Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Πλατεία Ομονοίας: Η πορεία της στην ιστορία που την μεταμόρφωσε στο έκτρωμα του σήμερα-Εικόνες

Όλοι γνωρίζουμε την πλατεία Ομονοίας ως ένα τσιμέντινο έκτρωμα χωρίς καμία αισθητική. Οι πιο παλιοί όμως θα θυμούνταν πως δεν ήταν πάντα έτσι.

Αν ο Έντουαρντ Μέρφι δεν είχε ξεστομίσει το περίφημο «τίποτα δεν είναι τόσο κακό, ώστε να μην μπορεί να γίνει χειρότερο», θα μπορούσε άνετα να το είχε λανσάρει κάποιος από τους αρχιτέκτονες των τελευταίων χρονικά μεταλλάξεων της πλατείας Ομονοίας.

Ή μήπως κάποιος από τους δημάρχους Αθηναίων, που έβαλαν την υπογραφή τους, προκρίνοντας αυτά τα σχέδια;

Όπως και να ‘χει, η περιοχή, που ως η πιο κεντρική θα έπρεπε να αποτελεί τη βιτρίνα μιας πόλης, ως σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της, σήμερα περισσότερο αναγνωρίζεται ως σημείο… συμφοράς.

Είναι θαρρείς το σύμβολο παρακμής της χώρας ως οικονομία, είτε με την οικονομική, είτε με την κοινωνική προέκταση της. Με διαρκή πορεία επιδείνωσης και απώλειας αισθητικής τα τελευταία χρόνια, ώστε να φτάσουμε σε αυτό το κακόγουστο, εγκαταλελειμμένο, τσιμεντένιο έκτρωμα του σήμερα.



Η μίνιμουμ αποδεκτή εικόνα για την κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας θα ήταν τουλάχιστον να μη χαλάει τη διάθεση των περαστικών. Η σημερινή μάλλον χαλάει ακόμα και αυτών των περιθωριοποιημένων (τοξικομανών, λαθρομεταναστών κ.λ.π.), που αποτελούν πια τους μοναδικούς θαμώνες της.

Αρκετοί γνωρίζουν βέβαια ότι τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά στην πορεία του χρόνου. Ο χώρος πήρε το σχήμα πλατείας από τα μέσα του 19ου αιώνα κιόλας, από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ το 1846, σύμφωνα με το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας.

Αρχικός στόχος ήταν να φιλοξενήσει τα Ανάκτορα και γι’ αυτό βαφτίστηκε εν τη γενέσει της πλατεία Ανακτόρων. Η θέση όμως απορρίφθηκε από τον πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο, λόγω του ότι η περιοχή γειτνίαζε με εργατικές συνοικίες (Μεταξουργείο) και ήταν σε κοίλωμα κοντά στα έλη του Κηφισού.



Με την πάροδο του χρόνου μετονομάστηκε σε Πλατεία Όθωνος προς τιμή του βασιλιά. Το μεσημέρι της 14ης Οκτωβρίου του 1862 πλήθος Αθηναίων συνέρρευσαν στην πλατεία για να πανηγυρίσουν την έξωση του Όθωνα, μετά την επανάσταση που είχε ξεσπάσει στην Πελοπόννησο, τη δυτική Στερεά και εν τέλει την Αθήνα.

Τότε, ο υπέρμαχος του αντιβασιλικού ρεύματος και πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης, Δημήτριος Βούλγαρης, απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους, καλώντας τους να δώσουν όρκο «πίστης στην πατρίδα και υπακοής στις εθνικές αποφάσεις». Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το όνομα «ομόνοια».
Και αυτό τελικά επικράτησε μετά τη συμφιλίωση των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων, των «ορεινών» και των «πεδινών» επί της πλατείας, τον Ιούνιο του 1863.

Στα πρώτα χρόνια της ως «πλατεία Ομονοίας» εξωραΐζεται και δενδροφυτεύεται, σε βαθμό που γίνεται καταπράσινη. Μια μαρμάρινη εξέδρα φιλοξενεί την μπάντα κάθε Κυριακή.



Το 1889, στο τέλος της Αθηνάς, οικοδομείται με σχέδια του Ερνεστ Τσίλερ το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, σήμα κατατεθέν της περιοχής, η οποία σταδιακά μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς της κοσμικής κίνησης της πόλης.

Η πλατεία αλλάζει μορφή όταν ολοκληρώνονται τα έργα για τον σταθμό του Ηλεκτρικού το 1930. Η νέα εικόνα της είναι λιγότερο πράσινη και περισσότερο αστική. Το σχήμα της γίνεται κυκλικό. Στο κέντρο της, κατασκευάζονται περίπτερα για τους ανθοπώλες και η είσοδος του ηλεκτρικού, ενώ περιμετρικά τοποθετούνται οκτώ τσιμεντένιες Μούσες κάτω από κίονες, οι οποίοι λειτουργούν ως αεραγωγοί.


Η πλατεία τον καιρό που είχαν τοποθετηθεί οι Μούσες
Οι Μούσες βεβαίως ήταν εννέα, αλλά για λόγους συμμετρίας και αισθητικής, η ένατη που περίσσεψε (η Καλλιόπη) τοποθετήθηκε πάνω από τα δημόσια ουρητήρια και ακριβώς έτσι η μία εκ των αγγαρειών στο στρατό συνδέθηκε με την… Καλλιόπη.

Οι Μούσες δεν μακροημέρευσαν, έξι χρόνια αργότερα απομακρύνθηκαν από την πλατεία. Εκτός του ότι χαρακτηρίστηκαν κακόγουστες, μία από αυτές έπεσε κατά την διάρκεια διαδηλώσεων, με κίνδυνο να τραυματίσει περαστικούς.

Από το 1960 ξεκινά μια νέα εποχή για την πλατεία, καθώς μετατρέπεται πια σε κυκλοφοριακό κόμβο, που δεν επιτρέπει την πρόσβαση πεζών. Το κοσμικό παρελθόν της ξεθωριάζει. Οι πεζοί αποκλείονται, καθώς ολοκληρώνεται η διαρρύθμιση της επιφάνειας της πλατείας σε τεχνητή λίμνη με συντριβάνια.



Η αλλαγή γίνεται στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του κέντρου της Αθήνας, που δίνει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο. Μέσα σε μια δεκαετία τα συντριβάνια ανακατασκευάζονται σε διάφορες μορφές (μέχρι που αντικαθίστανται από υδάτινους πίνακες), οι πεζοί όμως παραμένουν αποκλεισμένοι από την επιφάνεια της.
Τη δεκαετία του ’90, η Ομόνοια σκάβεται ξανά, αυτή τη φορά για τις ανάγκες του μετρό, αλλάζοντας και πάλι μορφή. Το γκαζόν επιστρέφει, ενώ το υγρό στοιχείο (συντριβάνι) δίνει τη θέση του στο στερεό, με την τοποθέτηση του «Δρομέα» του Κώστα Βαρώτσου. Γρήγορα όμως, το άγαλμα, αν και εντυπωσιακό, μεταφέρεται για λόγους ασφαλείας, ώστε να μην κινδυνέψει από τους κραδασμούς των έργων του μετρό.

Η τελευταία προσπάθεια ανάπλασης έγινε πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και εξελίσσεται σε παταγώδη αποτυχία. Ξηλώνεται και το τελευταίο στοιχείο που θα μπορούσε να παραπέμψει στο ένδοξο παρελθόν της. Η κατακραυγή για το αισθητικό αποτέλεσμα είναι γενική.



Εκτός από άνυδρο, το σκηνικό που απομένει είναι ένα γκρι, αποκρουστικό θέαμα, γαρνιρισμένο από τυροπιτάδικα και fast food. Οι πλάκες της πλατείας είναι σκούρες από τη βρόμα, ραγισμένες και παρατημένες στην τύχη τους. Αποτελεί πλέον συνώνυμο μαρασμού και κακοφημίας, ως τόπος συνάθροισης «αθλίων».

Είναι άραγε οριστική η «ρήξη» με την αίγλη του παρελθόντος; Πιθανόν όχι, αν αυτοί που θα επιφορτιστούν την ευθύνη για το επόμενο σχέδιο ανάπλασης – διότι νομοτελειακά θα υπάρξει και τέτοιο – αποδείξουν ότι διδάχτηκαν από τα λάθη των προγενέστερων. Έχοντας παράλληλα στο μυαλό τους ότι η εφαρμογή της φράσης του Έντουαρντ Μέρφι… τερματίστηκε πάνω στη δύσμοιρη πλατεία.