Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

“Ζήτω τα ελληνικά” – Ένας Ιταλός τα συγκρίνει με τα λατινικά και τα αποθεώνει

 

Μπορεί οι Έλληνες να μην έχουμε σε πολύ εκτίμηση την πανάρχαια γλώσσα μας, αλλά κάποιοι άλλοι την έχουν. Και μάλιστα όταν αυτοί οι άλλοι είναι κληρονόμοι μίας επίσης ιστορικής γλώσσας, όπως είναι τα λατινικά.

Ο Ιταλός συγγραφέας Νικόλα Γκαρντίνι έγραψε βιβλίο με τίτλο “Viva il Greco” (“Ζήτω τα Ελληνικά”). Αντί για δικά μας λόγια παραθέτουμε τις δύο πρώτες σελίδες από την εισαγωγή του. Τα σχόλιά μας περιττεύουν. Ο Γκαρντίνι μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε στους χαλεπούς καιρούς μας.

«Είναι αλήθεια πως τα αρχαία ελληνικά μας απασχολούν όλους μας από τους αρχαίους χρόνους. Είναι επίσης αλήθεια πως η γλώσσα αυτή φαίνεται μακρινή και μυστηριώδης, ακόμη και ξένη, σε όποιον δεν είχε έρθει σε επαφή μαζί της στα χρόνια του Λυκείου, ούτε αρκούν ώστε να μας την καταστήσουν οικεία όλες οι ελληνικές ετυμολογίες που επικαλούμαστε καθημερινώς.

Απεναντίας, τα λατινικά, φαίνεται να συνδέονται πιο στενά με την καθημερινότητα μας, σαν στενός συγγενής. Κατ΄ αρχάς, χρησιμοποιούν το ίδιο αλφάβητο με εμάς. Δευτερευόντως, ακόμη κι όταν δεν τα καταλαβαίνουμε, έχουμε την αίσθηση πως καταλάβαμε, καθώς το λεξιλόγιο τους είναι ο γεννήτορας του δικού μας. Παρόλο που οι διατυπώσεις και οι έννοιες δεν αντιστοιχούν πλέον, παραμένει μια αυταπάτη συνέχειας και συγγένειας.

Η ιστορία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών, καθώς παρακολουθούμε τις τροχιές τους στο χάρτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού, είναι η ίδια. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Δεν περιλαμβάνουμε σε αυτές μόνον τις ιδιαίτερες περιστάσεις που γνώρισε κάθε μια από τις δυο αυτές γλώσσες, αλλά και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο κατά το πέρασμα των αιώνων η κάθε μια θεωρήθηκε κι έγινε αντιληπτή.

Γλώσσα επαναπατρισμού

Τα λατινικά υποδείκνυαν διάρκεια και σταθερότητα, τα ελληνικά εξάλειψη και καταστροφή. Εξαφανίστηκαν από το χάρτη της μελέτης για πολλούς αιώνες και μετατράπηκαν σε κάτι σαν την ίδια την προσωποποίηση της νοσταλγίας. Την εποχή της νεωτερικότητας, μετά τις θριαμβολογικές αποκαταστάσεις της Αναγέννησης, η γνώση των ελληνικών έγινε όλο και πιο συχνά μυθικό στοιχείο, που σηματοδοτούσε τον αγώνα εναντίον των διαλυτικών δυνάμεων, την αντιπαράθεση στην παρακμή, την ανάκτηση της ισχύος, την επιστροφή στις ρίζες, έναν “επαναπατρισμό”, ή ακόμη και μια διερεύνηση του Εγώ.

Ο Χαίλντερλιν, ο Λεοπάρντι, ο Νίτσε και ο Φρόιντ είναι παραδείγματα, μόνο και μόνο για να επικαλεστούμε κάποια διακεκριμένα ονόματα. Το θέμα δεν αφορά μόνον τη γλώσσα: αφορά και τη σκέψη, τη φαντασία, τη ζωή. Η ελληνική γλώσσα είναι ανθρώπινοι και θεϊκοί ήρωες, είναι πολιτική, μύθοι, τοποθεσίες, ηθικές αξίες, αισθητικές αντιλήψεις, αισθήματα και συναισθήματα. Επίσης φέρει μέσα της όλη την αμφισημία των αρχαίων πραγμάτων, μηνύματα τα οποία την ίδια στιγμή που εμφανίζονται σπεύδουν να εξαφανιστούν, ώστε να μας αναγκάσουν να διδαχθούμε άλλους κωδικούς, άλλες κατηγορίες, άλλες προθέσεις.

Συναντάμε δυσκολίες έκφρασης, εκλεπτυσμένες διατυπώσεις, ξέχειλη γλωσσική αφθονία, που οι σύγχρονες μεταφράσεις μας ποτέ δεν θα αποδώσουν στην εντέλεια. Υπάρχει επίσης και ένα ιδιαίτερο αίσθημα ευθύνης, που επικαλύπτει τη μελέτη με ένα πέπλο κάποιου είδους συγκίνησης, καθώς είναι πασίγνωστο πως όταν ασχολούμαστε με τα ελληνικά, ασχολούμαστε με τις δικές μας απαρχές ή τουλάχιστον με την προβολή των δικών μας απαρχών.

Σύγχρονα έπη

Η ιστορία των ελληνικών είναι αρχαιότερη από εκείνη των λατινικών. Οι λογοτεχνικές τους αρχές, όπως δείχνουν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, συμπίπτουν με έναν πολύ υψηλό βαθμό γλωσσικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Και όχι μόνο. Τα ομηρικά έπη, όσο αρχαϊκά και παγωμένα σε κάποια τυποποίηση κι αν είναι, είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία που τα κατέστησε πάντα σύγχρονα με όλη τη λογοτεχνία που ακολούθησε, αποτελώντας τη βάση μιας κοινής παιδείας και μιας εθνικής μνήμης.

Δεν υπάρχει σημαντικός συγγραφέας που να μην αναμετρήθηκε με εκείνα τα κείμενα. Η ίδια η φιλοσοφική αναζήτηση αναγκάστηκε να αναμετρηθεί με το κύρος του Ομήρου. Και θα αναδειχτούν νέοι συνεχιστές και μιμητές του Ομήρου πολλούς αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού. Τα λατινικά δεν είχαν ένα τόσο εντυπωσιακό ξεκίνημα. Απεναντίας, η μοίρα τα ανάγκασε να αρνούνται με όλο και μεγαλύτερη πεποίθηση την αρχαιότητά τους, μέχρις ότου η γραφή τους δεν τελειοποιήθηκε και διακανονίστηκε από δυο διδασκάλους όπως ο Κικέρων και ο Βιργίλιος. Η ψυχή των ελληνικών είναι συγκριτική.

Ζήτω τα Ελληνικά

Θεωρεί τον άλλον (αρχής γενομένης με τους Τρώες) και τον καθορίζει μέσω αντιθέσεων, συμμετριών, παραλληλισμών, συγκρίσεων. Αναζητά και εκφράζει τη συζήτηση, τη φιλονικία, τον αγώνα –δικαστικό, αθλητικό, στρατιωτικό, ρητορικό– και ταυτόχρονα επιδιώκει τη φιλία και την γενναιόδωρη ανταλλαγή. Αυτή την τάση προς το διάλογο αναμφίβολα την ευνοούν οι γεωπολιτικές συνθήκες του έθνους. Οι Έλληνες θεωρούσαν πως αποτελούσαν έναν ενιαίο λαό, αλλά αισθάνονταν και ήταν διαιρεμένοι.

Όταν αναφερόμαστε σε αυτούς, δεν εννοούμε ένα ενιαίο κράτος, αλλά επικαλούμαστε ένα σύνολο πόλεων, εκατοντάδων, που κάθε μια από αυτές κυβερνάται ανεξάρτητα. Υπήρχαν μοναρχίες, ολιγαρχίες, τυραννίες, δημοκρατίες και όλες αυτές προσπαθούσαν συνεχώς να συσχετιστούν μέσω της διπλωματίας ή μέσω του πολέμου, συνάπτοντας συμμαχίες και διαχειριζόμενες εκεχειρίες, αμοιβαίες επιρροές, ακόμη και ενώπιον της μόνιμης απειλής ξένων παρεμβάσεων, όπως των Περσών πρώτα και των Μακεδόνων αργότερα.

Οι Έλληνες κατάφεραν να μετατρέψουν τις διαιρέσεις σε κρίσιμες ευκαιρίες και αυτή βεβαίως είναι η πιο ζωντανή και θετική κληρονομιά τους. Ας μάθουμε από αυτούς: να μιλάμε και να κάνουμε διάλογο, να αναγνωρίσουμε τις ιδιομορφίες και να εμπλουτίσουμε με αυτές την έρημο της ούτω αποκαλούμενης παγκοσμιοποίησης. Αποτελεί μεγάλη ανάγκη για εμάς να αποδώσουμε εκ νέου στις γλώσσες μας όραμα κι επίγνωση, να αποδώσουμε κοινωνικό ή, για να εκφραστώ με μια ελληνική λέξη, πολιτικό βάρος σε ό,τι στοχαζόμαστε και λέμε.

Λατρεία για τη λέξη

Οι ομιλίες, ακόμη και οι πιο ιδιωτικές, αδειάζουν και χάνουν τη σημασία τους όταν παύουν να αναμετρούνται με κάποια αντίληψη του κόσμου. Από την εποχή του Ομήρου η ιστορία της ελληνικής γλώσσας χαρακτηρίζεται από πραγματική λατρεία για τη λέξη, και η απόδειξη βρίσκεται σε όλες τις μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας.

Με τις λέξεις αναζητούσαν την αλήθεια και το νόημα των πραγμάτων και η αλήθεια και το νόημα των πραγμάτων ενδέχεται να συμπίπτουν με την ίδια τη λέξη. Και αυτή η αναζήτηση συνεχίζεται με την επίγνωση πως η αλήθεια ξεφεύγει ή διασχίζεται ή δεν αφήνει να την πιάσεις και η ανθρώπινη γλώσσα είναι μονίμως εκτεθειμένη στον κίνδυνο να εκφράσει λανθασμένες παραστάσεις. Γι΄ αυτό οφείλει πάντα να επιβλέπει επί των μηχανισμών της για το γενικότερο αγαθό».

πηγή
πηγή