Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω...


Έλεγαν μερικοί για τον αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξαιτίας των ανθρώπων.

Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε.
Είπε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Ποιμένα: «Να τι είναι το μεγάλο έργο του ανθρώπου: Να αναλαμβάνη, μπροστά στον Θεό, την ευθύνη των σφαλμάτων του και να περιμένη πειρασμούς έως τη στερνή του πνοή ».
Ο ίδιος είπε: « Κανείς δεν μπορεί να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάση πειρασμούς. Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχη όπου να σώζεται».
Ρώτησε ο Αββάς Παμβώ τον Αββά Αντώνιο: « Τί να κάμω; ». Και του λέγει ο γέρων: « Να μη έχης πεποίθηση στην αρετή σου. Μήτε να μεταμελήσαι για πράγμα όπου πέρασε πια. Και να κυριαρχής στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου ».
Είπε ο Αββάς Αντώνιος: « Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού
(ήγουν του διαβόλου ) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα: Ποιός άρα θα τις προσπέραση χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέγη: Η ταπεινοφροσύνη».
Είπε πάλι: Ο Θεός δεν επιτρέπει τους πειρασμούς σ’ αυτήν εδώ τη γενεά, όπως συνέβαινε στις παλαιές γενεές. Γιατί γνωρίζει ότι οι άνθρωποι, τώρα, είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν.
Στον Αββά Αντώνιο, ενώ βρισκόταν στην έρημο, φανερώθηκε το εξής: « Στην πόλη υπάρχει κάποιος όμοιος σου, γιατρός στο επάγγελμα, όπου ό,τι του περισσεύει το δίνει σε όσους έχουν ανάγκη και όλη τη μέρα ψάλλει τον τρισάγιο ύμνο μαζί με τους Αγγέλους ».
Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Έρχεται καιρός όπου οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας : « Συ είσαι παράλογος. Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιος τους ».
Κάποτε ο Αββάς Αντώνιος έλαβε γράμμα του βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου τον καλούσε να πάη στην Κωνσταντινούπολη. Σκεπτόταν λοιπόν τί να κάμη. Και λέγει στον Αββά Παύλο, τον μαθητή του: «Τί λες, να πάω ;» Και εκείνος του αποκρίνεται: «Αν πας, θα λέγεσαι Αντώνιος. Αν δεν πας, Αββάς Αντώνιος».
Είπε πάλι:Οι αν­θρω­ποι λέ­γο­νται λο­γι­κοί κα­τα­χρη­στι­κά.Δέν ει­ναι λο­γι­κοί ε­κει­νοι πού ε­μα­θαν τούς λό­γους καί τά βι­βλί­α των αρ­χαί­ων σοφων,αλ­λά ο­σοι ε­χουν λο­γι­κή ψυ­χή καί μπο­ρουν νά δια­κρί­νουν ποιό ει­ναι τό κα­λό καί ποιό ει­ναι τό κα­κό·καί ε­τσι α­πο­φεύ­γουν τά κα­κά καί ψυ­χο­βλα­βή,με­λε­τουν ο­μως σο­βα­ρά τά κα­λά καί ψυ­χω­φε­λή καί τά πράτ­τουν μέ με­γά­λη ευ­χα­ρι­στί­α πρός τό Θε­ό.Μό­νο αυ­τοί πρέ­πει α­λη­θι­νά νά λέ­γο­νται λο­γι­κοί αν­θρω­ποι.
Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίστηκε. Θέλοντας δε ο γέροντας να τον διδάξει ότι είναι ανάγκη πού και πού να συγκαταβαίνει κανείς στους αδελφούς, τού λέγει: «Βάλε μια σαϊτα στο τόξο σου και τέντωσέ το». Το έκαμε εκείνος. Τού λέγει: «Τέντωσέ το πιο πολύ». Και το τέντωσε. Και πάλι τού λέγει: «Ακόμη πιο πολύ». Τού απαντά τότε ο κυνηγός: "Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάσει το τόξο».Και ο γέροντας τού λέει: «Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν πού και πού να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς». Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.
Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον αββά Αντώνιο και ήταν ο αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέροντας να τους δοκιμάσει, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημά του. Και καθένας απαντούσε κατά τη δύναμή του. Ο δε γέροντας έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». Ύστερα από όλους, λέει στον αββά Ιωσήφ: «Εσύ τί έχεις να πεις πάνω σ' αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω». Λέει λοιπόν ο αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε, "δεν ξέρω"».
Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δύο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο αββάς Αντώνιος: «Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει: «Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ».

Πηγή