Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Τα γαλλικά και τα μάτια σας!

Κάθε χώρα που σέβεται τον εαυτό της, πολύ περισσότερο εάν θεωρείται σήμερα υπερδύναμη ή βρέθηκε στο παρελθόν σε τέτοια θέση, έχει κάποια σύμβολα τα οποία υπερασπίζεται κυριολεκτικά ως ιερές αγελάδες.


Στην Ευρώπη, ειδικότερα, είναι γνωστό πως αυτόν τον ρόλο παίζει για τη Βρετανία η στερλίνα της, η οποία ποτέ δεν θυσιάστηκε για χάρη του ευρώ ή της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η Γαλλία, από την άλλη, έχει να περηφανεύεται για τη γλώσσα της, την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο, εδώ και δεκαετίες, να διατηρήσει αμόλυντη από τους... ξένους εισβολείς -κυρίως δε από τα αγγλικά.

Το βράδυ της περασμένης Κυριακής, 4 Αυγούστου, ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού ήρθε να υπενθυμίσει στους συμπατριώτες του τη σημασία της γλώσσας τους και της καθημερινής χρήσης της, χωρίς κανενός είδους εκπτώσεις. Αφορμή ήταν η συμπλήρωση ενός τετάρτου του αιώνα από την ψήφιση του περίφημου «Νόμου Τουμπόν», το 1994, δηλαδή λίγο προτού φθάσει στο τέλος της η περίοδος της πολιτικής ηγεμονίας του Φρανσουά Μιτεράν και των Σοσιαλιστών.

«Ο Νόμος Τουμπόν έγινε 25 ετών! Αποτελεί την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 του συντάγματός μας - “Η Γλώσσα της Δημοκρατίας είναι η Γαλλική”. Οι καθημερινές μας ζωές θα ήταν τόσο διαφορετικές χωρίς αυτή την απλή απαίτηση -πείτε τα πράγματα στα γαλλικά!», έγραψε στο Twitter ο Φρανκ Ρίστερ, έχοντας ως φόντο την τρίχρωμη γαλλική σημαία.

Για όσους δεν το γνωρίζουν, στόχος του συγκεκριμένου νόμου -ο οποίος πήρε το όνομά του από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Ζακ Τουμπόν- ήταν η προστασία της γαλλικής γλώσσας και η διασφάλιση της αποκλειστικότητάς της στη δημόσια ζωή και κυρίως στον κρατικό μηχανισμό, την εκπαίδευση και τα οπτικοακουστικά μέσα. Πράγματι δε, αποτέλεσε την υλοποίηση της φράσης του συντάγματος που επικαλέστηκε ο Ρίστερ, η οποία προστέθηκε με τροπολογία που είχαν στηρίξει όλα τα κόμματα της Βουλής δύο χρόνια νωρίτερα, το 1992.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο «Νόμος Τουμπόν» δεν έκανε καμία διάκριση ανάμεσα στις ξένες γλώσσες και τις διάφορες παραδοσιακές διαλέκτους που υπάρχουν και ομιλούνται σε διάφορες περιοχές της χώρας -όπως, για παράδειγμα, την οξιτανική, τη βρετονική, την καταλανική και άλλες. Με τον τρόπο αυτό, όπως σημείωναν οι επικριτές του, επί της ουσίας οι τελευταίες αντιμετωπίζονταν ως εξίσου μεγάλη απειλή για τη γαλλική γλώσσα, όπως και τα αγγλικά.
Ετσι, εκτός των άλλων, σβήνονταν μονοκονδυλιά η γλωσσική ιστορία της Γαλλίας και μια πορεία η οποία, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ήθελε τα γαλλικά να αποτελούν τη γλώσσα των «πάνω», δηλαδή των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων, ενώ οι τοπικές διάλεκτοι ήταν αυτές που χαρακτήριζαν την καθημερινή ζωή των «κάτω», που ήταν οι πολυπληθέστεροι.

Στο κενό οι προσπάθειες μεταρρύθμισης

Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή θεωρήθηκε τόσο ζωτικής σημασίας ώστε, έκτοτε, όσες προσπάθειες και να έγιναν για να μεταρρυθμιστεί και να καταστεί πιο ευέλικτος ο συγκεκριμένος νόμος πρακτικά έπεσαν στο κενό. Το 2000, για του λόγου το αληθές, ο Ζακ Λανγκ -από τη θέση του υπουργού Παιδείας- παρουσίασε το όραμά του για τη βασική δημόσια εκπαίδευση.
Ανάμεσα σε όσα ανέφερε, στο πλαίσιο ενός πενταετούς σχεδιασμού, υπήρχε και η πρόβλεψη κάθε παιδί να διδάσκεται και να μαθαίνει με επάρκεια δύο ξένες γλώσσες -σε τέτοιο βαθμό ώστε με την είσοδό του στο γυμνάσιο να είναι σε θέση να παρακολουθήσει την παράδοση ενός τουλάχιστον μαθήματος σε άλλη γλώσσα, εκτός των γαλλικών. Παράλληλα, υποσχέθηκε ότι οι σημαντικότερες τοπικές διάλεκτοι θα ενσωματώνονταν σταδιακά στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Το όραμα του Λανγκ για μια «πολυγλωσσική κοινωνία», όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε αλυσιδωτές και έντονες αντιδράσεις.
Έπειτα δε από προσφυγή που πραγματοποιήθηκε το 2001, το Συμβούλιο του Κράτους ανέστειλε πρακτικά την εφαρμογή των αλλαγών, εκτιμώντας ότι έρχεται σε αντίθεση τόσο με το άρθρο 2 του συντάγματος όσο και με τον «Νόμο Τουμπόν». Και έξι χρόνια αργότερα, για να δείξει ότι στο Παρίσι δεν αστειεύονται, ο τότε πρόεδρος Ζακ Σιράκ αποχώρησε επιδεικτικά (αν και προσωρινά...) από μια σύνοδο της Ε.Ε. όταν ο συμπατριώτης του πρόεδρος του λόμπι των Ευρωπαίων βιομηχάνων τόλμησε να απευθυνθεί προς τους ηγέτες των κρατών-μελών στα αγγλικά!

Ίδια τύχη είχε και μία ανάλογη προσπάθεια που εκδηλώθηκε μία και πλέον δεκαετία αργότερα. Το 2013, η υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης του Φρανσουά Ολάντ, Ζενεβιέβ Φιοράσο, επιχείρησε και πάλι να αλλάξει τον νόμο ώστε να δοθεί η δυνατότητα στα πανεπιστήμια να παρέχουν διδασκαλία στα αγγλικά σε ορισμένα επιστημονικά πεδία και μαθήματα. Βασικό της επιχείρημα ήταν η προσέλκυση ξένων σπουδαστών, κυρίως από αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και άλλες. Προειδοποίησε δε ότι στην περίπτωση που δεν επιτραπεί η εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας, τότε η έρευνα στα γαλλικά ιδρύματα θα μοιάζει σαν να «κάθονται πέντε Προυστ γύρω από το ίδιο τραπέζι».

Το γαλατικό χωριό και ο Ντε Γκολ

Η γαλλική διανόηση, όμως, δεν φάνηκε να συμφωνεί με τις προθέσεις της και εξεγέρθηκε, ακόμη μία φορά, θεωρώντας ειδικά την αναφορά στον Προυστ ως μέγιστο ατόπημα. Η Γαλλική Ακαδημία, μάλιστα, έφτασε να κάνει λόγο για «γλωσσική προδοσία»! Και έτσι, η ελίτ της δεύτερης μεγαλύτερης χώρας της Ευρώπης απέδειξε ότι δεν ήταν έτοιμη να κάνει το βήμα που της ζητούσε η εφημερίδα «Liberation», στην έκκλησή της προς τους Γάλλους «να σταματήσουν να συμπεριφέρονται ως οι τελευταίοι εκπρόσωποι του πολιορκημένου γαλατικού χωριού», δηλαδή ως σύγχρονοι Αστερίξ και Οβελίξ.

Μήπως, όμως, έχει έρθει σήμερα η ώρα για να βάλει στην άκρη η Γαλλία αυτή την ιδεολογική τακτική, προχωρώντας σε αλλαγές; Μήπως η παρουσία του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία, ο οποίος έχει δηλώσει πρόθυμος και έτοιμος να τα αλλάξει όλα, μπορεί να δώσει την αναγκαία ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση; Και μήπως η προτροπή του Γάλλου υπουργού Πολιτισμού έγινε απλώς εκ παραδρομής;

Η απάντηση δεν φαίνεται να είναι καταφατική. Για την ακρίβεια, υπάρχουν κάποιοι που ήδη ισχυρίζονται πως σε περίπτωση που το Brexit ολοκληρωθεί, τότε η αγγλική γλώσσα θα πρέπει να αφαιρεθεί πλήρως από τα επίσημα έγγραφα της Ε.Ε., δίνοντας αυτομάτως στη γαλλική την πρωτοκαθεδρία και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποδεικνύοντας, έτσι, ότι οι μνήμες του Εκατονταετούς Πολέμου, της Ζαν ντ' Αρκ και των βέτο που έθεσε ο Ντε Γκολ για την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ τη δεκαετία του '70 είναι ζωντανές.

Πηγή Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο