Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος

Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μυστηρίου, που μιλάει πολύ έντονα η σιωπή, δηλαδή αυτή η ίδια η αιωνιότης, αφού η σιωπή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος.
Όπως οι άγιοι Άγγελοι, έχουν μια άλλη ακατανόητη για μας νοερά δύναμι, που μεταδίδουν τα θεία νοήματα ο ένας στον άλλο (Μ. Βασίλειος), έτσι και οι επίγειοι Άγγελοι, που ζουν στο Άγιον Όρος και συναγωνίζονται τους ουράνιους και

ασωμάτους στην ζωή και την προσευχή, έχουν μια άλλη δύναμι για να μεταδώσουν αυτά που ζουν.

Και αυτή είναι η σιωπή, η οποία, ιδίως στο Όρος, είναι η ευγλωττότερη ρητορεία, μια «σιωπώσα παραίνεσις».

Εκεί δεν μιλούν πολύ, αλλά ζουν «εν σιωπή» τα μυστήρια του Θεού, βιώνουν την αποφατική εμπειρία της Ορθοδόξου θεολογίας.

Με την σιωπή ακούν την φωνή του Θεού και αποκτούν την αρετή.

Κατά τον άγιο Συμεών το νέο θεολόγο «οδός ταχεία προς ανάληψιν αρετής η σιωπή εστι τοις εισαγωγικοίς των χειλέων και η μύσις των οφθαλμών και των ώτων η κώφευσις».

Η σιωπή των μοναχών σε διδάσκει.

Διαβάζουμε στο Γεροντικό:

«Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος πήγε κάποτε στην σκήτη. Συνάχθηκαν όλοι οι αδελφοί και λέγουν στον αββά Παμβώ:

Πές ένα λόγο στον πάπα για να ωφεληθή.

Τους αποκρίνεται ο γέρων:

«Αν δεν ωφελήται με την σιωπή μου, ούτε με τον λόγο μου πρόκειται να ωφεληθή».

Στο Άγιον Όρος πρέπει να πας με την πρόθεσι να ωφεληθής με την σιωπή.

Αν ξέρης να διδάσκεσαι έτσι, τότε όλα θα σου μιληθούν.

Οι σιωπηλές μορφές των μοναχών, τα σπήλαια των ερημιτών, τα κατανυκτικά μοναστήρια, η φύσι και τα άψυχα αντικείμενα θα σου πουν πολλές ιστορίες και θα σου μεταγγίσουν υπέροχες διδασκαλίες.

Μ’ αυτό τον τρόπο ολόκληρο το Άγον Όρος διαλέγεται «εν σιωπή».

Μερικές όμως φορές μιλούν και τότε ωφελούν γιατί έχουν βίον καλόν.

Και «βίος (καλός) άνευ λόγου μάλλον ωφελείν πέφυκε ή λόγος άνευ βίου (καλού).

Ο μεν γαρ και σιγών ωφελεί, ο δε και βοών ενοχλεί.

Ει δε και λόγος και βίος συνδράμοιεν, εν φιλοσοφίας α πάσης αποτελούσιν άγαλμα» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης).

Επειδή έχουν βίον άγιον και έχουν γίνει κιθάρες του Αγίου Πνεύματος και «μυστικαί σάλπιγγες» της Αγίας Τριάδος (Αγάπης, Λόγου, Σοφίας), γι’ αυτό και όταν μιλούν οπωσδήποτε ωφελούν.

Έχουν «ρήματα» να πουν, γιατί έχουν άφθονες πράξεις. και λέγουν τα «ρήματα» όταν ερωτηθούν.

Είναι γνωστή από τα Πατερικά βιβλία η ερώτησι: «αββά, ειπέ ρήμα πώς σωθώ».

Ρήμα ονομάζεται στην γλώσσα της ερήμου «ο εκστομιζόμενος και αυθεντικός» λόγος που βγαίνει απ’ την καρδιά του ερημίτου σαν γέννημα του Αγίου Πνεύματος και ο ερωτών τον δέχεται σαν προϊόν της Χάριτος, χωρίς να τον επεξεργασθή λογικά.

Του είναι απαραίτητος αυτός ο λόγος από τον Πνευματικό Πατέρα για να ζήση.

Το ρήμα επομένως βγαίνει από θεοφιλή ψυχή, που έχει τρωθή από τον θείο έρωτα και λέγεται κατά το μέτρο της δίψης αυτού που ερωτά.

Όπως η Παναγία εκ Πνεύματος αγίου συνέλαβε τον Λόγο του Πατρός και έτεκε τον θεάνθρωπο Ιησού και επομένως έγινε η «χαρά όλης της δημιουργίας», έτσι και οι Πατέρες, λόγω της καθαρότητος, συνέλαβαν τον λόγο και τον μεταδίδουν σ’ εκείνους που διψούν και γίνονται η χαρά τους…

«Πλησίασαν κάποιοι αδελφοί τον αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. και τον παρακάλεσαν να τους πη κατι ωφέλιμο. αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ τον παρακάλεσαν, τους είπε: «

Λόγο θέλετε ν’ ακούσετε;». Του απαντούν: «Ναι αββά».

Είπε λοιπόν ο γέρων: «Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος.

Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους Γέροντες και έκαναν ό,τι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω την Χάρι, πώς να μιλήσουν.

Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε την Χάρι του λόγου από τους γέροντες. και δεν βρίσκουν τι να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος οπού θα τα έκανε».

Και ακούοντας αυτά οι αδελφοί στέναξαν και είπαν: «Προσευχήσου για μας Αββά» (Γεροντικό).

Στο παράδειγμα αυτό φαίνεται ότι ο λόγος είναι φωτισμός της Χάριτος.

Η Χάρι φωτίζει καθαρούς και αγίους ανθρώπους και «σαρκώνει» την ζωή σε λόγια.

Επίσης ότι λέγεται ανάλογα με την δίψα αυτού που ερωτά και ακόμη ότι οι μοναχοί γνωρίζουν να «συντρίβουν» προς το αγαθό και την πιο ψυχρή καρδιά, έστω και με τον διακριτικό έλεγχο.

Όταν λοιπόν τους ρωτήσης με απλότητα, ταπείνωσι και προθυμία να εφαρμόσης, τότε θα ακούσης τις «ελλάμψεις» της Χάριτος.

Λόγια απλά, ταπεινά, γεμάτα όμως σοφία και χάρι.

Λόγια «χαριτωμένα».

Και στο σημείο αυτό είναι μιμητές του Χριστού, ο οποίος είναι ο βροντερός Λόγος του Πατρός, αλλά και η βαθειά σιωπή.

Μιλούσε, αλλά και σιωπούσε.

Και ακριβώς η κίνησι του Θεού προς τον άνθρωπο είναι όχι μόνο «αποκάλυψις λόγου», αλλά και «έκφρασις ησυχίας».

Επομένως και η κίνησι του ανθρώπου προς τον Θεό και του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπό του πρέπει να διακρίνεται από τα δυο αυτά στοιχεία.

Επισκέπτεσαι το Άγιον Όρος με την πρόθεσι να διδαχθής περισσότερο με την σιωπή και λιγότερο με τον λόγο.

Οι ερημίτες αγιορείτες μοναχοί, τα ερημικά αυτά και τόσο μελωδικά πτηνά, βιώνουν την Ζωή.

Κολυμπούν μέσα στον Παράδεισο.

Αυτοί είναι οι πραγματικά «θεωμένοι», που ζουν όλη την ζωή του Χριστού «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», μέσα δηλ. σε σώματα ταλαιπωρημένα από την άσκησι και την διακονία.

Εκεί βλέπει κανείς την, ας την ονομάσουμε, έμπρακτη θέωσι και όχι την θεωρητική, που την διδάσκουν οι άγευστοι της θεολογίας…

Ζουν την πίστι και τα έργα.

Γιατί ομολογουμένως η πίστι χωρίς τα έργα είναι φαντασία και τα έργα χωρίς την πίστι είναι ειδωλολατρία.

Πάνω στα τραχύτατα σώματά τους (αφού εξαφάνισαν τον κόσμο με τις υποκριτικές ευγένειες) είναι αποτυπωμένη η Χάρι του Θεού και η μορφή του Χριστού.

Ο χορός των αγίων ασκητών «το παρά φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και των υπέρ φύσιν ηξίωται χαρισμάτων» (Άγ. Νικόδημος).

Όταν τους βλέπης, νομίζεις πως είναι δυστυχισμένοι και λυπημένοι, αλλά όταν η εσωτερική τους γαλήνη ξεχειλίση, θα σε πλημμυρίση!

Μοιάζουν σαν τα μεγάλα φράγματα, που κρατάνε πολύ γαληνεμένο νερό, όταν όμως σπάσουν, φανερώνεται η δύναμί τους, επειδή πλημμυρίζουν όλη την γύρω περιοχή.

Όταν εκείνο το στόμα τού ερημίτου ανοίξη, θα σε ευωδιάση!

Τα στόματα των αγίων μοναχών είναι «πηγαί μέλι ρέουσαι και νάματα προχέουσαι καθαρά» (Χρυσόστομος).

Νομίζεις πως είναι άχρηστοι, όμως πολύ γρήγορα θα καταλάβης ότι είναι «δένδρα ουρανομήκη και ευσκιόφυλλα», που σε σκεπάζουν και σε δροσίζουν. Νομίζεις πως είναι ρακένδυτοι και απλησίαστοι, λόγω της μη εξεζητημένης καθαριότητος, λόγω της «αλουσίας» και όμως πολύ γρήγορα θα αντιληφθής ότι είναι «φυτά αγλαόκαρπα και αμάραντα», «κρίνα αειθαλή και πανεύοσμα», που η ευωδία τους θα σε καλύψη!

Κι αυτό γιατί μέσα τους ζει ο Χριστός, η αληθινή ζωή.

«Η ζωή τους κέκρυπται εν Χριστώ».

Σε κάθε αγιορείτη μοναχό, που ακολουθεί τα βήματα των αγίων Πατέρων και ζει στην αγιοπατερική παράδοσι, διακρίνεις, αν έχης πνεύμα Θεού, την συνύπαρξι αντιθέτων φαινομενικά καταστάσεων.

Του θανάτου και της ζωής.

Από τον καθημερινό θάνατο ξεπηγάζει η ζωή και από την απόλαυσι της ζωής θανατώνεται πιο πολύ ο θάνατος.

Όσο αυξάνεται ο θάνατος του θανάτου (της αμαρτίας), τόσο βιώνεται η ζωή της Ζωής (ο Χριστός) και όσο βιώνεται η Ζωή, τόσο και νεκρούται ο θάνατος, μέχρι το σημείο να ζήση κανείς μέσα του την ανάστασι και την ανάληψι του Χριστού.

Δηλ. θανατώνεται η αμαρτία και γεννιέται η ζωή.

Έτσι μπορούμε να πούμε ότι οι μοναχοί ενδύονται τον θάνατο και απολαμβάνουν την Ζωή.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Ρωμαίους: «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει· ο γαρ απέθανε τη αμαρτία απέθανεν εφ’ άπαξ, ο δε ζή, ζή τω Θεώ» (Ρωμ. στ’ 9).

Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος γράφει ότι το ίδιο συμβαίνει και στον άγιο άνθρωπο, τον Χριστοποιημένο, γιατί και αυτός αφού νεκρώθηκε και πέθανε κατά κόσμο ζη την ζωή του Χριστού:

«Ο εκ νεκρών έργων εγερθείς, Χριστώ συνανέστη.

Ει δε Χριστώ συνανέστη διό της γνώσεως, Χριστός δε ουκέτι αποθνήσκει, ουδέ αυτού θάνατος αγνωσίας κυριεύει.

Ώστε ουκ έτι ζη αυτός τη σαρκί και τω κόσμω, νεκρωθείς τοις μέλεσι του σώματος αυτού και τοις πράγμασι του βίου, αλλά ζή εν αυτώ ο Χριστός, ως υπό χάριν γεγονότι Πνεύματος αγίου, ουκ όντι υπό νόμον σαρκός, όπλα δικαιοσύνης τα μέλη αυτού, δηλονότι προσαγαγόντι τω Θεώ και Πατρί».

Ακόμη στους θεωμένους μοναχούς συναντάς και την συνύπαρξι της στάσεως και της κινήσεως.

Ζουν την «αεικίνητον στάσιν» και «την στάσιμον κίνησιν» κατά τον Αγ. Μάξιμο.

Παραμένουν δηλ. «εν τω Χριστώ» και διαρκώς κινούνται για την τελειότερη απόλαυσι Αυτού, γιατί ο Χριστός είναι ο πολυδιάστατος πολύτιμος μαργαρίτης.

Αυτό το επεξηγεί κατά τρόπο παραστατικό ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης:

«Τούτο δε το πάντων παραδοξότατον πώς το αυτό οτάσις εστί και κίνησις· ο γαρ ανιών, πάντως ουκ ίσταται και ο εστώς ουκ ανέρχεται· ενταύθα δε δια του εστάναι, το αναβήναι γίνεται· τούτο δε ότι όσω τις πάγιος τε και αμετάθετος εν τω αγαθώ διαμένει, τοσούτω πλέον τον της αρετής διανύει δρόμον».

Παραμένει δηλ. στο αγαθό και διαρκώς κινείται.

Διαρκώς κινείται και παραμένει στον Χριστό.

Είναι η ακατάπαυστη δίψα για τον Χριστό, αλλά και ο θείος χορτασμός.

Έλεγε ένας μοναχός ότι κάτι παράξενο συμβαίνει σε μένα. Πεινάω και όμως αισθάνομαι χορτάτος!

Για τον άνθρωπο όμως του Θεού αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο.

Αυτή είναι «η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης» (Ιωάννης Κλίμακος).

Η ζωή των μοναχών διαρκώς Λογοποιείται, Χριστοποιείται.

Ο βιαστής μοναχός ζη όλες τις «ενηλικιώσεις» του Χριστού.

Σαρκώνεται μέσα του ο Χριστός, θαυματουργεί, υφίσταται το πάθος, ανίσταται, αναλαμβάνεται…

Και επειδή ζη εν Χριστώ, γι’ αυτό και επιτυγχάνει την ενοποίησι όλου του εσωτερικού του κόσμου και του εξωτερικού ακόμη.

Υπερβαίνει όλες τις διακρίσεις και ανέρχεται σε ψηλότερη θέσι από την προπτωτική, από κει δηλ. που βρισκόταν ο Αδάμ.

Ο άγιος Μάξιμος αναφέρει τις πέντε διακρίσεις που απέτυχε να υπερβή ο Αδάμ και το επιτυγχάνει τώρα ο άνθρωπος με την βοήθεια του νέου Αδάμ, δηλ. του Χριστού.

Την διάκρισι ακτίστου και κτιοτού, νοερού και αισθητού, ουρανού και γης, παραδείσου και οικουμένης, άρρενος και θήλεος.

Από την υπέρβασι της τελευταίας προχωρεί στην υπέρβασι και της πρώτης (ακτίστου και κτιστού).

Δηλ. ο άγιος του Θεού άνθρωπος προσάγει ολόκληρο τον εαυτό του και ολόκληρο τον κόσμο στον Θεό, γι’ αυτό και ένας άγιος είναι ο μεγαλύτερος ευεργέτης της ανθρωπότητος.

Ένα τέτοιο Γέροντα πλησίασα μια μέρα στο Άγιο Όρος.

Ένα Γέροντα που απολαμβάνει τον αχόρταστο χορτασμό του θείου ελέους. Ζώντας σχεδόν σε μια οπή της γης, ξεπέρασε όλα τα σχήματα του κόσμου.

Δεν υπάρχουν λέξεις να τον περιγράψουν.

Αν τον χαρακτηρίσης σοφό, πέφτεις έξω.

Αν τον πης τρελλό, δεν αποδίδεις πλήρως το μέγεθος της πνευματικής του τρέλλας!

Δεν ξέρεις τι χαρακτηρισμό να δώσης.

Αφού ξέφυγε τα σχήματα του κόσμου, προχωρεί στο βάθος της αιωνιότητος.

Αγγίζει την θεία φωτιά και είναι κυριολεκτικά αναμμένος, πυρπολημένος.

Τώρα φλέγεται από την άκτιστη φλόγα.

Ώρες-ώρες, ενώ συζητάς μαζί του, νομίζεις πως θα ανάψη και θα πυρποληθή εντελώς!

Νομίζεις πως θα φύγη από μπροστά σου με το σώμα του, όπως ο Προφήτης Ηλίας με το πύρινο άρμα!

Την ώρα που συνομιλείς, νομίζεις ότι θα αναληφθή στους Ουρανούς, όπως ο Κύριος, ο Οποίος «εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον Ουρανόν» (Λουκά κδ’ 51).

Αυτό όμως που σου φαίνεται ότι θα γίνη, αλλά δεν γίνεται, διασκεδάζεται από κάτι άλλο που συμβαίνει.

Δηλ. η κατάνυξι που δημιουργείται, όση ώρα σου μιλάει για θέματα πνευματικής ζωής, είναι παρόμοια με το θάμβος, που κατέλαβε τους μαθητάς στο όρος Θαβώρ.

«Νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε· και ακούσαντες οι μαθηταί έπεσον επί πρόσωπον αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ’ 5-6).

Συνομιλείς και την ώρα εκείνη κατέρχεται το Άγιον Πνεύμα, που σε κυκλώνει και σε κυριεύει.

Φόβος σε καταλαμβάνει, αλλά και επιθυμία παραμονής. την ώρα που σου λέγει τ’ απλά και απέριττα λόγια ο άγιος ασκητής, θυμάσαι τον Χριστό, που μιλούσε στους μαθητάς Του από το όρος ή μέσα από την θάλασσα.

Πράγματι και ο άγιος ασκητής σου μιλά από το όρος της θεωρίας και από την θάλασσα της αιωνιότητας.

Πέρα από τα πεζά και ανθρώπινα.

Πέρα από αυτό που είσαι συ.

Πλησίασα μια μέρα αυτόν τον Γέροντα.

Ήξερα ότι ήταν πραγματικός θεολόγος.

Δεν είχε γνώσεις περί του Θεού, αλλά είχε την «γνώσι του Θεού», που είναι απρόσιτη στον πολύ λαό!

«Όρος γαρ έστιν άναντες (ανωφερές – απότομον) ως αληθώς και δυσπρόσιτον η θεολογία, ης μόλις οπολύς λεώς (λαός) την υπώρειαν (πρόποδας του όρους) φθάνει» (Γρηγόριος Νύσσης).

Μόνον ο Μωϋσής ανέρχεται στο όρος της θεοπτίας και γίνεται θεόπτης. Ήξερα λοιπόν πως ο Γέροντας αυτός είναι θεόπτης Μωϋσής.

Στην αρχή αισθάνθηκα αμηχανία.

Τι μπορούσε κανείς να συζητήση!

Ποια συμφωνία υπήρχε μεταξύ εμού και εκείνου!

Ποιο κοινό σημείο!

Εμείς βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο της «πρακτικής φιλοσοφίας», ενώ εκείνος πέρασε από την «φυσική θεωρία» στην «μυστική θεολογία», δηλ. την άληστη γνώσι.

Εμείς είμαστε γεμάτοι από πάθη, ενώ εκείνος είναι θρόνος πάγχρυσος του Βασιλέως.

Εμείς είμαστε η κόλασι, ενώ εκείνος είναι ο Παράδεισος!

Όμως, κατά την πορεία της συζητήσεως, ο ασκητής κατέβηκε από το ύψος του και μ’ ανέβασε ψηλότερα. Κενώθηκε και με πλούτισε!

«Πλούσιος ων επτώχευσεν, ίνα εγώ τη εκείνου πτωχεία πλουτήσω».

Γιατί πάντα η ενότητα απαιτεί μια έξοδο και των δυο, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην θεοκοινωνία.

Γίνεται έξοδος του Θεού και έξοδος του ανθρώπου.

Αυτό είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του θείου έρωτος.

«Το θείον οι θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην, ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν.

Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κινείται· ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά» (Άγ. Μάξιμος).

Επίσης λέγει πιο κάτω: «Έστι δε και εκστατικός ο θείος έρως, ουκ εών εαυτών είναι τους εραστάς, αλλά των ερωμένων.

Και δηλούσι το μεν υπέρτερα της προνοίας των καταδεεστέρων γινόμενα· και τα ομόστοιχα της αλλήλων συνοχής· και τα υφειμένα της προς τα πρώτα θειοτέρας επιστροφής».

Δηλ. ο άγιος Μάξιμος παρουσιάζοντας ένα χωρίο του αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου λέγει ότι «ο θείος έρως είναι και εκστατικός επειδή δεν αφήνει τους εραστάς να ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους ερωμένους.

Και αυτό το βεβαιώνουν τα ανώτερα όντα, που φροντίζουν από αγάπη για τα κατώτερα, τα ισότιμα, που βοηθά ο ένας τον άλλον και τα κατώτερα που κινούνται με πόθο να επιστρέψουν προς τα ανώτερα».

http://petraxili.blogspot.com