνίδι να απειλούνται με υψηλό κόστος σε περίπτωση βίαιης αποκοπής.
Από το 2014, οπότε θεσπίστηκαν οι πρώτες κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την προσάρτηση της Κριμαίας, μέχρι σήμερα η Ρωσία έχει αυξήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα από τα 493 δισ. δολάρια στα 630 δισ. δολάρια (μειώνοντας το ποσοστό των δολαρίων στο “μείγμα”), έχει περιορίσει την εξάρτηση των τραπεζών της από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, έχει αναπτύξει το δικό της σύστημα πληρωμών SPFS (εναλλακτικό προς το Swift), έχει ανακτήσει την εγχώρια αγορά επιτυγχάνοντας σχεδόν αυτάρκεια στα αγροτικά προϊόντα, έχει διατηρήσει υγιή τα δημοσιονομικά της (με χρέος της τάξης μόλις του 20% του ΑΕΠ), έχει εξασφαλίσει πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ύψους 7% και χειρίζεται, όποτε χρειάζεται, τη διολίσθηση του νομίσματός της για την απορρόφηση των κραδασμών.
Και το κυριότερο: Βρίσκεται σε μία φάση όπου η διεθνής ζήτηση για υδρογονάνθρακες και αντίστοιχα οι τιμές παίρνουν διεθνώς την ανιούσα, ενώ έχει εξασφαλίσει την στήριξη του μεγαλύτερου εισαγωγέα ενέργειας παγκοσμίως, δηλ. της Κίνας, η οποία αδιαφορεί για τους όποιους εμπορικούς ή επενδυτικούς περιορισμούς θα ήθελε να προτείνει το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.
Είναι για αυτόν τον λόγο που η Ουάσιγκτον προσανατολίζει πλέον κυρίως τις προσπάθειές της στη στοχοποίηση εκείνων των τομέων υψηλής τεχνολογίας στους οποίους ο Πούτιν βασίζεται για τη διαφοροποίηση της ρωσικής οικονομίας, πέρα από την “μονοκαλλιέργεια” των υδρογονανθράκων.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης, και δη της Γερμανίας, από τη Ρωσία απομακρύνει κάθε ενθουσιασμό σε πολλές πρωτεύουσες για την κλιμάκωση της κρίσης μέσω νέων κυρώσεων. Άλλωστε η προσπάθεια των ΗΠΑ να οργανώσουν επείγουσα μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου προσκρούει στην αδυναμία προμηθευτών όπως το Κατάρ να ανταποκριθούν και την απροθυμία χωρών όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα να αυτοπεριοριστούν, απελευθερώνοντας ζήτηση.
Οι μνήμες της θρυλικής αερομεταφοράς με την οποία απαντήθηκε το 1948 ο αποκλεισμός του Δυτικού Βερολίνου λειτουργούν μάλλον παραπλανητικά. Εκείνη η εποχή σημαδεύτηκε από την εμπέδωση της αμερικανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Βρισκόμαστε προφανώς πολύ μακριά από εκεί πλέον.
capital.gr