Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Άγιος Γέροντας Παΐσιος: ''Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο''

Διηγήθηκε ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος

«Ήταν στο Μοναστήρι ένας αδελφός μαραγκός, που οι πατέρες τον δέχτηκαν από ανάγκη, γιατί ενώ στην αρχή είχε επτά μαραγκούς το Μοναστήρι, στο τέλος δεν είχε κανέναν, ούτε για τις μικροδουλειές. Επειδή τον είχαν ανάγκη, τούχαν δώσει και πολλές πρωτοβουλίες. Είχε πάρει πολύ αέρα, έγινε και προϊστάμενος και δεν λογάριαζε κανέναν. Όποιος πήγαινε κοντά του να μάθη την τέχνη, δεν μπορούσε να μείνη περισσότερο από μια βδομάδα...

Εγώ, με την χάρι του Θεού, έμεινα δυόμισι χρόνια. Τί τράβηξα, δεν λέγεται. Αλλά και πόσο όφελος είχα! Έβριζε, φώναζε συνέχεια. Δεν έβλεπε καλά, και όταν μούλεγε να κάνω κάτι, το οποίο έβλεπα ότι ήταν λάθος και θα χρειαζόταν μετά να διορθώνουμε και να βάζουμε μπαλώματα, αν τολμούσα να του πω κάτι, φώναζε: "Ακόμη δεν το έμαθες; Εσύ μόνο δυο λέξεις θα λες, "ευλόγησον" και "νάναι ευλογημένο"". Σιωπούσα. Γινόταν στραβά. Κάναμε παράθυρα για την Εκκλησία με μπαλώματα. Αν ρωτούσαν οι πατέρες, εγώ σιωπούσα. Αυτός ήταν και στην σύναξη, και αν ήθελε μπορούσε να ομολογήση την αλήθεια. Διαφορετικά έβαζα καμμιά δραχμή στην άκρη (δηλαδή αποταμίευα μισθό πνευματικό).

Έκανα αιμοπτύσεις και φώναζε: "Τί κάνεις εκεί; Δούλευε. Εσύ έτσι θα πεθάνεις". Όταν χειροτέρεψε η κατάσταση, είπε ο γιατρός να μείνω οπωσδήποτε δυο μήνες στο Νοσοκομείο της Μονής. Ήρθε εκεί με φωνές: "Γρήγορα να 'ρθης κάτω, δεν έχεις τίποτε". Έκανα υπακοή και ξεκίνησα να πάω στο βουνό, για να κόψουμε καστανιές, να τις τετραγωνίσουμε. Πήρα ένα απόμερο μονοπάτι. Δεν πήγα από τον δρόμο, για να μη με δουν οι πατέρες και εκτεθή ο γέρο-Ί. Στον δρόμο άνοιξαν οι αρτηρίες και ξέσπασε αιμορραγία, γι' αυτό αναγκάστηκα να επιστρέψω. Μετά ήρθε στο Νοσοκομείο και με ρώτησε αυστηρά: "Γιατί δεν ήρθες;". Δεν έκανα κανένα λογισμό γα τον αδελφό. Σκεφτόμουν ότι ο Θεός τα επιτρέπει από αγάπη, για να ξεπληρώσω καμμιά αμαρτία. Όταν ήμουν στον κόσμο, ο Θεός μούχε δώσει ένα χάρισμα, να γίνω καλός μαραγκός. Έρχονταν σε μένα οι άνθρωποι, και χωρίς να το επιδιώκω, γινόμουν αίτιος να παίρνω την δουλειά από τους άλλους. Όλοι έτρεχαν σε μένα και οι οικογενειάρχες έμεναν χωρίς δουλειά. Για να αποφύγω, τους έλεγα: "Θ' αργήσω, έχω πολλές παραγγελίες", κ.α., αλλά αυτοί δεν έφευγαν. "Θα περιμένουμε", έλεγαν. Έτσι τώρα ξεπληρώνω αμαρτίες. Τελικά, επειδή τόσο ωφελήθηκα από αυτόν τον αδελφό, τον οικονόμησε ο καλός Θεός. Δεν έβλεπε καθόλου, ταπεινώθηκε σε όλους και σώθηκε. Με έκανε να φτύσω αίμα, αλλά με έκανε άνθρωπο».