Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Η "Κοίμηση της Θεοτόκου"του Ελ Γκρέκο

 
Ο Ελ Γκρέκο ζωγράφισε την "Κοίμηση της Θεοτόκου"(αυγοτέμπερα σε ξύλο) κοντά στο τέλος της κρητικής του περιόδου, ​​κατά πάσα πιθανότητα πριν από 1567.
Η υπογραφή του Ελ Γκρέκο «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας» στη βάση του μεσαίου κηροπηγίου ανακαλύφθηκε τυχαία το 1983 από τον αρχαιολόγο - βυζαντινολόγο κ. Γεώργιο Μαστορόπουλο, υπάλληλο της Γ' Εφορείας Νήσων Β.Α. Αιγαίου, που έφθασε στη Σύρο στο πλαίσιο έρευνας και μελέτης για τους ναούς και τα κειμήλια τους.

Ήταν Παρασκευή πρωταπριλιά του 1983 όταν, σύμφωνα με μαρτυρία του προϊσταμένου του Ναού, αρχιμανδρίτη Αλέξ. Τσιουχάρη, ο αρχαιολόγος είδε την εικόνα καλυμμένη με πολλά αφιερώματα και με ασημένια επικάλυψη των μορφών του Ιησού και της Θεοτόκου και μαυρισμένη από το χρόνο. Αφού, είχε τη συγκατάθεση του παρόντος εφημερίου, π. Κωνσταντίνου Κοντού, αφαίρεσε τα αφιερώματα και τις επικαλύψεις και ύστερα από έναν πρώτο καθαρισμό είδε ξαφνικά την υπογραφή "Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας".

Η έκπληξη και η συγκίνηση ήταν μεγάλη και αμέσως η εικόνα μεταφέρθηκε υπό προστασία στην Αθήνα για μελέτη και συντήρηση. Το ίδιο βράδυ γίνονται οι σχετικές ανακοινώσεις από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Καθαρίστηκε και συντηρήθηκε από τον κ. Μπαλτογιάννη.


Στο ναό βρίσκεται από το 1850 περίπου. Δεδομένου ότι δεν διασώζονται Αρχεία του Ναού, τα οποία καταστράφηκαν την περίοδο της Κατοχής από συμμαχικό βομβαρδισμό του λιμένα της Ερμούπολης, από τον οποίο επλήγη το ιερό Βήμα, όπου και φυλάσσονταν τα Αρχεία του, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τον τρόπο ελεύσεως της Εικόνας στο Ναό.

Κατά την επικρατέστερη άποψη, η εικόνα μεταφέρθηκε στη Σύρο από τους Ψαριανούς πρόσφυγες, οι οποίοι, φεύγοντας από τα κατεστραμμένα Ψαρά, αναζητώντας νέα πατρίδα, μετέφεραν μαζί τους, με τα άλλα όσια και ιερά, την Εικόνα της Κοιμήσεως, την οποία αφιέρωσαν στον ομώνυμο Ναό, τον επιλεγόμενο "των Ψαριανών", δεύτερο χρονολογικά Ναό της Ερμούπολης, που οι ίδιοι έκτισαν μεταξύ των ετών 1826 - 1829.

 
Ένα εξαιρετικό έργο της νεανικής ηλικίας του μεγάλου ζωγράφου, που δείχνει πόσο ώριμος τεχνίτης της «βυζαντινής» τεχνικής και τεχνοτροπίας ήταν ο Θεοτοκόπουλος όταν έφευγε από την Κρήτη (1567), αλλά και κοινωνός της ορθοδόξου πνευματικότητας. Μια προσωπικότητα που είχε, όπως αποδεικνύεται διαμορφωθεί πριν φύγει για Βενετία και από εκεί για Ισπανία όπου μεγαλούργησε.


Η ανακάλυψη της Κοιμήσεως οδήγησε στην αναγνώριση των άλλων τριών έργων του ("το Τρίπτυχο της Μοντένα" [1568], "ο Άγιος Λουκάς ζωγραφίζει την Παναγία" [1567] και "η Προσκύνηση των Μάγων" [1567]) και στη συνέχεια την αποδοχή ως αυθεντικών περισσοτέρων έργων του, υπογεγραμμένων ή μη (όπως "το Πάθος του Χριστού" ζωγραφισμένα [Πιετά με Αγγέλους] το 1566).

Η εικόνα φέρει όλα τα στοιχεία για το καθιερωμένο μοτίβο για το θέμα αυτό, το οποίο ήταν πολύ κοινό στην Ορθόδοξη Εκκλησία με την οποία ο Ελ Γκρέκο ανατράφηκε και επηρεάστηκε από αυτή. Παρ' όλα αυτά, έχει χάσει κάποια στοιχεία της παραδοσιακής βυζαντινής λιτότητας, υιοθετώντας χαρακτηριστικά της Αναγέννησης.

Έχει όμως ακόμα και κάποιες μικρές παραλλαγές, αντί π.χ. της αυστηρής σύνθεσης με τους δύο άξονες σε ορθή γωνία, παρουσιάζεται εδώ μια περισσότερο δυναμική σύνθεση με την ελαφρά διαγώνια τοποθέτηση της Παναγίας και τη σχεδόν ομόλογη του Χριστού, που σκύβει προς την Παναγία. Εχει ακόμη επισημανθεί η ιταλική καταγωγή του κηροπηγίου και του περιστεριού. Οι λεπτομέρειες αυτές δίνουν το στίγμα της εποχής, του τόπου, αλλά και των αναζητήσεων του μεγαλοφυούς καλλιτέχνη.

Η σύνθεση της "Ταφής του Κόμη Οργκάθ" έχει στενή σχέση με την βυζαντινή εικονογραφία της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου". Τα παραδείγματα που έχουν χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει αυτή την άποψη έχουν μια στενή σχέση με την εικόνα της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου" του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που ανακαλύφθηκε το 1983 στην εκκλησία με το ίδιο όνομα στη Σύρο. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα πιστεύει ότι μια τέτοια σύνδεση υπάρχει. Ο Robert Byron, σύμφωνα με τον οποίο ο εικονογραφικός τύπος της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου" ήταν το συνθετικό μοντέλο για την "Ταφή του Κόμη Οργκάθ", ισχυρίζεται ότι ο Ελ Γκρέκο ως γνήσιος βυζαντινός ζωγράφος εργάστηκε καθόλη τη ζωή του με ένα ρεπερτόριο των κατασκευαστικών στοιχείων και μοτίβων κατά βούληση, ανάλογα με τις απαιτήσεις και την εκφραστική αφήγηση της τέχνης.