Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Η Κύπρια που διασώζει τους ανεκτίμητους θησαυρούς της Ορθοδοξίας


«Έσωσε» µια πολύτιµη βυζαντινή λειψανοθήκη µε τµήµατα λειψάνων του Αγίου Μάµαντα και αγίων και οσίων. Ο λόγος για την ιστορικό τέχνης και εκτιµήτρια έργων, Μαρία Παφίτη, που αποδείχθηκε για άλλη µια φορά πολύτιµη, καθώς εντόπισε στη Γερµανία το σπάνιο θρησκευτικό κειµήλιο που κλάπηκε από τον Ναό του Αγίου Μάµαντα της Μητρόπολης Μόρφου στην κατεχόµενη Κύπρο και χάρη στις ενέργειές της το αντικείµενο αποσύρθηκε από τη δηµοπρασία της 12ης Απριλίου στο Ντίσελντορφ.

Μαζί µε εκπροσώπους της κυπριακής κυβέρνησης και της Μητρόπολης Μόρφου βρέθηκε πρόσφατα στον οίκο δηµοπρασιών και πήρε την ξύλινη λειψανοθήκη, που χρονολογείται στα 1835, µε το πολύτιµο περιεχόµενο. Η υποδοχή του κειµηλίου, στην Ευρύχου, έδρα σήµερα της Μητρόπολης Μόρφου, έγινε µέσα σε κλίµα συγκίνησης και κατάνυξης. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η Μαρία Παφίτη βοήθησε ώστε να επαναπατριστούν θρησκευτικοί θησαυροί στη µαρτυρική Μεγαλόνησο.

Τον Απρίλιο του 2018 επέστρεψε στην Κύπρο το ψηφιδωτό του Απόστολου Ανδρέα από την εκκλησία της Παναγίας Κανακαριάς στη Λυθράγκωµη της Καρπασίας, που χρονολογείται στον 6ο µ.Χ. και αποτελεί µνηµείο της παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς, για τον επιπλέον λόγο ότι «επέζησε» της εικονοµαχίας (726-843 µ.Χ.). «Αγαπώ την πατρίδα µου και είµαι χαρούµενη όταν βοηθώ να επιστρέφουν τα κειµήλια που έφυγαν κατά την τουρκική εισβολή και κατοχή.
Καθένας στη θέση µου θα έκανε το ίδιο, πιστεύω» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» η Μαρία Παφίτη, γνωστή στην Κύπρο και ως… Λάρα Κροφτ, επειδή «µπαινοβγαίνει» -νοερά, φυσικά- στα σαλόνια των τσάρων, στις σπηλιές των πρώτων χριστιανών, στα ανάκτορα του Βυζαντίου και στα ασκηταριά του Μεσαίωνα. Εκεί αναζητά πληροφορίες για πολύτιµες εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, βιβλία και χειρόγραφα, θησαυρούς που σήκωσαν οι αρχαιοκάπηλοι εκµεταλλευόµενοι τα ταραγµένα χρόνια µετά το 1974.
Ξεκίνησε τις σπουδές της στην Κύπρο και έκανε δύο µεταπτυχιακά στο Λονδίνο, πάνω στη βυζαντινή τέχνη. Εργάστηκε στην Tate Modern και αργότερα ως επικεφαλής στο τµήµα των εικόνων του οίκου δηµοπρασιών Christie΄s. Πριν από µερικά χρόνια, ωστόσο, αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο και πλέον έχει δικό της γραφείο στη Λευκωσία ως εκτιµήτρια έργων τέχνης, κυρίως της βυζαντινής και της πρώιµης περιόδου του Ελ Γκρέκο, στις οποίες έχει ειδικευτεί.

Ο αγώνας για την επιστροφή

Για τη δηµοπρασία της λειψανοθήκη του Αγίου Μάµαντα ενηµερώθηκε µόλις µία ώρα πριν αυτή γίνει, στις 12 Απριλίου, στο Hargesheimer Kunstauktionen στο Ντίσελντορφ. Ο αρχιµανδρίτης Φώτιος της τηλεφώνησε και αµέσως εκείνη επικοινώνησε µε τον Κύπριο πρέσβη στο Βερολίνο, Ανδρέα Χατζηχρυσάνθου. Η καγκελαρία απέρριψε το αίτηµα της Κύπρου να αποσυρθεί το αντικείµενο, µε το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε φωτογραφική τεκµηρίωση και η δηµοπρασία προχωρούσε κανονικά. Η Μαρία Παφίτη βρήκε έναν γνωστό της dealer που ήταν παρών στον χώρο, ο οποίος την ενηµέρωσε ότι το ενδιαφέρον για το αντικείµενο που είχε αριθµό 485 ήταν µεγάλο. Εκείνη δεν έχασε χρόνο. Εστειλε mail στη Σούζαν Χαργκεσάιµερ, ιδιοκτήτρια του οίκου δηµοπρασιών, η οποία και συµφώνησε να αποσυρθεί η λειψανοθήκη από τη διαδικασία.
«Σε µας έφτασε από τον κληρονόµο ενός συλλέκτη εικόνων στη Βόρεια Γερµανία, ο οποίος όµως δεν µπόρεσε να εντοπίσει τη διαδροµή της λειψανοθήκης στη Γερµανία, λόγω έλλειψης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων» δήλωσε στο «Εθνος της Κυριακής» η Σούζαν Χαργκεσάιµερ, που µαζί µε τον σύζυγό της, Φρανκ, αγόρασαν το αντικείµενο και το δώρισαν στη Μητρόπολη της Μόρφου. Το ζεύγος Χαργκεσάιµερ δεν ζήτησε κανένα οικονοµικό αντάλλαγµα, αρνήθηκε ωστόσο να αποκαλύψει πόσα χρήµατα έδωσε για την απόκτησή του.

«Χτυπήματα» έως 30.000 ευρώ

Στον επίσηµο κατάλογο της δηµοπρασίας η βυζαντινή λειψανοθήκη εκτιµήθηκε στα 400 ευρώ, πληροφορίες µας αναφέρουν ότι υπήρξαν τουλάχιστον 10 ενδιαφερόµενοι, κάποιοι από τους οποίους έδιναν µέχρι και 30.000€. Η αξία της λειψανοθήκης έγκειται κυρίως στο πολύτιµο περιεχόµενό της. Σε αυτήν φυλάσσονται τµήµατα λειψάνων του Αγίου Μάµαντα του Μυροβλήτου αλλά και του Αγίου Παντελεήµονα του Ιαµατικού, του Αγίου Ιεροµάρτυρος Χαραλάµπους, του Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, του Αγίου Τρύφωνος, του Αποστόλου Φιλίππου, του Μιχαήλ Επισκόπου Συνάδων, του Νεοµάρτυρα Πολυδώρου του Κύπριου, του Οσίου Θεοφόρου πατρός Ιωάννου του Λαµπαδιστού. Το κειµήλιο είναι ξύλινο, σε σχήµα βιβλίου, καλυµµένο εξωτερικά µε δέρµα. Εσωτερικά έχει µια µεταλλική πλάκα µε ενδιάµεσα κενά, µέσα στα οποία είναι τεµάχια λειψάνων. Ο µητροπολίτης Μόρφου, Νεόφυτος, αποκάλυψε ότι στον Ιερό Ναό του Αγίου Μάµαντα υπήρχαν τρεις λειψανοθήκες και το 2003, όταν επέστρεψε µαζί µε ιερείς, βρήκε µόνο µία, την πιο µικρή, και µάλιστα άδεια. Σε εξέλιξη βρίσκεται µεγάλη προσπάθεια των κυπριακών Αρχών για τον εντοπισµό της τρίτης και ήδη… σαρώνονται οι κατάλογοι των οίκων δηµοπρασιών ανά τον κόσµο, µε στόχευση σε κάποιους συγκεκριµένους.


Ο επαναπατρισµός του ψηφιδωτού της Παναγίας Κανακαριάς

Η ιστορικός τέχνης και εκτιµήτρια έργων, Μαρία Παφίτη, νιώθει υπερήφανη και δικαιωµένη που κατάφερε να ολοκληρωθεί µε επιτυχία ο επαναπατρισµός της πολύτιµης βυζαντινής λειψανοθήκης µε τµήµατα λειψάνων του Αγίου Μάµαντα και αγίων και οσίων. Αλλά θεωρεί ως σηµαντικότερη στιγµή στην καριέρα της την επιστροφή τον Απρίλιο του 2018 -έπειτα από έναν αγώνα 4 χρόνων που έδωσε- του κλεµµένου ψηφιδωτού του Αποστόλου Ανδρέα από την εκκλησία της Παναγίας Κανακαριάς, το οποίο εκτίθεται σήµερα στο Βυζαντινό Μουσείο Λευκωσίας.
«Ο ψηφιδωτός διάκοσµος της Παναγίας Κανακαριάς στην Καρπασία, που χρονολογείται στις αρχές του 6ου µ.Χ. αιώνα, έχει τεράστια σηµασία για την παγκόσµια πολιτιστική κληρονοµιά, καθώς είναι ένα από τα ελάχιστα έργα χριστιανικής τέχνης που γλίτωσαν από την Εικονοµαχία, προσφέροντας έτσι σηµαντικές πληροφορίες για την απεικόνιση των θείων προσώπων κατά την πρώιµη βυζαντινή εποχή» µας εξηγεί. Η αξία του ήταν σηµαντική από παλιά και το Πανεπιστήµιο του Χάρ – βαρντ επέλεξε αυτή την εκκλησία για να τη µελετήσει και να τη συντηρήσει. Η µελέτη εκείνη του 1970, που περιείχε και πλήθος φωτογραφιών, αποτέλεσε τον οδηγό για τον επαναπατρισµό του ψηφιδωτού, που φιλοτεχνήθηκε από Κύπριους καλλιτέχνες την περίοδο 526- 530 µ.Χ.
Σύµφωνα µε τους ιστορικούς τέχνης, το ψηφιδωτό της Παναγίας Κανακαριάς (στο οποίο η Παναγία ένθρονη κρατά τον Χριστό, όχι ως βρέφος, αλλά ως µικρό αγόρι), µαζί µε εκείνο της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι, της Μεταµόρφωσης του Σινά και αυτά της Ραβέννας, προσφέρουν πολύτιµες πληροφορίες για τη βυζαντινή τέχνη πριν από τον 8ο αιώνα. Η Κανακαριά έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1974, ωστόσο οι κάτοικοί της εκτοπίστηκαν δύο χρόνια αργότερα. Αυτόπτες µάρτυρες ανέφεραν ότι µεγάλα φορτηγά άδειασαν την εκκλησία της Παναγίας από τους θησαυρούς της. Οπως προέκυψε, οι ιερόσυλοι αποκόλλησαν τα ψηφιδωτά χρησιµοποιώντας υφάσµατα και στη συνέχεια τα έβαλαν σε κορνίζες. Ετσι τα πουλούσαν.
«Ο άνθρωπος που οργάνωσε τη λεηλασία ήταν ο Τούρκος Αϊντίν Ντικµέν, που ζούσε στο Μόναχο» αναφέρει η Μαρία Παφίτου. Τα πρώτα σπαράγµατα των ψηφιδωτών της Παναγίας Κανακαριάς επέστρεψαν στην Κύπρο το 1984. Είχαν εντοπιστεί από τον Ελληνα έµπορο τέχνης, Γιάννη Πετσόπουλο, ο οποίος επισκέφθηκε τον Αϊντίν Ντικµέν, ενώ άλλα τέσσερα κοµµάτια επέστρεψαν το 1991 από την Ινδιανάπολη των ΗΠΑ.

Η Δικαστική διαμάχη
Είχε προηγηθεί πολύχρονη δικαστική διαµάχη της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας και της ιδιοκτήτριας γκαλερί, Πεγκ Γκόλντµπεργκ, η οποία αγόρασε τα ψηφιδωτά από Ολλανδό αρχαιοκάπηλο αντί του ποσού του 1.080.000 δολαρίων και τα πουλούσε στο Μουσείο Πολ Γκετί στην Καλιφ ό ρ ν ι α γ ι α 20.000.000 δολάρια. Το 2013 το Εφετείο του Μονάχου αποφάσισε να επιστραφούν στην Κύπρο 173 έργα τέχνης που βρέθηκαν στην κατοχή του Ντικµέν, ανάµεσά τους και το ψηφιδωτό του Αποστόλου Θωµά από την Παναγία Κανακαριάς. Το 2014 ένας Ευρωπαίος συλλέκτης ζήτησε από τη Μαρία Παφίτη να εκτιµήσει τα έργα µιας συλλογής που είχε αγοράσει το 2010, ανάµεσά τους και το ψηφιδωτό του Αποστόλου Ανδρέα. Η έρευνα οδήγησε και πάλι στον Αϊντίν Ντικµέν, ο οποίος φέρεται να το είχε πουλήσει πριν από το 1991. Ο έµπορος δέχτηκε να το επιστρέψει ζητώντας ένα συµβολικό ποσό 50.000 ευρώ, το οποίο όµως µαζί µε τα έξοδα µεταφοράς και συντήρησης έφτασε στα 64.000 ευρώ. Το ποσό πλήρωσαν δύο επιφανείς Κύπριοι επιχειρηµατίες, ο φαρµακοβιοµήχανος Ανδρέας Πίττας και ο ιδιοκτήτης επενδυτικής εταιρείας στη Νέα Υόρκη, Ρόης Πογιατζής. «Η πληρωµή για την αποδέσµευση και επιδιόρθωση του ψηφιδωτού έγινε µε µεγάλη χαρά από µας. Ακόµη ένα λαµπρό κοµµάτι της κυπριακής πολιτισµικής και χριστιανικής παρακαταθήκης επανέρχεται τελικά στην πατρίδα του» δήλωσε κατά την τελετή παράδοσης ο Ανδρέας Πίττας.
 
Μαρία Ριτζαλέου