Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Το όνομα του Αγίου Νικολάου

Το αρχαίο ελληνικό όνομα Νικόλαος (απαντά ήδη τον 5ο αι. στον Θουκυδίδη)
είναι βέβαια σύνθετο από τις λέξεις νίκη+λαός, αλλά τέτοια σύνθετα ονόματα δεν είχαν πάντα συγκεκριμένη και διαφανή σημασία, όπως θα περιμέναμε (π.χ. «νίκη του λαού»), αλλά περισσότερο στηρίζονται σε ορισμένα συνθετικά που είναι βασικά συστατικά αρχαίων ανθρωπωνυμίων.
Εν προκειμένω το -λαός ως β΄ συνθετικό ήταν πολύ σύνηθες σε αρχαία ονόματα (πβ. Ἀγησίλαος, Ἀρχέλαος, Ἑρμόλαος, Φιλόλαος, Κριτόλαος, Μενέλαος, Πρωτεσίλαος, Πτερέλαος, Σθενέλαος, Τιμόλαος, Χαρίλαος κ.ά.), έτσι και Νικόλαος.
Το όνομα αυτό διαδόθηκε εξ αιτίας του αγίου Νικολάου, που τιμάται πολύ από Ορθοδόξους και Καθολικούς, γι’ αυτό απαντά πλέον με διάφορες μορφές σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο (αγγλ. Nicholas, γαλλ. Nicolas, γερμ. Nicolaus/Nikolaus κ. Claus/Klaus, ιταλ. Niccolò/Nicolò/Nicola, ρωσ. Νikolay κ.ά.)

Ο Νικόλαος (270 - 343) ήταν επίσκοπος Μύρων της Λυκίας, μυροβλήτης, θαυματουργός, προστάτης των φτωχών και αδικουμένων, και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Είναι όμως περισσότερο γνωστός ως άγιος-προστάτης των ναυτικών αλλά και του Πολεμικού ναυτικού, εξαιτίας θαυμάτων του προς ναυαγούς. Το σπουδαιότερο από αυτά αφήνουμε να το διηγηθεί ο Νικόδημος Αγιορείτης (18ος αι) με την απλοϊκή εκκλησιαστική του γλώσσα, λόγια κατά βάση αλλά με απλή σύνταξη και ανάμεικτη με λαϊκές λέξεις και γραμματικούς τύπους της εποχής του.
(πηγή, με ορθογραφία του πρωτοτύπου: http://www.snhell.gr/references/synaxaristis/search.asp)

📖 «Eις την Kωνσταντινούπολιν ήτον ένας Xριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Nικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός Nικολάου αγαπώμενος. Oύτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον διά κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Kατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Eσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος διά να υπάγη εις χρείαν ύδατος.
Kαι επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, διά τούτο περιπλεχθείς ο Xριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν.
Oι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον διά να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον διά να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον διά τον του ανδρός πικρόν θάνατον.
O δε Xριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Kύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Kαι τούτο μη αισθανθείς ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι.
Oι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Oμοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Aλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Bλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. [...] Oι δε συναθροισθέντες Xριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος.
 Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Kαι εις πολλήν ώραν το, Kύριε ελέησον, έκραζον»
[...]

πηγή