Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ (ΡΟΥΣΑΝΟΥ) ΜΕΤΕΩΡΩΝ


Η Ἱερὰ Μονὴ Ρουσάνου - Ἁγίας Βαρβάρας βρίσκεται στὰ Ἅγια Μετέωρα, δίπλα στὸ δυτικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα καὶ τὸ Καστράκι πρὸς τὰ μοναστήρια τῶν Μετεώρων.
Εἶναι κτισμένη πάνω σ’ ἕναν κατακόρυφο βράχο ἑξήντα περίπου μέτρων, σὲ ὑψόμετρο 484 μέτρων ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ὁλόκληρο τὸ πλάτωμα τῆς κορυφῆς του (500μ2) καλύπτεται ἀπὸ τὸ κτηριακὸ συγκρότημά της, ποὺ φαντάζει σὰν φυσικὴ ἀπόληξη, δένοντας τὰ ποικίλα φυσικὰ καὶ δομημένα συστατικὰ σ’ ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο.

Τριγύρω της τὸ πέτρινο δάσος τῶν Μετεώρων μὲ τὶς ἱερὲς μονές. Ἀπέναντί της πρὸς βορρᾶ βρίσκεται ἡ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ πίσω ἀπʼ αὐτὴν ἡ μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Πρὸς τὰ βορειοδυτικὰ ἡ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ ἐνῶ πρὸς τὰ νοτιοανατολικὰ οἱ μονὲς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Ὁ ἐπισκέπτης ἀπὸ τὸν βορεινὸ ἐξώστη τοῦ Ρουσάνου ἀντικρίζει τὶς ἐρειπωμένες μονὲς τοῦ Παντοκράτορος, τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Ἁγίας Μονῆς. Ἀπὸ τὸν νότο φαίνονται οἱ Φυλακὲς τῶν Μοναχῶν (Παναγία τῶν Φυλακῶν) στὸν γιγαντόλιθο μὲ τὴν ὀνομασία Στῦλος Σταγῶν, τὸ σύμπλεγμα βράχων Κουμαριές, Παλαιοκρανιὲς καὶ Λιανομόδια, καθὼς καὶ τὰ βράχια τῶν κατεστραμμένων σήμερα μονυδρίων Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ Ταξιαρχῶν. Κοντά της ἐπίσης βρισκόταν καὶ τὸ μονύδριο τοῦ Καλλιστράτου καθὼς καὶ τὸ Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἡ ἀκριβὴς τοποθεσία τους εἶναι ἀβέβαιη, ἐνῶ στὰ ἀνατολικά της δεσπόζει ὁ βράχος τῆς Ψαροπέτρας μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ θέα πρὸς ὅλο τὸ μετεωρικὸ τοπίο.

Δὲν εἶναι γνωστὸ γιατί ἡ μονὴ ὀνομάζεται Ρουσάνου. Ἴσως ἡ ἐπωνυμία νὰ ὀφείλεται στὸν πρῶτο οἰκιστὴ τοῦ βράχου ἢ στὸν κτίτορα τοῦ πρώτου ναοῦ κατὰ τὸν 13ο ἢ 14ο αἰώνα.

Ἡ πρώτη γραπτὴ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος Ρουσάνου βρίσκεται στὸ λεγόμενο «Γράμμα ἱστορικὸν» ἢ «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», γραμμένο λίγο μετὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1529, ποὺ κάνει λόγο γιὰ «τὴν μονὴν τοῦ Ρουσάνου» ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα ἔτη ἦταν «ἠρημωμένη τῶν κατοίκων».

Ἔχει διατυπωθεῖ καὶ ἡ ἄποψη ποὺ συνδέει τὸ ὄνομα Ρουσάνου κατὰ παραφθορὰ μὲ τὸ ὄνομα Ἀρσένιος ( τοῦ Ἀρσενίου , τʼ Ἀρσάνου , Ρουσάνου)· ὅμως ἱερομόναχος Ἀρσένιος, ποὺ ἦταν καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς, μνημονεύεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ 1560, ἐνῶ τὸ ὄνομα Ρουσάνου ἀναφέρεται καὶ παλαιότερα.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς ἡ λέξη Ρουσάνος συναντᾶται σὲ διάφορες περιοχὲς εἴτε ὡς βαφτιστικὸ εἴτε ὡς ἐπώνυμο (π.χ. Παχώμιος Ρουσάνος). Ἡ λέξη Ρουσάνου θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη ροῦσος (λατινικὴ russus=κόκκινος· πβ. ἰταλικὴ rosso) ποὺ σημαίνει κοκκινοτρίχης, ξανθοκόκκινος, κοκκινωπός, πυρόξανθος. Καὶ ἴσως αὐτὸ νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς κοκκινωπὲς ἀποχρώσεις ποὺ ἔχει ὁ βράχος, ἰδίως ὅταν τὸν κοιτάζει κανεὶς ἀπὸ ὁρισμένη ὀπτικὴ γωνία κάποιες ὧρες τῆς ἡμέρας. Ἄλλωστε, καὶ ἡ λέξη Ρουσάνος, ὡς βαφτιστικὸ ὄνομα ἢ ὡς ἐπώνυμο, ἀπὸ τὴ λέξη ροῦσος ἐτυμολογεῖται.Ἀπὸ παλιά, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸ ἀπὸ πότε, ἡ μονὴ ἔχει καὶ τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, πρὸς τιμὴν τῆς ὁμώνυμης ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ποὺ ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Πιθανὸν ἀπὸ τὸ 1744 / 45 καὶ ἐντεῦθεν, ποὺ ἦρθε στὴν κατοχὴ τοῦ μοναστηριοῦ ὡς εὐλαβικὸ προσκύνημα καὶ τιμητικὸ ἀγλάισμα τμῆμα τῆς κάρας τῆς Ἁγίας, νὰ ἀπέκτησε ἡ μονὴ καὶ τὴν ἐπωνυμία αὐτή. Φυλάσσεται μάλιστα στὸ μοναστήρι καὶ μία μικρὴ παλαιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς μεγαλομάρτυρος.



Ὁ πρώην ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Πολύκαρπος Ραμμίδης στὸ βιβλίο του «Τὰ Μετέωρα» (1882), ἀναφέρει, χωρὶς ὅμως νὰ παραπέμπει σὲ κάποια πηγὴ ποὺ νὰ τεκμηριώνει τὰ λεγόμενά του, πὼς ὁ βράχος τοῦ Ρουσάνου πρωτοκατοικήθηκε τὸ 1388 ἀπὸ κάποιον ἱερομόναχο Νικόδημο καὶ τὸν συνασκητή του Βενέδικτο, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν τὴν ἄδεια τοῦ Πρώτου τῆς Σκήτεως τῶν Σταγῶν καὶ οἰκοδόμησαν στὸν βράχο ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.
Στὴ συνέχεια, καὶ γιὰ ἑκατὸν σαράντα περίπου ἔτη, ὁ ρουσανίτικος βράχος ἔμεινε ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος καὶ πέρασε στὴ δικαιοδοσία τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.
Ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἐπιβεβαιωμένη ἀναφορὰ ποὺ ἔχουμε βρίσκεται στὸ «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων». Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι γύρω στὸ 1527 στὸ ἔρημο μοναστήρι τοῦ Ρουσάνου ζοῦσε κάποιος λαϊκός.

Ὅσιοι Κτίτορες

Ἐπίσημοι κτίτορες τῆς μονῆς εἶναι οἱ αὐτάδελφοι Γιαννιῶτες ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμος. Ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1527 καὶ 1529 ζήτησαν καὶ ἔλαβαν τὴν ἄδεια νὰ ἐγκατασταθοῦν καὶ νὰ μονάσουν στὸν λίθο τοῦ Ρουσάνου.
Γιὰ τὰ κτίσματα ποὺ ὑπῆρχαν πάνω στὸν βράχο τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦρθαν οἱ κτίτορες δὲν γνωρίζουμε σχεδὸν τίποτα. Σίγουρα θὰ ἦταν ἐλάχιστα, ὅπως τὸ Καθολικὸ καὶ κάποιοι βοηθητικοὶ χῶροι καὶ κελλιά, σὲ ἄσχημη κατάσταση, κατεστραμμένα καὶ ἐγκαταλελειμμένα.
Μόλις ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ ἀνέπτυξαν ἰδιαίτερη οἰκοδομικὴ δραστηριότητα. Ξαναέκτισαν ἐκ θεμελίων τὸ παλαιὸ καὶ ἐρειπωμένο καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Οἰκοδόμησαν κελλιὰ καὶ ἄλλους βοηθητικοὺς χώρους. Ἐνίσχυσαν τὴ μονὴ μὲ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή της περιουσιακὰ στοιχεῖα (κτήματα, ἀμπέλια, κήπους, μύλους, ζῶα) καὶ τὴν ἐφοδίασαν μὲ ἱερὰ σκεύη, ἄμφια, χειρόγραφα βιβλία καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια. Τὴν ὀργάνωσαν σὲ αὐστηρὸ κοινόβιο, παρέχοντας ὡς πρότυπο ἀσκητικῆς ζωῆς τὸν προσωπικό τους ἀγώνα.
Τέλος, καθόρισαν τὶς σχέσεις καὶ τὶς ὑποχρεώσεις της πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Σταγῶν καὶ πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε μόνο πνευματικὴ δικαιοδοσία καὶ ἐποπτεία στὴ μονὴ Ρουσάνου.
Τὸ 1545 οἱ κτίτορες συνέταξαν τὴ διαθήκη τους καὶ ἐνέταξαν σ᾽ αὐτὴν τὶς τυπικὲς κοινοβιακὲς καὶ μοναστικὲς διατάξεις, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμα τὴν ἀνάλογη διαθήκη τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης ἁγίου Βησσαρίωνος Β´ καθὼς καὶ σχετικὴ διαθήκη τῶν ὁσίων κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ. Παραθέτουμε ἕνα μικρò χαρακτηριστικò ἀπόσπασμα:
«Ἔχειν δὲ τοὺς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῇ κοινὰ πάντα· κοινῇ ὦσι τῇ τραπέζῃ· κοινῇ τοῖς ἐνδύμασί τε καὶ ὑποδήμασι· κοινῇ τῇ βουλῇ, κοινῇ τῇ οἰκήσει· τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, κατὰ τὸν μέγαν ἀπόστολον Παῦλον, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Κυρίου· μηδενὸς ἔχοντος ἴδιον τὶ ἢ ὀνομάζοντος ἐντὸς τῆς μονῆς ἢ ἐκτὸς οὔτε μικρὸν οὔτε μέγα, ἀλλ’ ἔστωσαν ἅπαντες συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ τε καὶ ἀληθείᾳ ὡς μία ψυχὴ ἐν πολλοῖς σώμασιν.» (Ἀπὸ τὴ Διαθήκη τῶν ὁσίων Κτιτόρων τῆς μονῆς Ρουσάνου).Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τοὺς Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμο ὡς ἁγίους καὶ ἑορτάζει τὴ μνήμη τους στὶς 7 Αὐγούστου, τὴν ἑπομένη δηλαδὴ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.



Τὴν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν ποὺ εἶχαν ξεκινήσει οἱ κτίτορες ἀνέλαβε καὶ συνέχισε ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πιθανὸν καὶ ὁ διάδοχος στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο τῆς μονῆς. Ἐπὶ ἡγουμενίας Ἀρσενίου ὁλοκληρώθηκε τὸ 1560 ἀπὸ τὸν Κρητικὸ ἁγιογράφο Τζώρτζη ἢ Ζώρζη ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Καθολικοῦ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ λειτούργησε στὴ μονὴ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο ποὺ ἐξυπηρετοῦσε κυρίως τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες της.

Τὸν 16ο ὡς καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα ἡ μονὴ Ρουσάνου γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμὴ μὲ σημαντικὸ ἀνακαινιστικὸ καὶ ἐπισκευαστικὸ κτηριακὸ πρόγραμμα. Στὴ συνέχεια ὅμως πέφτει σὲ παρακμή. Ἐξαιτίας τῆς κακῆς οἰκονομικῆς της κατάστασης οἱ μοναχοὶ κάνουν περιοδεῖες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου γιὰ τὴ συλλογὴ ἐλεημοσυνῶν, πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες μετεωρίτικες καὶ ἁγιορείτικες μονές.
Κατὰ τὸν 18ο αἰώνα συνεχίζεται ἡ πτωχεία καὶ ἡ λειψανδρία τῆς μονῆς. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1745 ὁ Οὐκρανὸς μοναχὸς καὶ περιηγητὴς Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκι (Василий Григорович Барский) ἐπισκέφτηκε τὴ μονὴ Ρουσάνου καὶ τὴν ἀποτύπωσε σὲ σχέδιό του.


Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἡ σχέση τῶν μετεωρίτικων μονῶν μὲ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ ἐπιδεινώθηκε ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἀποτυχημένο ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ παπα-Θύμιου Βλαχάβα κατὰ τὸ ἔτος 1808. Βιαιοπραγίες ὑπέστησαν οἱ μονὲς μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης στὴ Μολδοβλαχία, κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, καθὼς καὶ στὴν διάρκεια τῶν θεσσαλικῶν ἐξεγέρσεων τὸ 1854 καὶ τὸ 1878.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα ἐπισκέπτονται τὴ μονὴ διάφοροι ξένοι περιηγητὲς καὶ βρίσκουν νὰ μονάζουν σ’ αὐτὴ λίγοι καὶ ὑπέργηροι μοναχοὶ ἢ -μερικὲς φορὲς- κανένας.
Τὸ 1868 ὁ ἡγούμενος Γεδεὼν κατασκεύασε δύο ξύλινες γέφυρες γιὰ τὴν εὐκολότερη πρόσβαση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐγκαταλειφθοῦν σταδιακὰ οἱ ἄλλοι τρόποι ἀνάβασης καὶ μεταφορᾶς ὑλικῶν στὸ μοναστήρι.
Στὸν ἀτυχῆ ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 πολλοὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Τρικάλων βρίσκουν ἀσφαλὲς καταφύγιο στὴ μονὴ Ρουσάνου.
Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ μονὴ κατὰ τὸν 19ο αἰώνα καὶ μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20οῦ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς λειψανδρίας, δηλαδὴ τῆς ἐπανδρώσεώς της μὲ μοναχούς, καθὼς εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐγκαταλείπεται καὶ νὰ ἐρημώνεται.
Στὰ 1930, μὲ δωρεὰ τῆς καστρακινῆς Δάφνως Μπούκα κατασκευάστηκαν σκαλοπάτια καθὼς καὶ δύο μικρὲς σιδερένιες γέφυρες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὶς ξύλινες τοῦ 1868, ποὺ τότε ἦταν ἑτοιμόρροπες.
Στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς (1941-1944) ἡ μονή, ἔρημη καὶ ἐγκαταλελειμμένη, γνώρισε λεηλασίες καὶ ἁρπαγὲς κειμηλίων καὶ πολύτιμων χειρογράφων κωδίκων, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλες μονὲς τῶν Μετεώρων.
Τὸ 1950 ἐγκαθίστανται στὴ μονὴ ἡ Κασσιανὴ Δημητριάδου, ποὺ ἦταν μέχρι τότε ἡγουμένη στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας καὶ ἡ Κυριακὴ Μπούκα ἀπὸ τὸ Καστράκι. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1955 ἀπεδήμησε πρὸς Κύριον ἡ Κασσιανὴ καὶ στὸ μοναστήρι μένει πλέον μόνη της ἡ Κυριακὴ Μπούκα, ποὺ ἐπέδειξε ἀξιόλογο ζῆλο στὴν κτηριακὴ καὶ ἄλλη στοιχειώδη ἀνασυγκρότηση τῆς μονῆς παρέχοντας συγχρόνως ἐγκάρδια φιλοξενία. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό της, ποὺ ἐπῆλθε στὶς 26 Ἰανουαρίου τοῦ 1971, ἔγινε μεγαλόσχημη μοναχὴ λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Εὐσεβία.
Ἡ βασικὴ δυσκολία ποὺ ἀντιμετωπίζουν ὅσοι μοναχοὶ μένουν προσωρινὰ γιὰ κάποιο διάστημα στὸ μοναστήρι εἶναι ἡ στενότητα χώρου, ἀφοῦ τὸ κτηριακὸ συγκρότημα καλύπτει ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ μικροῦ βράχου, χωρὶς νὰ προσφέρει τὴ δυνατότητα γιὰ περαιτέρω ἐπέκταση.
Στὶς 17 Ὀκτωβρίου 1988, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ ἀνδρικὴ μονὴ Ρουσάνου μετατράπηκε ἐπίσημα σὲ γυναικεία καὶ ἐγκαταστάθηκε σʼ αὐτὴν ὀκταμελὴς ἀδελφότητα μοναζουσῶν ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Σταγιάδων μὲ ἡγουμένη τὴ μοναχὴ Φιλοθέη (Κοσβύρα), ἐπαναφέροντας ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὶς κτιτορικὲς ὑποθῆκες καὶ ἐπιταγές, τὸ κοινοβιακὸ μοναχικὸ σύστημα καὶ συμβάλλοντας στὴν ἐκ νέου ἀνάπτυξη, ὑλικὴ καὶ πνευματική, τῆς ἱερᾶς μονῆς.

Ἡ νέα ἀδελφότητα ἄρχισε ἀμέσως τὸ ἔργο τῆς ἀναδιοργάνωσης, συντήρησης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ ἡμικατεστραμμένου μοναστηριοῦ. Γρήγορα ὅμως ἔρχεται καὶ αὐτὴ ἀντιμέτωπη μὲ τὸ πρόβλημα τῆς χωρικῆς στενότητας. Οἱ μοναχές, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιβιώσουν πνευματικά, χρειάζονται τὸν δικό τους χῶρο, μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν. Τότε λαμβάνεται ἡ ἀπόφαση νὰ κτιστεῖ ἀνατολικά, στὰ ριζὰ τοῦ βράχου, ἡ νέα πτέρυγα, ἡ ὁποία ἴσως ἀλλοίωσε κάπως τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ὄψη τῆς μονῆς. Ἦταν ὅμως ἡ μοναδικὴ λύση, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ μακραίωνη λειτουργία της καὶ νὰ μὴν παραμείνει ἔρημη καὶ διαλυμένη, ὅπως καὶ τόσες ἄλλες γειτονικές της.

Στὶς 22 Ὀκτωβρίου τοῦ 1996 ἔγινε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Σταγῶν καὶ Μετεώρων μακαριστὸ Σεραφεὶμ ἡ θεμελίωση τῆς νέας τριώροφης πτέρυγας στὸν χῶρο τοῦ παλαιοῦ βουρδοναριοῦ τῆς μονῆς, τοῦ ὁποίου βρέθηκαν κτηριακὰ ὑπολείμματα. Σʼ αὐτὴ βρίσκονται τὸ παρεκκλήσι τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, κελλιά, τράπεζα, ἀρχονταρίκι, ἀναρρωτήριο, βιβλιοθήκη καὶ ἐργαστήρια, στὰ ὁποῖα οἱ μοναχὲς ἐξασκοῦν τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας, τῆς ἱερορραπτικῆς καὶ τῆς χρυσοκεντητικῆς.

Σημείωση: Περισσότερα στοιχεῖα μπορεὶ νὰ βρεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος στὸ βιβλίο: Βλιώρας Σπυρίδων, Ἱερὰ Μονὴ Ρουσάνου - Ἅγια Μετέωρα: Οἱ οὐρανογείτονες βράχοι, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2017, σελ. 178

ΠΗΓΗ
https://proskynitis.blogspot.com