Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Ευγένιος Φραγκίσκος: Η πορεία του καταστροφέα των Οθωμανών


Στο κοσμοπολίτικο Παρίσι των μέσων του 17ου αιώνος ο «Βασιλεύς Ήλιος», ο Λουδοβίκος ΙΔ, είχε μόλις αναλάβει προσωπικά τη διακυβέρνηση της Γαλλίας. Ο νεαρός βασιλιάς είχε κατορθώσει να επιβιώσει του Ισπανό-γαλλικού πολέμου και της επανάστασης της «Σφενδόνης». Ένας από τους πιστούς υπηκόους του βασιλιά ήταν και ο Ευγένιος-Μαυρίκιος, πρίγκιπας της Σαβοΐας-Καρινιάν και δούκας του Σουασόν.

Ο πρίγκιπας υπηρετούσε στον γαλλικό στρατό, χωρίς όμως να είναι Γάλλος.Είχε βέβαια συγγενικούς δεσμούς με τον βασιλικό οίκο των Βουρβόνων αλλά και με άλλους βασιλικούς οίκους της Γερμανίας, ενώ ήταν ιταλικής καταγωγής.

Ο πρίγκιπας είχε νυμφευθεί την ανεψιά του καρδιναλίου Μαζαρίνου, την επίσης ιταλικής καταγωγής Ολυμπία Μαντσίνι. Το ζευγάρι απέκτησε 7 παιδιά –5 αγόρια και 2 κορίτσια. Το νεαρότερο από τα αγόρια γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1663.

Ο μικρός πρίγκιπας
Ονομάστηκε Ευγένιος Φραγκίσκος. Το αγόρι αυτό ήταν το πιο ασθενικό. Μάλλον άσχημο στην όψη, λεπτό και εύθραυστο, δεν έδειχνε να έχει ιδιαίτερη κλίση σε κάτι. Ο μικρός Ευγένιος μεγάλωσε με τη γιαγιά του στο Σουασόν.

Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν μόλις 10 ετών και η μητέρα του είχε εξοριστεί από τον Λουδοβίκο ΙΔ στις Βρυξέλλες, αφού θεωρήθηκε ότι εμπλεκόταν με τη μαγεία και την παρασκευή ερωτικών φίλτρων.

Έτσι σε ηλικία 16 ετών ο Ευγένιος είχε απομείνει χωρίς οικογένεια και χωρίς χρήματα. Τα μεγαλύτερα αδέρφια του είχαν ήδη αρχίσει να αναζητούν την τύχη τους, κατατασσόμενα στον στρατό-στον γαλλικό και στους στρατούς διαφόρων γερμανικών κρατών.

Τόσο το παρουσιαστικό, όσο και η φαινομενικά ασθενική κράση του Ευγενίου όμως, δεν του επέτρεψαν να ακολουθήσει-άμεσα τουλάχιστον- στρατιωτική καριέρα. Η γιαγιά του τον προόριζε για να λάβει το σχήμα, να γίνει κληρικός.

Ξαφνικά όμως, τον Φεβρουάριο του 1683, ο νεαρός Ευγένιος ανακοίνωσε, προς μεγάλη έκπληξη των δικών του, ότι επιθυμούσε να γίνει στρατιωτικός. Προσπάθησε μάλιστα να καταταγεί στον γαλλικό στρατό.

Ο υπουργός πολέμου όμως του Λουδοβίκου, ο πανίσχυρος Λαβουά, αρνήθηκε να τον δεχθεί στις τάξεις του γαλλικού στρατού, γιατί παλαιότερα η μητέρα του Ευγένιου είχε αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεση της για τον γάμο μιας κόρης της με τον γιό του υπουργού!

Έτσι, ευτυχώς για τον Αψβούργο αυτοκράτορα και δυστυχώς για τον Λουδοβίκο, ο Ευγένιος αναγκάστηκε να στραφεί προς τους Αυστριακούς. Την επιλογή του ενίσχυσαν δύο γεγονότα.

Πρώτον ο μεγαλύτερος αδερφός του υπηρετούσε ήδη ως αξιωματικός στον αυστριακό στρατό και δεύτερον, το έτος 1683, οι Τούρκοι βρισκόταν πρό των πυλών της Βιέννης. Δυστυχώς ο αδερφός του, Λουδοβίκος Ιούλιος, δεν πρόλαβε να τον δεχθεί. Σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή με του Τούρκους.

Συντριβή των Τούρκων στη Βιέννη
Η συμφορά αυτή όμως ενίσχυσε την απόφαση του Ευγενίου. Τώρα είχε έναν επιπλέον λόγω να πολεμήσει με τους Αυστριακούς για να εκδικηθεί τον νεκρό αδερφό του. Ο Ευγένιος έφτασε στο Πασάου και παρουσιάστηκε, από τον θείο του Χέρμαν του Μπάντεν, στον Αψβούργο αυτοκράτορα Λεοπόλδο. Ο Αυστριακός μονάρχης δέχθηκε με χαρά τον νεαρό πρίγκιπα και τον ενέταξε στον στρατό του.

Για τα επόμενα 50 χρόνια ο μικρός πρίγκιπας της Σαβοΐας θα υπηρετούσε πιστά τις αυτοκρατορικές σημαίες με τον δικέφαλο αετό και θα αναδεικνυόταν ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατιώτες της ιστορίας, ο φόβος και ο τρόμος των μιαρών Τούρκων, αλλά και των Γάλλων.

Το 1682 μια νέα εξέγερση είχε ξεσπάσει στο αυστροκρατούμενο τμήμα της Ουγγαρίας. Ο κόμης Έμερυ Τοκόλι είχε ξεσηκώσει πολλούς συμπατριώτες του κατά των Αυστριακών. Δεν δίστασε μάλιστα να ζητήσει και τη βοήθεια των Τούρκων προσφέροντας τους την «προστασία» της Ουγγαρίας. Οι Τούρκοι δεν έχασαν φυσικά την ευκαιρία. Με επικεφαλής τον μεγάλο βεζίρη Καρά Μουσταφά μια τεράστια οθωμανική στρατιά (200-250.000 άνδρες) εισέβαλε στην αυστριακή επικράτεια.

Ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος βρέθηκε προ εκπλήξεως. Έχοντας επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην αντιμετώπιση της απειλής που άκουγε στο όνομα Λουδοβίκος της Γαλλίας, είχε αφήσει ακάλυπτα τα ανατολικά του σύνορα.

Οι ελάχιστες δυνάμεις που κατόρθωσε να συγκεντρώσει κατά των Τούρκων- 18.500 άνδρες- ηττήθηκαν όπως ήταν φυσικό από τους δεκαπλάσιους αντιπάλους τους στη μάχη του Πέτρονελ (5 Ιουλίου 1683). Δύο ημέρες αργότερα το Πρεσβούργο έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.

Τίποτα πια δεν υπήρχε ανάμεσα στους Τούρκους και στη Βιέννη. Την 17η Ιουλίου η οθωμανική στρατιά άρχισε την συστηματική πολιορκία της πόλης. Ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος είχε ήδη εγκαταλείψει την πόλη, την άμυνα της οποίας είχε εμπιστευθεί στον κόμη Στάρενμπεργκ και σε 18.000 άνδρες. Άρχισε όμως παράλληλα σειρά διπλωματικών επαφών οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα το συνασπισμό Αυστριακών, Πολωνών και Γερμανών κατά των Τούρκων.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 78.000 άνδρες είχαν συγκεντρωθεί και είχαν τεθεί υπό τις διαταγές του Πολωνού βασιλιά Ιωάννη Σομπιέσκι. Στόχος τους ήταν μόνο ένας, η άρση της πολιορκίας και η απελευθέρωση της Βιέννης.

Ο νεαρός Ευγένιος, μετά τη συνάντηση του με τον αυτοκράτορα, είχε ενταχθεί ως αξιωματικός σε ένα σύνταγμα δραγώνων – το μετέπειτα 3ο Σύνταγμα Δραγώνων. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο χριστιανικός στρατός είχε λάβει θέσεις απέναντι από τους Τούρκους πολιορκητές.

Οι αυστριακές δυνάμεις είχαν ταχθεί στο άκρο αριστερό της συμμαχικής παράταξης, απέναντι στην ισχυρότερη πτέρυγα του οθωμανικού στρατού. Οι Αυστριακοί άρχισαν αργά να προελαύνουν. Το έδαφος ήταν διακεκομμένο εμποδίζοντας την ταχεία κίνηση τους, επιτρέποντας παράλληλα στους Βόσνιους ακροβολιστές του τουρκικού στρατού να εκτελούν με άνεση την αποστολή τους.

Οι Αυστριακοί δραγώνοι ανέλαβαν την αποστολή εκκαθάρισης των λοφίσκων Νούσμπεργκ. Αφίππευσαν και πεζοί ενεπλάκησαν με τους Βόσνιους, αναγκάζοντας τους τελικά σε υποχώρηση, ύστερα από τετράωρη συμπλοκή.

Τότε όμως επενέβη το τουρκικό ιππικό. Με μια ορμητική επέλαση προσπάθησε να ανατρέψει τους Αυστριακούς και να τους «πετάξει» πίσω από τους λόφους. Οι δραγώνοι όμως, σε συνεργασία με το πεζικό, συνέτριψαν με τα πυκνά πυρά τους, τους Τούρκους.

Μέχρι τις 13.00 οι αυστριακές εμπροσθοφυλακές, εκεί όπου πολεμούσε και ο Ευγένιος, είχαν φτάσει ως το χωριό Ντάιμπλινγκ απωθώντας τους Τούρκους και πλησιάζοντας στην πολιορκημένη Βιέννη.

Εκεί οι Αυστριακοί σταμάτησαν και ανέμεναν τους Πολωνούς και Γερμανούς συμμάχους τους να ευθυγραμμιστούν μαζί τους. Αυτό επετεύχθη γύρω στις 16.00. Τότε όλοι μαζί επανέλαβαν την επίθεση.

Ο αυστριακός στρατός, με εμπροσθοφυλακή τα συντάγματα των δραγώνων, διέσπασε το τουρκικό δεξιό και στρεφόμενος δεξιά κύκλωσε το τουρκικό κέντρο. Ακολούθησε γενική επίθεση του συμμαχικού στρατού που κατέληξε σε πλήρη συντριβή των Τούρκων.

Η σημαία του Προφήτη, το ιερό κειμήλιο του Ισλάμ έπεφτε και αυτό στα χέρια των νικητών. Η Ευρώπη γλίτωσε από τη μοίρα που η ίδια είχε επιφυλάξει στο Βυζάντιο.

Ο νεαρός Ευγένιος είχε διακριθεί ιδιαίτερα στη μάχη της Βιέννης αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά την πραγματική του κλίση στην στρατιωτική τέχνη. Η γενναιότητα του πάντως αναγνωρίστηκε και τρεις μήνες αργότερα ο ίδιος ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος τον προήγαγε σε συνταγματάρχη και του ανέθεσε τη διοίκηση του συντάγματος με το οποίο πολέμησε έξω από τη Βιέννη.

Το σύνταγμα αυτό έλαβε το όνομα του πρίγκιπα- Σύνταγμα Δραγώνων της Σαβοΐας- και συνέχισε να πολεμά υπό τις αυτοκρατορικές σημαίες ως το 1918 με το ίδιο όνομα.

Αντεπίθεση στην Ουγγαρία

Μετά τη συντριβή των Τούρκων ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος βρέθηκε σε δίλημμα. Πολλοί σύμβουλοι του τον πίεζαν να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Οθωμανών. Άλλοι όμως τον συμβούλευαν να στραφεί δυτικά και να επιλύσει μια για πάντα τις διαφορές του με τον Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο XIV. Τελικά ο αυτοκράτορας διάλεξε την συνέχιση του πολέμου με τους Τούρκους.

Και οι ανώτατοι στρατιωτικοί διοικητές, ο δούκας Κάρολος της Λωρραίνης και ο Μαξιμιλιανός Εμμανουήλ της Βαυαρίας, τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης του πολέμου με τους Οθωμανούς. Ο Τούρκος σουλτάνος, παρά τη συντριβή του στρατού μπροστά από τη Βιέννη, εξακολουθούσε να κατέχει σταθερά το μεγαλύτερο τμήμα της Ουγγαρίας, περιλαμβανομένων των πόλεων Βούδα και Πέστη. Ήταν λοιπόν ικανός να απειλήσει κατά βούληση και πάλι την αυστριακή πρωτεύουσα.

Τον Μάρτιο του 1684 ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος συνυπέγραψε με το βασίλειο της Πολωνίας και τη δημοκρατία της Βενετίας τη συνθήκη ίδρυσης του Ιερού Συνασπισμού του Λιντς. Βάση της συνθήκης οι τρεις σύμμαχοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να επιτεθούν κατά των Τούρκων.

Οι Αυστριακοί θα εξορμούσαν από την Ουγγαρία, οι Πολωνοί από την Ποδολία (τμήμα της σημερινής Ουκρανίας) και οι Ενετοί από το Ιόνιο και τις κτήσεις τους στην Ελλάδα. Πραγματικά οι επιχειρήσεις άρχισαν το καλοκαίρι του ιδίου έτους.

Ο Αυστριακός αρχιστράτηγος Κάρολος της Λωρραίνης συγκέντρωσε στα σύνορα 98.000 άνδρες, οι 60.000 Αυστριακοί και οι λοιποί από τα μικρότερα γερμανικά κράτη. Ο Ευγένιος ηγείτο φυσικά του συντάγματος του.

Συμμετείχε στην πρώτη, αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της Βούδας, το φθινόπωρο του 1684, όπου και διακρίθηκε. Τα όσα γνωρίζουμε για τη δράση του προέρχονται από τις ημερήσιες διαταγές της στρατιάς και από την αλληλογραφία του με τον εξάδελφο του δούκα της Σαβοΐας.

Από τις επιστολές του διαφαίνεται η σκληρή ζωή στις υγρές πεδιάδες της Ουγγαρίας , αλλά και η φροντίδα και στοργή του για τους άνδρες του. Το φθινόπωρο του 1684 ήταν εξαιρετικά υγρό με συνεχείς βροχές που καθιστούσαν τη ζωή των ανδρών, μέσα στα πολιορκητικά χαρακώματα γύρω από την πόλη, αφόρητη.

Ο πρίγκιπας Ευγένιος πάντως σε κάθε περίπτωση και αντίθετα με την επικρατούσα τότε πρακτική, στάθηκε δίπλα στους άνδρες του και μοιράστηκε μαζί τους τις κακουχίες κατά τη διάρκεια των εκστρατειών.

Σε όλη του τη ζωή άλλωστε ο Ευγένιος παρέμεινε απλός, αν και τραχύς στους τρόπους. Φορούσε πάντα το αγαπημένο του καφέ ρούχο, το οποίο τον έχει κατατάξει ως τον ποιο κακοντυμένο στρατηγό της ιστορίας και του έδωσε το προσωνύμιο «ο μικρός Καπουτσίνος».

Σίγουρα επίσης δεν μπορούσε να κερδίσει τους άνδρες του με το παρουσιαστικό του. Τους κέρδιζε όμως με τον τρόπο του, την απλότητα του και κυρίως με το προσωπικό του παράδειγμα. Μετρημένος, χωρίς ποτέ να λέει πολλά ή να μιλά χωρίς να έχει πρώτα αναλύσει καλά ένα θέμα, ο λεπτοκαμωμένος αξιωματικός, που θύμιζε καρικατούρα, αποδεικνυόταν καθημερινά ένας υπέροχος στρατιώτης.

Η πρώτη αυτή εκστρατεία θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτέλεσε την πρώτη στρατιωτική σχολή από όπου απεφοίτησε ο Ευγένιος, ο νεαρός αυτοδίδακτος αξιωματικός. Ήταν φυσικά μεγάλη τύχη για αυτόν το γεγονός ότι υπηρετούσε δίπλα σε άξιους και αναγνωρισμένους πολεμικούς ηγέτες όπως ο Μαξιμιλιανός Εμμανουήλ ή ο εξάδελφος του Λουδοβίκος του Μπάντεν και πάνω από όλους ο Κάρολος της Λωρραίνης, από τον οποίον ο Ευγένιος «αντέγραψε» την ταπεινή συμπεριφορά.

Τον χειμώνα του 1684-85 το σύνταγμα του Ευγένιου επέστρεψε για αναδιοργάνωση στη Μοραβία. Σύμφωνα με την πρακτική της εποχής ο κάθε συνταγματάρχης ήταν ιδιοκτήτης του συντάγματος- έστω και αν απλά έφερε τιμητικά τον τίτλο του συνταγματάρχη. Η πολιτεία φυσικά του παραχωρούσε ένα ποσό για την κάλυψη των αναγκών της μονάδος του, το οποίο ήταν συνήθως αρκετά χαμηλό.

Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες συνταγμάτων πάντως ιδιοποιούντο τα κρατικά χρήματα δαπανώντας ελάχιστα από αυτά για τις ανάγκες των ανδρών τους. Ο Ευγένιος αποτέλεσε και πάλι εξαίρεση δανειζόμενος προσωπικά χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες του συντάγματος του. Η ενέργεια του αυτή μάλιστα αποτέλεσε αντικείμενο σχολίων στους κύκλους των «συνιδιοκτητών» συνταγμάτων.

Το επόμενο έτος το αναδιοργανωμένο Σύνταγμα Δραγώνων της Σαβοΐας επανήλθε, μαζί με τον διοικητή τους στις επιχειρήσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού, χωρίς όμως ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά αποτελέσματα.

Βούδα, Πέστη

Την άνοιξη του 1686 επανελήφθησαν οι επιχειρήσεις στην Ουγγαρία και το ίδιο φθινόπωρο ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία. Η Βούδα κατελήφθη ύστερα από 150 περίπου χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας. Με την κατάληψη της οι Αυστριακοί ήλεγχαν επιτέλους την κύρια διάβαση επί του μεγάλου Δούναβη.

Ο μεγάλος ποταμός αποτελούσε πια το απαραίτητο φράγμα απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Ο Ευγένιος συμμετείχε φυσικά στις επιχειρήσεις. Το σύνταγμα του , που πεζομαχούσε, ήταν από τις πρώτες μονάδες που εισήλθαν στην πόλη.

Ο ίδιος τραυματίστηκε ελαφρά. Παρόλα αυτά συνέχισε να οδηγεί τους άνδρες του κραυγάζοντας: «κανένα έλεος στους γενίτσαρους». Το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι άλλες μονάδες με τέτοια μάλιστα ακρίβεια ώστε τελικά δεν απέμεινε ζωντανός Τούρκος στην πόλη ολόκληρη. Ελάχιστοι που κρύφτηκαν τη στιγμή της άλωσης επέζησαν και αποκαλυπτόμενοι αργότερα αιχμαλωτίστηκαν.

Το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου 1686 οι σημαίες με τους δικέφαλους αυτοκρατορικούς στρατούς κυμάτιζαν και πάλι στους καπνίζοντες από τον βομβαρδισμό προμαχώνες της Βούδα. Η πτώση της πόλης σηματοδότησε και το οριστικό τέλος της τουρκικής απειλής.

Βέβαια οι Τούρκοι επιχείρησαν και πάλι να ανακτήσουν, αργότερα, τις χαμένες τους κτήσεις. Από το 1686 και έπειτα όμως αυτοί ήταν συνήθως οι αμυνόμενοι και οι ηττημένοι.

Ο Δικέφαλος Αετός είχε εκδικηθεί την ημισέλινο. Η νίκη αυτή των αυτοκρατορικών δυνάμεων σε συνδυασμό με τις επιτυχίες του Ενετού Μοροζίνι στην Ελλάδα, καταδείκνυαν περίτρανα των δυνατότητα των χριστιανικών δυνάμεων να επιλύσουν μια για πάντα τους λογαριασμούς τους με την ασιατική βαρβαρότητα.

Μετά την κατάληψη της Βούδα το ηθικό των Οθωμανών, από τον σουλτάνο ως τον τελευταίο βοϋνούκο, είχε καταπέσει παντελώς. Αρκούσε ένα ακόμα ισχυρό πλήγμα και ο χάρτινος γίγαντας που άκουγε στο όνομα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κατέρρεε στα εξ’ ων συνετέθη.

Κάποιες άλλες «χριστιανικές» δυνάμεις όμως δεν επιθυμούσαν και τότε την κατάρρευση των Οθωμανών. Ήταν ο Γάλλος βασιλιάς που, εκμεταλλευόμενος την εμπλοκή των Αυστριακών στην Ουγγαρία, άρχισε να τους δημιουργεί ζητήματα στη Δύση.

Στο μεταξύ ο Ευγένιος συνέχισε να πολεμά και να διακρίνεται για το θάρρος και την κρυστάλλινη λογική του. Συμμετείχε μάλιστα, υπό τις διαταγές του εξαδέλφου του Λουδοβίκου του Μπάντεν, σε μια επιδρομή σε μεγάλο βάθος πίσω από το εχθρικό μέτωπο, αλλά και στη μεγάλη μάχη του Ναγκιχαρσάνι (2η μάχη του Μόχατς).

Στη μάχη αυτή Αυστριακοί και Γερμανοί, υπό τον Κάρολο της Λωρραίνης, αντιμετώπισαν περισσότερους από διπλάσιους Τούρκους, υπό τον Σουλεϊμάν πασά και τους διέλυσαν (12 Αυγούστου 1687).

Ο Ευγένιος ήταν και πάλι ανάμεσα στους διακριθέντες της νέας μεγάλης νίκης. Είχε οδηγήσει προσωπικά τη μεγάλη επέλαση του αυστριακού ιππικού χάρη στην οποία διασπάστηκε τελικά η τουρκική παράταξη και επετεύχθη η νίκη.

Ο αρχιστράτηγος Κάρολος τον συνεχάρη προσωπικά και ως ανταμοιβή του θάρρους του, του ανέθεσε την άκρως τιμητική αποστολή να είναι αυτός που θα ανακοίνωνε στον αυτοκράτορα την χαρμόσυνη είδηση της νίκης.

Αυτός ήταν ένας έμμεσος τρόπος να προτείνει ο αρχιστράτηγος στον αυτοκράτορα να προάγει τον νεαρό ατρόμητο αξιωματικό. Τον Νοέμβριο του 1687 ο μόλις 24 ετών Ευγένιος εμφανίστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Λεοπόλδου για να του ανακοινώσει τα της μάχης και νίκης.

Βελιγράδι

Ο επόμενος στόχος των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν η σημερινή πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας, το Βελιγράδι. Το Βελιγράδι ανέκαθεν αποτελούσε κομβικό σημείο για τον έλεγχο των οδεύσεων από την Βαλκανική προς την κεντρική Ευρώπη.

Η κατοχή του εξασφάλιζε στους Τούρκους τον έλεγχο αυτών των οδεύσεων και μια σταθερή βάση από όπου μπορούσαν να εξαπολύουν καταστροφικές επιδρομές στα νεοαπελευθερομένα αυτοκρατορικά εδάφη.

Για τους αυτοκρατορικούς αντίθετα αποτελούσε κυριολεκτικά αγκάθι στα πλευρά τους, ένα εμπόδιο που έπρεπε να εξαλειφτεί. Η δε κατάληψη του δεν θα τους επέτρεπε μόνο να ελέγξουν τις εχθρικές κινήσεις, αλλά και θα τους άνοιγε και τον δρόμο των Βαλκανίων. Από εκεί θα μπορούσαν να κινηθούν κατά βούληση προς νότο, προς την ελληνική χερσόνησο, ή προς ανατολάς, προς την Κωνσταντινούπολη.

Με αυτά κατά νου ο Κάρολος της Λωρραίνης κίνησε τα στρατεύματα του πρώτα προς την Τρανσυλβανία, το φιλικό προς τους Τούρκους πριγκιπάτο, την οποία και κατέλαβαν χωρίς αντίσταση από τους Οθωμανούς.

Κύριος αντίπαλος των αυτοκρατορικών τμημάτων ήταν ο φρικτός καιρός. Οι καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις είχαν μεταβάλει ακόμα και τους δρόμους σε βάλτους. Τρόφιμα και εφόδια δεν υπήρχαν, ενώ υπήρξαν φορές που ακόμα και το καθαρό νερό έλειπε.

Παρά τις δυσκολίες και την ασθένεια του αρχιστρατήγου Καρόλου της Λωρραίνης – που οδήγησε στην αντικατάσταση του από τον Μαξιμιλιανό Εμμανουήλ της Βαυαρίας- οι αυτοκρατορικές δυνάμεις συνέχισαν την προς νότο κίνησή τους.

Στις 11 Αυγούστου 1688 53.000 αυτοκρατορικοί στρατιώτες, με 65 πυροβόλα, βρίσκονταν μπροστά από το Βελιγράδι. Οι εκτός των τειχών κατοικούντες Τούρκοι έκαψαν τα σπίτια τους, πήραν τις οικογένειες τους και έφυγαν νότια.

Στην πόλη παρέμειναν μόνο οι Σέρβοι και Εβραίοι κάτοικοι της και η τουρκική φρουρά του Ιμπραήμ πασά – 8.300 άνδρες με 86 πυροβόλα. Ο Ευγένιος ήταν ο πρώτος αξιωματικός που εισήλθε στην εγκαταλελειμμένη πόλη. Η επέμβαση του υπήρξε σωτήρια για τους μη Τούρκους κατοίκους. Από το φρούριο όμως η τουρκική φρουρά συνέχιζε την αντίσταση.

Τραυματισμός

Είχε έρθει ο Σεπτέμβριος και η πολιορκία του φρουρίου του Βελιγραδίου συνεχιζόταν. Οι Τούρκοι, αναμένοντας ενισχύσεις από τον πασά της Βοσνίας, δεν έλεγαν να παραδοθούν. Στις 2 Σεπτεμβρίου όμως ο Λουδοβίκος του Μπάντεν, με 12.000 άνδρες, επιτέθηκε στις εμπροσθοφυλακές της στρατιάς του πασά της Βοσνίας και τις διέλυσε. Στη μάχη αυτή του Ντέρμπεν χάθηκαν 7.000 Τούρκοι έναντι 200 Αυστριακών.

Η φρουρά του Βελιγραδίου δεν θα απελευθερωνόταν ποτέ. Σε εκείνες τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας ο Ευγένιος, ως συνήθως, βρισκόταν στα πρώτα χαρακώματα απέναντι από τα τείχη. Δεν πρόσεξε όμως έναν Τούρκο που τον σκόπευε. Έξαφνα ένα τυφέκιο βρόντηξε και η βολίδα έπληξε τον νερό στρατηγό στο γόνατο. Ο Ευγένιος έπεσε στο χώμα. Έχανε πολύ αίμα. Δύσκολα θα επιζούσε και ακόμα κι αν το κατόρθωνε θα ήταν απίθανο να περπατήσει ξανά.

Στην περίπτωση αυτή η δύναμη της θέλησης του Ευγένιου φάνηκε ισχυρότερη του τραύματος και της βρογχίτιδας που επίσης τον ταλαιπωρούσε. Ο τραυματισμένος στρατηγός επέστρεψε επειγόντως στη Βιέννη. Έτσι δεν ήταν τελικά παρών στην παράδοση του Βελιγραδίου που έλαβε χώρα την 6η Σεπτεμβρίου.

Παρέμεινε κλινήρης στη Βιέννη για 4 σχεδόν μήνες αλλά γλίτωσε τον θάνατο και τον ακρωτηριασμό. Μόνο η βρογχίτιδα συνέχισε να τον ταλαιπωρεί. Θα του ήταν αχώριστος σύντροφος ως το τέλος της ζωής του.

Στο μεταξύ στο μέτωπο ο εξάδελφος του Λουδοβίκος του Μπάντεν είχε κερδίσει, στις 24 Σεπτεμβρίου, μια ακόμα μεγάλη νίκη κατά των Οθωμανών στη μάχη κοντά στη σερβική πόλη Νις.

Εκεί, με 17.000 άνδρες κατανίκησε τους 40.000 Τούρκους του Ρασίντ πασά. Τα συντάγματα του θρήνησαν την απώλεια 400 μόλις ανδρών. Αντίθετα το πεδίο της μάχης γέμισε από τα άψυχα κουφάρια 10.000 Τούρκων.

Ένας απρόσμενος σύμμαχος όμως έμελλε να σώσει τους Οθωμανούς στην κρισιμότερη αυτή φάση της ιστορίας τους. Λίγες ημέρες μετά από την κατάληψη του Βελιγραδίου ο γαλλικός στρατός παραβίασε τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Εισέβαλε στο Παλατινάτο και λεηλάτησε. Οι Αυστριακοί έπρεπε να αφήσουν για αργότερα την συντριβή των Τούρκων και να αντιμετωπίσουν τους Γάλλους.