Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Πολίτευμα της ντροπής

Αιώνια θύματα είμαστε πάντοτε όλοι εμείς οι απλοί Πολίτες που νομίζουμε ανόητα πως με το να ασκούμε το εκλογικό μας δικαίωμα, μπορούμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας

Του Βασίλη Βιλιάρδου





Δεν καταλαβαίνουμε τι νόημα έχει να συζητάει η Βουλή για την αλλαγή κάποιων άρθρων του Συντάγματος, σε μία χώρα χρεοκοπημένη όσο καμία άλλη στην παγκόσμια ιστορία, υπό την οικονομική κατοχή της Γερμανίας και τη στρατιωτική των Η.Π.Α. – πόσο μάλλον προσχηματικά, αφού ολόκληρο το Σύνταγμα είναι «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα ενός βρώμικου και διαφθαρμένου κομματικού-πελατειακού κράτους, το οποίο είναι το μοναδικό που επιβίωσε από την καταστροφική πολιτική των μνημονίων, καθώς επίσης από το έγκλημα του PSI, της αντιστροφής του δημοψηφίσματος, της τρίτης δανειακής σύμβασης, του αφελληνισμού των τραπεζών κοκ.

Παρεμπιπτόντως, ο στόχος των τραπεζών με τη νέα ανακεφαλαίωση που θέλουν να δρομολογήσουν δεν είναι άλλος από την απομύζηση του μαξιλαριού των 24 δις € που έχει το δημόσιο, για να διευκολυνθεί η πρόσβαση του στις αγορές – ενώ μέχρι στιγμής κανένας δεν έχει ερευνήσει σχετικά με το πού πήγαν τα περίπου 41 δις € των προηγουμένων κεφαλαιοποιήσεων εκ μέρους των φορολογουμένων (ανάλυση). Με λίγα λόγια διασώσαμε τις τράπεζες χωρίς κανένα αντάλλαγμα, για να μας πάρουν τα σπίτια μας με τις θυγατρικές που οι ίδιες θα ιδρύσουν – για να μας ληστέψουν δηλαδή χωρίς να το πάρουμε καν είδηση, θεωρώντας μας προφανώς απόλυτα ηλιθίους.

Επιστρέφοντας στο θέμα του Συντάγματος, η απάντηση στην απορία μας είναι εμφανής, με την έννοια πως η συζήτηση χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού για την κάλυψη του ξεπουλήματος του ονόματος της Μακεδονίας που επιθυμούσε τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση – η οποία δεν ήταν καν υπέρ του δημοψηφίσματος, αφού ανέφερε στη συζήτηση για το Σύνταγμα πως θεωρεί επικίνδυνα τα δημοψηφίσματα. Ότι δηλαδή θεωρεί τους Έλληνες ικανούς να ψηφίζουν τις κυβερνήσεις τους, αλλά ανίκανους να αποφασίζουν συλλογικά για εθνικά θέματα – οπότε «ηλιθίους και ηλίθιες», όπως είχε επισημάνει η κυρία Νομικού.

Ειδικά όσον αφορά τώρα το άρθρο 86 του Συντάγματος, το περί (μη) ευθύνης υπουργών που αποτελεί μεγάλη ντροπή για μία δημοκρατική χώρα (ακόμη μεγαλύτερη ντροπή είναι η μη ύπαρξη Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχουν ακόμη και τα Σκόπια ή η Τουρκία), η πρόταση της κυβέρνησης δεν ήταν να καταργηθεί ολόκληρο, όπως θα έπρεπε, αλλά να απαλειφθεί μόνο η σύντομη παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων –  με την υπόλοιπη διαδικασία να παραμένει ως έχει!

Η ΝΔ δε συμφώνησε και ψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού φυσικά τη συμφέρει – τεκμηριώνοντας πως τα δύο αυτά κόμματα δεν διαφέρουν καθόλου, όσον αφορά τον εμπαιγμό των Ελλήνων που δεν θεωρούν Πολίτες, αλλά «υπηκόους» τους. Δηλαδή, συμφώνησαν για τα (ανόητα) μάτια του κόσμου να απαλειφθούν μόνο αυτά που έχουν υπογραμμισθεί στο άρθρο 86 – το οποίο παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου!


Ενώ λοιπόν ο πλανήτης βαδίζει προς μία νέα ύφεση, η οποία πιθανότατα θα συνοδευθεί από μία χρηματοπιστωτική κρίση και ένα παγκόσμιο κραχ, κρίνοντας από την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής πολλών χωρών της Ευρώπης (γράφημα), από την ύφεση της Ιταλίας, από τη στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας, από τα προβλήματα της Κίνας, από την παγκόσμια υπερχρέωση κοκ., η Βουλή συζητάει για το Σύνταγμα της αποικίας – έτσι όπως αυτό έχει διαμορφωθεί/διαστρεβλωθεί από τα πολιτικά κόμματα, μετά την επάνοδο της (δήθεν) Δημοκρατίας στη χώρα.

Υπενθυμίζουμε εδώ (πηγή) πως το Σύνταγμα του 1975 με όλες τις αναθεωρήσεις του, εγκαθίδρυσε ένα πολίτευμα κλειστό, το οποίο φρόντιζε μόνο για τη διατήρηση της εξουσίας των εμπνευστών του – χωρίς δυστυχώς να φροντίζει καθόλου για τη χρηστή δημοκρατική διακυβέρνηση. Τα μεγαλύτερα προβλήματα του ευρίσκονται στο πεδίο της οργάνωσης του Κράτους – όπου, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, τα εξής:

(α)  Η Βουλή είναι δέσμια της εκάστοτε κυβέρνησης, λόγω της μη θεσμοθέτησης χωριστών εκλογών για την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία – σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη θεσμών εσωκομματικής δημοκρατίας. Οι βουλευτές δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά ψηφίζουν τα νομοσχέδια που καταθέτει η κυβέρνηση, υπό την απειλή της διαγραφής τους σε περίπτωση μη τήρησης της «κομματικής πειθαρχίας» – οπότε πράγματι δεν υπήρχε κανένας λόγος να διαβάζουν τα μνημόνια, αφού δεν θα μπορούσαν να μην τα υπογράψουν.


Εάν ήθελαν βέβαια να παραμείνουν στο κόμμα όπου, εάν τυχόν αποφάσιζαν θαρραλέα να το εγκαταλείψουν, θα αντιμετώπιζαν τις σφοδρές επιθέσεις του κομματικού / κρατικού μηχανισμού σε διάφορα επίπεδα, μεταξύ άλλων στο φορολογικό, μέσω των ΜΜΕ κοκ. Οι εκλογές δε, διενεργούνται όποτε κρίνεται σκόπιμο από την εκάστοτε κυβέρνηση για μικροκομματικούς καθαρά σκοπούς και όχι κάθε τέσσερα χρόνια – όπως συμβαίνει σε όλες τις ευνομούμενες χώρες. Τέλος, η δήλωση υποταγής που υπέγραψε πρόσφατα ένας από τους «αποστάτες» των ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, για να κερδίσει την υπουργική καρέκλα (φωτογραφία) δεν θα μπορούσε να συμβεί ούτε σε μία αφρικανική χώρα – ενώ τεκμηριώνει την «ποιότητα» των ανθρώπων που ψηφίζουμε για τη Βουλή.

(β)  Το κόμμα, χωρίς η λειτουργία του να ρυθμίζεται παρά μόνο με μία γενική διάταξη του άρθρου 29, έχει αναδειχθεί σε υπέρτατο θεσμό του κράτους! Το γεγονός δε ότι, δεν ρυθμίζεται καθόλου ο τρόπος λειτουργίας του από το Σύνταγμα, έχει επιτρέψει την ύπαρξη τριτοκοσμικών κομμάτων – στα οποία δεν υπάρχουν καν οι στοιχειώδεις δημοκρατικοί θεσμοί και τα καταστατικά, αλλά επικρατεί η θέληση του εκάστοτε αρχηγού, καθώς επίσης της «αυλής» του, σαν να είναι βασιλιάς.

Ο αρχηγός τώρα, εάν ελέγχει το κόμμα, ελέγχει, εφόσον εκλεγεί το κόμμα του πρώτο, ολόκληρη τη Βουλή – φυσικά και την κυβέρνηση ενώ διορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης!

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι δυνατόν να μη νοιώθουν αηδία οι Ευρωπαίοι, όσα άδικα και αν έχουν, όταν γνωρίζουν πως δεν συναλλάσσονται με μία δημοκρατική εξουσία, αλλά με μία κομματική δικτατορία, η οποία είναι αδύνατον εκ των πραγμάτων να οδηγήσει τη χώρα σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης; Μπορούν ποτέ να εμπιστευθούν την Ελλάδα;

(γ)  Το Σύνταγμα, στο γνωστό άρθρο 44, προβλέπει δυνατότητα διενέργειας δημοψηφίσματος μόνο κατόπιν απόφασης της κυβέρνησης ή της πλειοψηφίας της Βουλής – άρα του κόμματος που κυβερνάει είτε μόνο του, είτε με τη συνεργασία κάποιου άλλου.

Η Βουλή τώρα, επομένως το κυβερνών κόμμα, έχει τη δυνατότητα, χωρίς προσφυγή στους Πολίτες, να αλλάζει τα σύνορα της χώρας, να εγκαθιστά ξένα στρατεύματα στο εσωτερικό της, να εκχωρεί συνταγματικές αρμοδιότητες σε διεθνείς οργανισμούς (Τρόικα, ΔΝΤ κλπ., οπότε δεν πρέπει να παραπονιόμαστε για τη μη τήρηση του Συντάγματος από τα μνημόνια), να περιορίζει την εθνική κυριαρχία (άρα η κυβέρνηση δεν λειτούργησε προδοτικά στο θέμα της Μακεδονίας ή αλλού, αφού το Σύνταγμα επιτρέπει την απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας), καθώς επίσης να αλλάζει το ίδιο το Σύνταγμα!

(δ)  Η Δικαιοσύνη είναι σαφώς ακρωτηριασμένη αφού, σύμφωνα με το άρθρο 90 του Συντάγματος, η ηγεσία της διορίζεται από την κυβέρνηση. Εκτός αυτού δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο αυξημένου κύρους για να κρίνει τη συνταγματικότητα ή μη των νόμων – καθώς επίσης για να διαπιστώσει εάν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία ψήφισής τους.

(ε)  Τα μέλη της εκάστοτε κυβέρνησης και όλοι οι βουλευτές έχουν κατοχυρώσει συνταγματικά την προνομιακή μεταχείριση τους και την ατιμωρησία τους έναντι των υπολοίπων Πολιτών, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 62 και 86 του Συντάγματος – τα οποία μεταφέρθηκαν στο Σύνταγμα του 1975 από τα Συντάγματα του 1864, του 1911 και του 1952. Ενισχύθηκαν επί πλέον με την αναθεώρηση του 2001 ακόμη περισσότερο, με νόμους συντομότατης παραγραφής των εγκλημάτων μελών και πρώην μελών κυβερνήσεων – όπου ισχύει προφανώς το γνωστό «κόρακας κορακιού μάτι δεν βγάζει».

Εκτός αυτού, δεν προβλέπεται σύστημα δημόσιας λογοδοσίας, όπως ισχύει ακόμη και για τον πιο μικρό σύλλογο – αφού στη Βουλή δεν κρίνεται ποτέ η τήρηση ή μη του εθνικού προϋπολογισμού του προηγουμένου έτους, ενώ δεν ευθύνεται κανένας για τις «νομοτελειακές» υπερβάσεις (οπότε λογικά υπερχρεώθηκε η χώρα, αφού αυτοί που διαχειρίζονται τα χρήματα μας δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη και δεν λογοδοτούν σε κανέναν).

Ακόμη δε και ο θεσμός του ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων της Βουλής είναι εντελώς «διάτρητος» – αφού διενεργείται μέσω μίας επιτροπής, στην οποία μετέχουν κατά πλειοψηφία μέλη της Βουλής, με αποτέλεσμα τα κόμματα να ελέγχουν ουσιαστικά τον εαυτό τους (μεταφορικά, όπως όταν ο ίδιος ο κλέφτης εκτελεί ταυτόχρονα καθήκοντα αστυνομικού).

(στ) Προφανώς δεν έχουν όλοι οι Έλληνες τα ίδια πολιτικά δικαιώματα – αφού τα κόμματα του κοινοβουλίου εξασφαλίζουν προνομιακή χρηματοδότηση και προβολή, διαπλέκονται με τις τράπεζες (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ χρωστούν πάνω από 500 εκ. € που θα πληρώσουμε τελικά εμείς) και με τα ΜΜΕ, ενώ αποκλείουν κάθε νέα κομματική κίνηση ανανέωσης της πολιτικής ζωής.
Επίλογος
Με κριτήριο όλα τα παραπάνω, δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς σχετικά με το ότι, η έννοια «κόμματα του συνταγματικού τόξου», είναι κάτι περισσότερο από κωμικοτραγική. Αντίθετα, θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυρισθεί πως πρόκειται για μία νόμιμη «συμμορία», πολύ πιο επικίνδυνη προφανώς από τις παράνομες «τύπου Μαφίας» – αφού τα κόμματα είναι υπεράνω των «νόμων», οπότε δεν διώκονται και δεν τιμωρούνται από κανέναν απολύτως, όπως οι παράνομες οργανώσεις.

Όσο για το χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως μία ευρωπαϊκή Δημοκρατία, με πολιτισμένους κανόνες ισονομίας για όλους τους Πολίτες της και με ένα σύγχρονο Κράτος Δικαίου, πρόκειται ασφαλώς για ένα πολύ κακόγουστο αστείο – ενώ δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει με τα κόμματα ούτε η άλλη «συμμορία», το ΔΝΤ, ούτε ο αυταρχικός κ. Σόιμπλε, ούτε κανένας άλλος, έχοντας ουσιαστικά αποφασίσει να υφαρπάξουν ότι έχουμε και δεν έχουμε, αποκτώντας οι ίδιοι την ιδιοκτησία της Ελλάδας.

Στα πλαίσια αυτά, όλοι όσοι έχουν συνειδητοποιήσει πως χωρίς σωστούς, έντιμους και λειτουργικούς θεσμούς (ανάλυση) δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να ορθοποδήσει μία χώρα, πόσο μάλλον να βγει από τη μεγαλύτερη πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση της ιστορίας της, κατανοούν πως οι ελπίδες μας για το μέλλον είναι ανύπαρκτες – όσο αισιόδοξοι και αν είμαστε.

Εκτός αυτού είναι οφθαλμοφανές το ότι, τέτοιου είδους απολυταρχικά καθεστώτα, τα οποία είναι επί πλέον κρυφά και νομιμοφανή, δεν ανατρέπονται ποτέ ειρηνικά – ενώ οι εκλογές που διενεργούνται αποσκοπούν απλά και μόνο στην εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αποτελώντας ως εκ τούτου μία τραγική παρωδία.

Αιώνια θύματα είμαστε πάντοτε όλοι εμείς οι απλοί Πολίτες που νομίζουμε ανόητα πως, με το να ασκούμε το εκλογικό μας δικαίωμα, μπορούμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας – παρά το ότι οι εμπειρίες δεκαετιών θα έπρεπε να είναι αρκετές, για να συνειδητοποιήσουμε το ακριβώς συμβαίνει..
Άρθρο 86, Δίωξη κατά μελών της κυβέρνησης
1.Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.

2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3.

Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.

3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Oλομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. 

Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.

4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.

Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.

Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.

Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.

5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.