Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ιστορία της Ιωνίας – Αιολίδας

Αλεξανδρινά χρόνια


Την άνοιξη του 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε με το στρατό του από τον Ελλήσποντο στη Μικρά Ασία αρχίζοντας έτσι τη μεγάλη εκστρατεία του για την κατάλυση του Περσικού κράτους.
Οι Πέρσες σατράπες με πολυάριθμο περσικό στρατό και αρκετούς Έλληνες μισθοφόρους παρατάχθηκαν στον ποταμό Γρανικό για να αντιμετωπίσουν τον Μακεδόνα βασιλιά. Εκεί έγινε το Μάιο του 334 π.Χ. η πρώτη μεγάλη σύγκρουση της εκστρατείας η οποία κατέληξε στην πλήρη διάλυση των περσικών δυνάμεων. Μετά τη νίκη του, ο Αλέξανδρος έγινε κύριος της Αιολίδας και της Ιωνίας. Οι ελληνικές πόλεις τον υποδέχτηκαν ως ελευθερωτή, κατάργησαν τα ολιγαρχικά πολιτεύματα που τους είχαν επιβάλει οι Πέρσες και κηρύχθηκαν αυτόνομες. Αμέσως μετά την κατάλυση του Περσικού κράτους και το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις της Αιολίδας και της Ιωνίας έγιναν προσωρινά τμήμα του βασιλείου του Λυσίμαχου (301 π.Χ.). Μετά το θάνατο του Λυσίμαχου (281 π.Χ.) η Αιολίδα κατακτήθηκε από το βασίλειο της Περγάμου και η Ιωνία από το βασίλειο των Σελευκιδών. Κάποιες πόλεις των ανωτέρων περιοχών διατήρησαν για κάποιο χρονικό διάστημα την ανεξαρτησία τους. Το 129 π.Χ. τα εδάφη ολόκληρης της δυτικής Μ. Ασίας, μετά την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους, οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Asia.

Ρωμαϊκή εποχή


Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας ησύχασαν από τις πειρατικές επιδρομές και τη μάστιγα των λεηλασιών από ξένους λαούς. Η ειρήνη που επικράτησε τους δύο πρώτους μ.Χ. αιώνες στο Ρωμαϊκό κράτος έφερε μία γενική οικονομική ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ειδικότερα η πόλη της Σμύρνης απολάμβανε ειδικά προνόμια χάρη στο ενδιαφέρον των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Τιμήθηκε τρεις φορές με τον επίζηλο τίτλο της «νεωκόρου». Παρόλο που καταστράφηκε από σεισμούς το 178 π.Χ. ανοικοδομήθηκε με μεγαλύτερη λαμπρότητα.

Ο εκχριστιανισμός της Αιολίδας και της Ιωνίας έγινε από τον Απόστολο Παύλο. Κατά τη β΄περιοδεία του ο Παύλος πέρασε πρώτα από την Τρωάδα για να μεταβεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά την επιστροφή του από την Κόρινθο είχε μία σύντομη παραμονή στην Έφεσο. Από την Έφεσο πέρασε πάλι, για τελευταία φορά, ο Απόστολος των Εθνών κατά την γ΄ περιοδεία του. Η ελληνική Μητρόπολη της Ιωνίας έγινε με τον εκχριστιανισμό της η πρώτη (σε σημασία) χριστιανική Μητρόπολη της Ασίας, με δεύτερη την Εκκλησία της Σμύρνης. Το έργο τού Παύλου συνεχίστηκε στην Έφεσο από τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Ο μαθητής τού Παύλου, Τιμόθεος, φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος της Εφέσου και της Ιωνίας. Τον 2ο αιώνα η πόλη της Εφέσου ήταν μία πολυάριθμη εκκλησία με άριστη οργάνωση και έντονη πνευματική ζωή.

Παρέμεινε για πάντα το μητροπολιτικό κέντρο της Ασίας τουλάχιστον ως τον 11ο αι. Στην Έφεσο μαρτύρησαν τον 3ο αι. οι επτά παίδες (Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος, Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός). Από την Έφεσο κατάγονταν οι άγιοι Μέμνων, Σολομών και Μάρκος ο Ευγενικός (15ος αι.).

Η σύγκληση στην Έφεσο της Γ΄ Οικουμενικής (431) Συνόδου για την καταπολέμηση του Νεστοριανισμού φανερώνουν τη σπουδαιότητά της.

Το δεύτερο σε σημασία χριστιανικό κέντρο της Ιωνίας αναδείχτηκε, από τους αποστολικούς ακόμη χρόνους, η Σμύρνη. Η Εκκλησία της μαρτυρείται, αμέσως μετά την Εκκλησία της Εφέσου, στο βιβλίο της Αποκάλυψης. Εκεί μαρτύρησε ο επίσκοπός της άγιος Πολύκαρπος (165), ενώ στο ίδιο μέρος έγραψε τις επιστολές του προς τις εκκλησίες Τράλλεων, Μαγνησίας, Εφέσου και Ρώμης ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (107). Στη Σμύρνη κοιμήθηκε οσιακά ο άγιος Βουκόλος (1ο αι.).

Βυζαντινή εποχή


Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο και τον Λικίνιο σταμάτησαν οριστικά οι διωγμοί. Η ευνοϊκή στάση του Κωνσταντίνου και των μετέπειτα αυτοκρατόρων προς τον χριστιανισμό είχε σαν συνέπεια τη γρήγορη εξάπλωσή του σε ολόκληρη την περιοχή της Μ. Ασίας και γενικότερα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η Αιολίδα και η Ιωνία αντιμετώπισαν, όπως και οι περισσότερες περιοχές του Βυζαντινού κράτους, αρκετά προβλήματα από τις λεηλασίες που υπέστησαν από την κάθοδο των βαρβαρικών φυλών κατά τον 5ο αιώνα. Γοτθικά, Ουνικά και Σλαβικά φύλα πραγματοποίησαν επιδρομές είτε για λεηλασία, είτε για εξεύρεση νέων εδαφών μόνιμης εγκατάστασης. Την περίοδο αυτή η Σμύρνη αποτέλεσε ένα αξιόλογο εμπορικό κέντρο.

Τον 8ο αι. οι αυτοκράτορες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας χώρισαν τη χώρα σε διοικητικά τμήματα που αποκαλούνταν θέματα. Η Ιωνία αποτελούσε τμήμα του διοικητικού θέματος των Ανατολικών. Η Αιολίδα χωριζόταν μεταξύ του θέματος των Ανατολικών και του θέματος Οψικίου. Το 823 οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη και άρχισαν να την χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για να λεηλατούν, μεταξύ άλλων, τα μικρασιατικά παράλια και τα νησιά. Για 140 περίπου χρόνια οι Άραβες στάθηκαν φόβος και τρόμος των χριστιανών του Αιγαίου. Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης (961) από τους Βυζαντινούς, τα νησιά του Αιγαίου και τα παράλια της Μικράς Ασίας ησύχασαν για πάντα από τις επιδρομές των Αράβων.

Το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της Ιωνίας ήταν η βασιλική του ευαγγελιστή Ιωάννη στην Έφεσο. Στην αρχή πάνω από τον τάφο του ευαγγελιστή κατασκευάστηκε ένας ναός – Μαρτύριο. Τον 6ο αι. κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε, από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ένας μεγαλοπρεπής ναός ο οποίος διατηρήθηκε μέχρι τον 12ο αι. Ο ναός αποτελούταν από ένα μνημειακό αίθριο διαστάσεων 34Χ47μ. που στηριζόταν σε θολωτές κατασκευές, έναν νάρθηκα που ενωνόταν με τον κυρίως ναό με πέντε θύρες και ένα κεντρικό κλίτος που στεγαζόταν με έξι ογκώδεις τρούλους, από τους οποίους ο μεγαλύτερος και κεντρικός τρούλος βρισκόταν πάνω από τον τάφο του ευαγγελιστή. Το συνολικό μήκος της βασιλικής ήταν 130μ. Στις μέρες μας γίνεται προσπάθεια μερικής αναστήλωσης του ναού.

Εισβολή των Τούρκων


Τον 11ο αιώνα το Βυζάντιο θα έλθει αντιμέτωπο με τους Σελτζούκους. Οι Σελτζούκοι ανήκαν στο τουρκικό νομαδικό φύλο των Ουγούζων ή Ούζων και ήταν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Η ονομασία τους προήλθε από το όνομα ενός αρχηγού τους Σελτζούκ. Μετά την ήττα του βυζαντινού στρατού στη μάχη του Ματζικέρτ (1071) από το φύλο των Σελτζούκων, οι Τούρκοι έφτασαν μέχρι τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ολόκληρη η Αιολίδα και η Ιωνία έπεσαν στα χέρια των Τούρκων καθώς και η Σμύρνη (1084). Ο Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118) απελευθέρωσε ξανά τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας νικώντας τον σελτζουκίδη εμίρη της Σμύρνης και περιορίζοντας τους Σελτζούκους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) από τους Σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας, οι περιοχές της Αιολίδας και της Ιωνίας συμπεριλήφθησαν στο νεοσύστατο κράτος της Νίκαιας με ιδρυτή το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη (1204-1222). Ο ικανότατος γαμπρός και διάδοχός του, Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254), διπλασίασε τις κτήσεις του κράτους της Νίκαιας και άνοιξε την πόρτα για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) από τον διάδοχό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο.

Την ίδια εποχή ο Σελτζούκος εμίρης του Ικονίου πήρε ως μισθοφόρους μία ομάδα νομάδων με φύλαρχο τον Ερτογρούλ και τους παραχώρησε μία περιοχή κοντά στην Προύσα της Βιθυνίας για να βόσκουν τα κοπάδια τους. Ο νέος φύλαρχος των νομάδων Οσμάν Α΄ (1258-1326), γυιος του Ερτογρούλ, αφού κατέλαβε τη γύρω περιοχή, αυτοανακηρύχθηκε Σουλτάνος του δικού του κράτους (1299). Οι διάδοχοί του επέκτειναν διαδοχικά το σουλτανάτο του καταλαβάνοντας και την Προύσα. Το νεοσύστατο αυτό κράτος πήρε το όνομα του ιδρυτή Οσμάν και ονομάστηκε Οθωμανικό κράτος ή κράτος των Οσμανίδων. Σταδιακά οι Οθωμανοί κατέλαβαν ολόκληρη τη Μικρά Ασία και τη Σμύρνη (1424), πέρασαν στα ευρωπαϊκά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (1354) και προχώρησαν ως την Πελοπόννησο. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) σημείωσε και το τέλος του Βυζαντίου.

Παρά τον αποδεκατισμό του πληθυσμού των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας από τις καταστροφικές τουρκικές επιδρομές που άρχισαν τον 11ο και συνεχίστηκαν μέχρι τον 15ο αιώνα, το ελληνικό στοιχείο διατηρήθηκε. Αντιστάθμισμα στους εξισλαμισμούς που απείλησε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, υπήρξε το έντονο ρεύμα αποδημιών που παρατηρήθηκε από την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα προς τις ακτές της Ιωνίας τον 17ο και 18ο αι. Εντυπωσιακή ακμή και δραστηριότητα, άρχισε να παρατηρείται στις παραλιακές πόλεις της Ιωνίας από τις αρχές του 18ου αι. Κατά μήκος μίας νοητής ευθείας δύο εκατοντάδων περίπου χιλιομέτρων, από το παραλιακό Αδραμύττιο στον βορρά μέχρι την Έφεσο νότια στην Ιωνία, αναπτύχθηκαν ζωντανές ελληνικές εστίες όπως η Σμύρνη, οι Κυδωνιές, η Πέργαμος, η Φώκαια, η Μαινεμένη, το Αϊδίνι, η Μαγνησία, η Φιλαδέλφεια. Στα τέλη του 19ου αι. το ελληνικό στοιχείο σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία υπολογιζόταν σε 2000000 ψυχές.

Η Σμύρνη κατά την Τουρκοκρατία (1424 – 1919) , και παρά τις δοκιμασίες που υπέστη από σεισμούς, πυρκαγιές και επιδημίες, κατάφερνε πάντα να ανασυγκροτείται μετά από κάθε συμφορά, με το ελληνικό στοιχείο να ενισχύει σταδιακά την παρουσία του εκεί και να αριθμεί στα τέλη του 18ου αι. 26000 περίπου κατοίκους. Λόγω του έντονου ελληνικού στοιχείου οι Τούρκοι την αποκαλούσαν «γκιαούρ Ιζμίρ» δηλαδή άπιστη Σμύρνη. Το 1866 συνδέθηκε με σιδηροδρομική γραμμή με το Αϊδίνιο και λίγο αργότερα και με το Κασαμπά. Το 1885 συνδέθηκε σιδηροδρομικά και με τη Βαγδάτη. Παράλληλα, το 1870 κατασκευάστηκε η καινούρια, σύγχρονη προκυμαία της, το ιστορικό «Και» (γαλλικό quai = προκυμαία), η φημισμένη παραλία με τα καλόγουστα αρχοντικά σπίτια. Το «Και» άρχιζε από τη νότια δυτική πλευρά της πόλης, εκεί που ήταν η μεγάλη τουρκική αγορά και έφτανε μέχρι την Πούντα και το σταθμό του Αϊδινίου. Το λιμάνι της ήταν το δεύτερο σε εμπορική σημασία μετά την Κωνσταντινούπολη στην οθωμανική αυτοκρατορία. Για το λόγο αυτό οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, οι Ολλανδοί, οι Βενετοί καθώς και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί είχαν ιδρύσει εμπορικούς οίκους και εισήγαγαν βαμβάκι, νήματα, μετάξι, σταφίδες, και κρασί. Στις παραμονές της Μικρασιατικής Εκστρατείας η Σμύρνη αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι.

Ακόμα μία ακμάζουσα ελληνική πόλη ήταν το Αϊβαλί ή οι Κυδωνιές, πατρίδα του Φώτη Κόντογλου (το πραγματικό του όνομα ήταν Φώτιος Αποστολέλης). Είχε αξιόλογη ελληνική κοινότητα, τυπογραφείο και ακαδημία στην οποία δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Θεόφιλος Καῒρης, ο Βενιαμίν Λέσβιος και ο Γρηγόριος Σαράφης. Στην οικονομική άνοδο της πόλεως συνετέλεσε φιρμάνι του 1773 με το οποίο ο σουλτάνος παραχώρησε πλήρη αυτοδιοίκηση και απαλλαγή από ορισμένους φόρους.

Οι Έλληνες κάτοικοι της Ιωνίας δεν ήταν μόνο οργανωμένοι στις κοινότητές τους αλλά και σε πολυάριθμες συντεχνίες. Λειτούργησαν πολλά γνωστά ιδρύματα όπως το «Γραικικό νοσοκομείο» ιδρυμένο το 1723, η «Ευαγγελική Σχολή» ιδρυμένη το 1808, το «Φιλολογικό Γυμνάσιο» ιδρυμένο στις αρχές του 20ου αι. αλλά και αρκετά τυπογραφεία, σχολεία και εμπορικοί οίκοι.

Χρήστος Νικολόπουλος
Θεολόγος – Ιστορικός (Βυζαντινολόγος)

https://ellhnwnmikrasia.wordpress.com/istoria/istoria-ths-iwnias-aiolidas/