Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι οι Κρητικοί θα το πληρώσουνε το μάρμαρο

Και τον πόλεμο, και τη νίκη, και την ήττα, και το μεγάλο πανυγήρι στους αιώνες, και το μεγάλο πένθος άμα έρθει, πάλι οι Κρητικοί...

Γράφει ο Κώστας Παναγόπουλος


Το μαύρο πουκάμισο του Κρητικού συμβολίζει το πένθος για την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Άραγε ποιοι άλλοι Έλληνες έχουν πενθήσει τόσο ενεργά, τόσο καθημερινά εις τους αιώνες, όσο οι Κρητικοί συνέλληνες μας για την πρωτεύουσα του Ελληνισμού μας;

Το πουκάμισο το μαύρο, το μαύρο το κεφαλομάντηλο, το μαύρο κρόσι που χύνεται στο κούτελο, ο Κρητικός το φοράει μέχρι σήμερα, και υπάρχουν ακόμη Κρητικοί που αυτή τη φορεσιά γνωρίζουν και άλλη δε βάζουν επάνω τους παρά τα πείσματα που κάνουν οι καιροί. Τα κρόσια είναι τα δάκρυα για τον χαμό της Βασιλεύουσας. Το μαύρο το κεφαλομάντηλο είναι πένθος βαρύ, μαζί με το πουκάμισο, που αλώθηκε η Πόλη.

Και ξέρεις τι; Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι οι Κρητικοί θα το πληρώσουνε το μάρμαρο. Και τον πόλεμο, και τη νίκη, και την ήττα, και το μεγάλο πανηγύρι στους αιώνες, και το μεγάλο πένθος άμα έρθει, πάλι οι Κρητικοί θα το βάλουνε στο κούτελο. Γιατί ο Κρητικός είναι αλλιώς, άλλο πράγμα σαν πέτρα στολισμένη που κυλάει παντού για την Πατρίδα.

Χίλιοι Κρητικοί ξεκινήσανε το 1453. Πήγαν με καράβια στην Πόλη με σκοπό να πεθάνουν για την Πόλη. Αυτοί πολεμούσαν έως τέλους, και ακόμη όταν έπεσε η Πόλη, ο πύργος ο δικός τους δεν έλεγε να πέσει. Ο Κρητικός από την Πόλη έφυγε νικητής – άπεφτος μέχρι τα σήμερα θα ήταν εκείνος ο πύργος, άμα υπήρχε μια φυσούνα αέρινη, να στέλνει Κρητικούς από την Κρήτη να κάνουνε πόλεμο αξημέρωτο.



Ο Κρητικός με την Πόλη έχει βαθιά και ανύσταχτη σχέση. Μα κιόλας δεν υπάρχει μέτωπο που να μην έχει δεσμούς ο Κρητικός. Το 1940, άδειασε η Κρήτη από άνδρες, γιατί όλοι είχαν πάει στο μέτωπο. Το 1941, οι Γερμανοί, όταν πηδούσαν στην Κρήτη από ψηλά, πολεμούσαν με παππούδες, γυναίκες και μικρά παιδιά, γιατί ο ανθός την νιότης έλειπε αλλού, επέστρεφε ακόμη από την Ήπειρο ή είχε χαθεί εκεί πάνω. Και αλήθεια, η Μάχη της Κρήτης, αυτό το έπος που γράφτηκε χρυσό, από άνδρες απαμάχους, μεγάλους σε ηλικία, γυναίκες και μικρά παιδιά εγράφη. Γιατί, αν βρίσκονταν στην Κρήτη τα νέα παλικάρια της, και ως τα σήμερα ακόμη ο Γερμανός την Κρήτη εχάμου δεν την έβαζε.

Στην Κύπρο το ’74, πάλι ο Κρητικός συνέτρεξε. Ο Μανώλης ο Μπικάκης, ο σύγχρονος ήρωας της Κρήτης, μονάχος του μέσα στον χαμό κατέστρεψε στην Κύπρο πέντ’ έξι άρματα του Τούρκου. Διαβάζει κανείς την ιστορία του Μπικάκη και δεν το διανοείται αυτό το πράγμα. Τους βαρούσε μονάχος του και ιδέα δεν παίρνανε οι Τούρκοι – πέντ’ έξι άρματα «μπαμ και κάτω».

Και, δηλαδή, όποια ένδοξη σελίδα κι αν γυρίσεις, κοπέλι θα βρεις στις παραγράφους της. Ο Κρητικός είναι αλλιώς, φρέσκια τα άρματα του, άλλο πράγμα σαν πέτρα στολισμένη, που κυλάει παντού για την Πατρίδα.