Του Γιάννη Ματζίκου *
Tα τελευταία χρόνια η Ολλανδία έχει αναδυθεί στο προσκήνιο ως η χώρα με υψηλή παραγωγικότητα στον γεωργικό τομέα παρά το γεγονός ότι είναι μικρή και διαθέτει δέκα φορές λιγότερους αγρότες και δυόμισι φορές λιγότερη αγροτική γη από ό,τι η Ελλάδα. Ωστόσο, η χώρα αποτελεί τον πρώτο εξαγωγέα τροφίμων της Ε.Ε. και τον δεύτερο του πλανήτη.
Αυτό το επίτευγμα οφείλεται στον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό καινοτομίας που διαπνέει ολόκληρη την αγροδιατροφική αλυσίδα, αλλά και τις δημόσιες αρχές της χώρας. Μαζί µε τις ΗΠΑ και την Ισπανία, η Ολλανδία είναι λοιπόν µία από τις τρεις ηγέτιδες χώρες παγκοσµίως στην παραγωγή φρούτων και λαχανικών. Το ένα τέταρτο όλων των εξαγωγών σε λαχανικά της Ευρώπης προς τρίτες χώρες προέρχεται από την Ολλανδία.
Την τελευταία τριακονταετία, για παράδειγμα, η ολλανδική βιομηχανία ντομάτας έχει την παγκόσμια πρωτιά όσον αφορά την απόδοση της καλλιέργειας. Ενδεικτικά, το 2014 η παραγωγή ανήλθε σε 144.352 τόνους ντομάτας ανά τετραγωνικό μίλι, κάτι που συνιστά τον υψηλότερο μέσο όρο του πλανήτη.
Την ίδια χρονιά, η Ολλανδία σημείωσε πρωτιές στον μέσο όρο αποδόσεων και σε άλλες βασικές καλλιέργειες, όπως οι πράσινες πιπεριές, οι πιπεριές τσίλι και τα αγγούρια, ενώ στην αντίστοιχη πεντάδα βρέθηκαν τα αχλάδια, τα καρότα, οι πατάτες και τα κρεμμύδια. Να σημειωθεί ότι περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου σπόρων λαχανικών προέρχεται από την Ολλανδία.
Η Silicon Valley των αγροτών
Η βασική αιτία πίσω από τους εκπληκτικούς αυτούς αριθμούς είναι το πανεπιστήμιο του Βαγκενίνγκεν (WUR), που βρίσκεται 50 μίλια νοτιοανατολικά του Αμστερνταμ, σύμφωνα με αφιέρωμα του διάσημου περιοδικού «National Geographic». Θεωρούμενο ευρέως ως το κορυφαίο ίδρυμα αγροτικής έρευνας στον κόσμο, το WUR συνιστά κομβικό σημείο της Food Valley, μιας ομάδας νέων επιχειρήσεων αγροτικής τεχνολογίας και πειραματικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η συνεργασία ανάμεσα σε πανεπιστημιακούς και επιχειρηματίες του κλάδου συνιστά σημείο-κλειδί στον διαμοιρασμό της καινοτομίας.
Παρ' όλα αυτά, το μέλλον της βιώσιμης γεωργίας έχει διαμορφωθεί στις χιλιάδες μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις της χώρας. Σήμερα, η ολλανδική γεωργία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα θερμοκήπια, επιτρέποντας στους αγρότες να ελέγχουν στενά τις συνθήκες καλλιέργειας και να χρησιμοποιούν λιγότερους πόρους, όπως το νερό και το λίπασμα, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλότερες αποδόσεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν συμβάλει διάφορες μέθοδοι, όπως η χρήση ειδικού φωτισμού LED, ο οποίος επιτρέπει την 24ωρη καλλιέργεια σε θερμοκήπια με ελεγχόμενη ρύθμιση της ατμόσφαιρας. Εντύπωση προκαλεί, επίσης, η νεοσύστατη πρακτική λίπανσης των ντοματιών με απόβλητα ψαριών, τα οποία τις βοηθούν να μεγαλώνουν πολύ περισσότερο από το κανονικό.
Τέλος, διαδεδομένη είναι η χρήση υδροπονικών καλλιεργητικών μονάδων, όπου τα φυτά καλλιεργούνται εκτός εδάφους, σε τεχνητά παρασκευασμένα ανόργανα θρεπτικά διαλύματα. Αυτή η μέθοδος μειώνει την απορροή, εξοικονομώντας τόσο νερό όσο και χρήματα.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρουσιάζει το «National Geographic» για το συνολικό αποτύπωμα νερού από την παραγωγή ντομάτας, στην Ολλανδία αντιστοιχεί 1,1 γαλόνι νερού ανά λίβρα ντομάτας, τη στιγμή που ο μέσος όρος παγκοσμίως ανέρχεται στα 25,6 (!) γαλόνια νερού. Το καινοτόμο μοντέλο έχει εφαρμοστεί ευρέως από τον αγροτικό πληθυσμό, δημιουργώντας θερμοκήπια που παρέχουν βέλτιστες συνθήκες για την καλλιέργεια.
Από το 2003 μέχρι το 2014, η παραγωγή λαχανικών αυξήθηκε κατά 28%, η χρήση ενέργειας μειώθηκε κατά 6%, η χρήση φυτοφαρμάκων κατά 9% και η χρήση λιπασμάτων κατά 29%. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της εταιρείας παραγωγής Siberia BV, όπου κάθε στρέμμα εντός θερμοκηπίου αποδίδει τόσο μαρούλι όσο περίπου 10 ολόκληρα στρέμματα στην ύπαιθρο, ενώ η ανάγκη για χημικές ουσίες έχει μειωθεί κατά 97%.
Το τίμημα της επιτυχίας
Όπως είναι γνωστό κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, έτσι σε άρθρο που υπογράφουν Ολλανδοί επιστήμονες του αγροπεριβαλλοντικού κλάδου στην ημερήσια ολλανδική εφημερίδα «De Volkskrant» διατυπώνεται η αντίληψη ότι η Ολλανδία προωθείται εσφαλμένα ως παράδειγμα προς μίμηση στις καλές γεωργικές πρακτικές.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, πρόκειται για τις ίδιες πρακτικές που τον τελευταίο μισό αιώνα έχουν εξαλείψει πάνω από το 70% του πληθυσμού τριών ειδών πτηνών και συνεχίζουν να πλήττουν τη βιοποικιλότητα του τόπου. Η ευρείας κλίμακας επέκταση της παραγωγής όχι μόνο έχει «καταπιεί» τους μικροκαλλιεργητές, αλλά έχει αλλοιώσει τα παραδοσιακά τοπία και έχει βλάψει σοβαρά το περιβάλλον, όλα στο όνομα της αυξημένης αποδοτικότητας.
Το τίμημα που πληρώνουν οι αγρότες, προκειμένου να κρατήσουν σε λειτουργία την καλοκουρδισμένη μηχανή της ολλανδικής γεωργίας περιλαμβάνει χαμηλά περιθώρια κέρδους, ακριβή τεχνογνωσία, δάνεια και εξονυχιστικό έλεγχο από τις αρχές.
«Είναι μια προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως μας έχουν διδάξει οι απάτες, οι μαζικές θανατώσεις, η προληπτική χρήση αντιβιοτικών, οι ζωοτροφές που έχουν μολυνθεί από υπολείμματα φυτοφαρμάκων και η βαθιά απογοήτευση που έχουν εκφράσει οι ίδιοι οι Ολλανδοί αγρότες» υπογραμμίζουν οι επιστήμονες.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που, στον βωμό της επιτυχίας, οι μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη προς όφελος των πολύ μεγαλύτερων, που συνιστούν το επικρατούν μοντέλο στη χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Η επιταγή της αποδοτικότητας γεννά διαστρεβλωμένα κίνητρα.
Οι αγρότες αναγκάζονται να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα κιλά τρόφιμα, παρότι η εντατική χρήση της γης απαιτεί, με τη σειρά της, εντατική χρήση λιπασμάτων στα χωράφια. Η υψηλή παραγωγικότητα της γεωργίας έχει επιφέρει τεράστιες επιπτώσεις στο περιβάλλον και απειλεί την ανθρώπινη υγεία, καθώς τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων συνιστούν αιτία ρύπανσης του εδάφους και των γειτονικών οικότοπων.
Tέλος, οι ίδιοι επιστήμονες θεωρούν ότι ένα σημαντικό κομμάτι των πολυθρύλητων εξαγωγών της Ολλανδίας αποτελείται από προϊόντα πολυτελείας που έχουν ελάχιστη συμβολή στην καταπολέμηση της πείνας στον κόσμο.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 24ης Ιουλίου
Πηγή
Tα τελευταία χρόνια η Ολλανδία έχει αναδυθεί στο προσκήνιο ως η χώρα με υψηλή παραγωγικότητα στον γεωργικό τομέα παρά το γεγονός ότι είναι μικρή και διαθέτει δέκα φορές λιγότερους αγρότες και δυόμισι φορές λιγότερη αγροτική γη από ό,τι η Ελλάδα. Ωστόσο, η χώρα αποτελεί τον πρώτο εξαγωγέα τροφίμων της Ε.Ε. και τον δεύτερο του πλανήτη.
Αυτό το επίτευγμα οφείλεται στον ιδιαίτερα υψηλό βαθμό καινοτομίας που διαπνέει ολόκληρη την αγροδιατροφική αλυσίδα, αλλά και τις δημόσιες αρχές της χώρας. Μαζί µε τις ΗΠΑ και την Ισπανία, η Ολλανδία είναι λοιπόν µία από τις τρεις ηγέτιδες χώρες παγκοσµίως στην παραγωγή φρούτων και λαχανικών. Το ένα τέταρτο όλων των εξαγωγών σε λαχανικά της Ευρώπης προς τρίτες χώρες προέρχεται από την Ολλανδία.
Την τελευταία τριακονταετία, για παράδειγμα, η ολλανδική βιομηχανία ντομάτας έχει την παγκόσμια πρωτιά όσον αφορά την απόδοση της καλλιέργειας. Ενδεικτικά, το 2014 η παραγωγή ανήλθε σε 144.352 τόνους ντομάτας ανά τετραγωνικό μίλι, κάτι που συνιστά τον υψηλότερο μέσο όρο του πλανήτη.
Την ίδια χρονιά, η Ολλανδία σημείωσε πρωτιές στον μέσο όρο αποδόσεων και σε άλλες βασικές καλλιέργειες, όπως οι πράσινες πιπεριές, οι πιπεριές τσίλι και τα αγγούρια, ενώ στην αντίστοιχη πεντάδα βρέθηκαν τα αχλάδια, τα καρότα, οι πατάτες και τα κρεμμύδια. Να σημειωθεί ότι περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού παγκόσμιου εμπορίου σπόρων λαχανικών προέρχεται από την Ολλανδία.
Η Silicon Valley των αγροτών
Η βασική αιτία πίσω από τους εκπληκτικούς αυτούς αριθμούς είναι το πανεπιστήμιο του Βαγκενίνγκεν (WUR), που βρίσκεται 50 μίλια νοτιοανατολικά του Αμστερνταμ, σύμφωνα με αφιέρωμα του διάσημου περιοδικού «National Geographic». Θεωρούμενο ευρέως ως το κορυφαίο ίδρυμα αγροτικής έρευνας στον κόσμο, το WUR συνιστά κομβικό σημείο της Food Valley, μιας ομάδας νέων επιχειρήσεων αγροτικής τεχνολογίας και πειραματικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Η συνεργασία ανάμεσα σε πανεπιστημιακούς και επιχειρηματίες του κλάδου συνιστά σημείο-κλειδί στον διαμοιρασμό της καινοτομίας.
Παρ' όλα αυτά, το μέλλον της βιώσιμης γεωργίας έχει διαμορφωθεί στις χιλιάδες μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις της χώρας. Σήμερα, η ολλανδική γεωργία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα θερμοκήπια, επιτρέποντας στους αγρότες να ελέγχουν στενά τις συνθήκες καλλιέργειας και να χρησιμοποιούν λιγότερους πόρους, όπως το νερό και το λίπασμα, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλότερες αποδόσεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν συμβάλει διάφορες μέθοδοι, όπως η χρήση ειδικού φωτισμού LED, ο οποίος επιτρέπει την 24ωρη καλλιέργεια σε θερμοκήπια με ελεγχόμενη ρύθμιση της ατμόσφαιρας. Εντύπωση προκαλεί, επίσης, η νεοσύστατη πρακτική λίπανσης των ντοματιών με απόβλητα ψαριών, τα οποία τις βοηθούν να μεγαλώνουν πολύ περισσότερο από το κανονικό.
Τέλος, διαδεδομένη είναι η χρήση υδροπονικών καλλιεργητικών μονάδων, όπου τα φυτά καλλιεργούνται εκτός εδάφους, σε τεχνητά παρασκευασμένα ανόργανα θρεπτικά διαλύματα. Αυτή η μέθοδος μειώνει την απορροή, εξοικονομώντας τόσο νερό όσο και χρήματα.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία που παρουσιάζει το «National Geographic» για το συνολικό αποτύπωμα νερού από την παραγωγή ντομάτας, στην Ολλανδία αντιστοιχεί 1,1 γαλόνι νερού ανά λίβρα ντομάτας, τη στιγμή που ο μέσος όρος παγκοσμίως ανέρχεται στα 25,6 (!) γαλόνια νερού. Το καινοτόμο μοντέλο έχει εφαρμοστεί ευρέως από τον αγροτικό πληθυσμό, δημιουργώντας θερμοκήπια που παρέχουν βέλτιστες συνθήκες για την καλλιέργεια.
Από το 2003 μέχρι το 2014, η παραγωγή λαχανικών αυξήθηκε κατά 28%, η χρήση ενέργειας μειώθηκε κατά 6%, η χρήση φυτοφαρμάκων κατά 9% και η χρήση λιπασμάτων κατά 29%. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της εταιρείας παραγωγής Siberia BV, όπου κάθε στρέμμα εντός θερμοκηπίου αποδίδει τόσο μαρούλι όσο περίπου 10 ολόκληρα στρέμματα στην ύπαιθρο, ενώ η ανάγκη για χημικές ουσίες έχει μειωθεί κατά 97%.
Το τίμημα της επιτυχίας
Όπως είναι γνωστό κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, έτσι σε άρθρο που υπογράφουν Ολλανδοί επιστήμονες του αγροπεριβαλλοντικού κλάδου στην ημερήσια ολλανδική εφημερίδα «De Volkskrant» διατυπώνεται η αντίληψη ότι η Ολλανδία προωθείται εσφαλμένα ως παράδειγμα προς μίμηση στις καλές γεωργικές πρακτικές.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, πρόκειται για τις ίδιες πρακτικές που τον τελευταίο μισό αιώνα έχουν εξαλείψει πάνω από το 70% του πληθυσμού τριών ειδών πτηνών και συνεχίζουν να πλήττουν τη βιοποικιλότητα του τόπου. Η ευρείας κλίμακας επέκταση της παραγωγής όχι μόνο έχει «καταπιεί» τους μικροκαλλιεργητές, αλλά έχει αλλοιώσει τα παραδοσιακά τοπία και έχει βλάψει σοβαρά το περιβάλλον, όλα στο όνομα της αυξημένης αποδοτικότητας.
Το τίμημα που πληρώνουν οι αγρότες, προκειμένου να κρατήσουν σε λειτουργία την καλοκουρδισμένη μηχανή της ολλανδικής γεωργίας περιλαμβάνει χαμηλά περιθώρια κέρδους, ακριβή τεχνογνωσία, δάνεια και εξονυχιστικό έλεγχο από τις αρχές.
«Είναι μια προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως μας έχουν διδάξει οι απάτες, οι μαζικές θανατώσεις, η προληπτική χρήση αντιβιοτικών, οι ζωοτροφές που έχουν μολυνθεί από υπολείμματα φυτοφαρμάκων και η βαθιά απογοήτευση που έχουν εκφράσει οι ίδιοι οι Ολλανδοί αγρότες» υπογραμμίζουν οι επιστήμονες.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που, στον βωμό της επιτυχίας, οι μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη προς όφελος των πολύ μεγαλύτερων, που συνιστούν το επικρατούν μοντέλο στη χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Η επιταγή της αποδοτικότητας γεννά διαστρεβλωμένα κίνητρα.
Οι αγρότες αναγκάζονται να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα κιλά τρόφιμα, παρότι η εντατική χρήση της γης απαιτεί, με τη σειρά της, εντατική χρήση λιπασμάτων στα χωράφια. Η υψηλή παραγωγικότητα της γεωργίας έχει επιφέρει τεράστιες επιπτώσεις στο περιβάλλον και απειλεί την ανθρώπινη υγεία, καθώς τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων συνιστούν αιτία ρύπανσης του εδάφους και των γειτονικών οικότοπων.
Tέλος, οι ίδιοι επιστήμονες θεωρούν ότι ένα σημαντικό κομμάτι των πολυθρύλητων εξαγωγών της Ολλανδίας αποτελείται από προϊόντα πολυτελείας που έχουν ελάχιστη συμβολή στην καταπολέμηση της πείνας στον κόσμο.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 24ης Ιουλίου
Πηγή