Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ένα Καποδιστριακό Πολίτευμα τύπου Ελβετίας θα μας καθιστούσε Υπερδύναμη

σχόλιο Γ.Θ : Η Σύγχρονη Άμεση Δημοκρατία δεν είναι ουτοπία. Εφαρμόζεται στην Ελβετία και είναι εφεύρεση Ελληνική, Καποδιστριακή. Μια Δημοκρατία Αληθινή που ο λαός μέσω Δεσμευτικών Δημοψηφισμάτων θα κρατά την πορεία της Πατρίδας στα χέρια του, θα μας χάριζε απελευθέρωση, ανεξαρτησία, αυτονομία, αξιοκρατία και θα δημιουργούσε όλες εκείνες τις συνθήκες για να ισχυροποιηθούμε.
Η παρακάτω πρόταση είναι μία μικρή "γεύση" για το πως θα μπορούσε να εκδημοκρατιστεί ο κοινοβουλευτικός αντιπροσωπευτισμός (ψευτοδημοκρατία). 

Η γνώμη μου είναι ότι ακόμα και αυτό δεν είναι αρκετό αφού θα μπορούσαμε, εμείς οι εφευρέτες των πολιτευμάτων, να εφεύρουμε κάτι ακόμα πιο Δημοκρατικό και τέλειο ακόμα και από το πολίτευμα της Ελβετίας...

Βελτίωση του τρόπου δημοψηφισμάτων μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος

Άρθρο από Γεώργιο Βλάχο (Ερευνητής)

Στο Σύνταγμά μας έχει μεριμνηθεί η δυνατότητα δημοψηφίσματος, αλλά μόνο για ‘’κρίσιμα’’ εθνικά θέματα και για ψηφισμένα νομοσχέδια. Δυστυχώς, η διενέργεια δημοψηφίσματος επαφίεται στην καλή θέληση του κυβερνώντος κόμματος και αποκλείει το δικαίωμα στους απλούς πολίτες να λαμβάνουν πρωτοβουλία με συγκέντρωση υπογραφών.

Μέχρι τώρα, έγιναν μόνο δύο δημοψηφίσματα στη χώρα μας. Στις 8 Δεκεμβρίου 1974, διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος μεταξύ Βασιλευόμενης και Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν 69,2% υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το δεύτερο έγινε 41 χρόνια μετά, στις 5 Ιουλίου 2015, επί κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και το ερώτημα ήταν εάν ο λαός δέχεται τα σκληρά μέτρα των τριών θεσμών (Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου). Το αποτέλεσμα ήταν 61,3% υπέρ του ναι και 38,7% υπέρ του όχι.

Στην περίπτωση όμως δύο πολύ κρίσιμων εθνικών θεμάτων, όπως αν γίνεται αποδεκτή ή όχι η είσοδός μας στην Ε.Ο.Κ. και η είσοδος ή όχι στην Ευρωζώνη, οι πολιτικοί μας απαξίωσαν τη θέληση του ελληνικού λαού. Αργότερα, επί ιεραρχίας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, συνέβηκε κάτι το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτική αναλγησία. Επειδή η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δεχόταν την κατάργηση αναγραφής θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες, προκάλεσε συλλογή υπογραφών. Η συλλογή υπογραφών καλούσε στην ενεργοποίηση του άρθρου 44, παρ. 2 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000. Μετά από περίπου ένα χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Το αίτημα για δημοψήφισμα δεν έγινε δεκτό. Θα περίμενε κανείς, ο μεγάλος αυτός αριθμός ψήφων που αποτυπώνει τη γνήσια θέληση του λαού, να ευαισθητοποιήσει την τότε κυβέρνηση και να διεξάγει δημοψήφισμα. Δυστυχώς, δεν έγινε και η κυβέρνηση προχώρησε στην ψήφιση του νομοσχεδίου.

Το θέμα δημοψηφισμάτων, αναφέρεται στο Σύνταγμά μας, άρθρο 44, παρ. 2, ως εξής : ‘’Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα κηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου, όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο’’.

΄Ετσι όπως είναι διατυπωμένη η παράγραφος 2, δυσκολεύει πολύ τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Θέτει εμπόδια τα οποία είναι τα εξής :

1) Πρώτο εμπόδιο είναι η απαράδεκτη απαίτηση να γίνονται δημοψηφίσματα μόνο για κρίσιμα εθνικά θέματα. Σε όλες τις σοβαρές και δημοκρατικές χώρες γίνονται και για άλλα θέματα.

2) Δεύτερο εμπόδιο είναι η διατύπωση ‘’και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα’’. Δεν γίνεται να κηρύσσονται δημοψηφίσματα, μόνο για σοβαρά κοινωνικά ζητήματα που είναι ψηφισμένα και να αποκλείονται όλα τα άλλα που δεν είναι ψηφισμένα.

3) Τρίτο εμπόδιο, επίσης απαράδεκτο, είναι ότι το δικαίωμα δημοψηφίσματος δίνεται μόνο στους βουλευτές. Αφαιρεί το δικαίωμα στους πολίτες να αναλαμβάνουν και αυτοί την πρωτοβουλία για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, με συλλογή υπογραφών, όπως γίνεται στις περισσότερες χώρες.

4) ΄Ένα τέταρτο εμπόδιο, είναι αυτό που περιορίζει τα δημοψηφίσματα, μόνο σε δύο κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Δηλαδή σε μία κανονική βουλευτική περίοδο των τεσσάρων ετών, μπορούν να γίνουν μόνο δύο δημοψηφίσματα.

Επιπλέον, επειδή έχει υπάρξει Συνταγματική εκτροπή, όταν η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τον Ιούλιο του 2015 δεν σεβάστηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και από όχι το μετέτρεψε σε ναι, πρέπει να υπάρχει μία ασφαλιστική δικλείδα η οποία θα διασφαλίζει κάθε αποτέλεσμα από αυθαίρετες κυβερνητικές αποφάσεις.

Κατόπιν αυτών, η παράγραφος 2 του άρθρου 44 στο Σύνταγμά μας, πρέπει να αλλάξει και να διατυπωθεί ως εξής : ‘’Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά, κοινωνικά ή άλλα θέματα, ανεξάρτητα εάν αυτά πρόκειται για ψηφισμένα νομοσχέδια ή όχι : α) είτε ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, β) είτε με πρωτοβουλία από το λαό κατόπιν συγκέντρωσης 750.000 υπογραφών. Το επόμενο δημοψήφισμα μπορεί να γίνει, εφόσον έχει παρέλθει ένα έτος από το προηγούμενο. Δεν μπορούν να γίνονται δημοψηφίσματα για δημοσιονομικά θέματα. Το αποτέλεσμα κάθε δημοψηφίσματος είναι σεβαστό και καμία κυβέρνηση δεν επιτρέπεται να το αλλάζει’’.

http://www.antibaro.gr/article/22491