Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Μόνο εάν γκρεμιστεί εκ βάθρων το υφιστάμενο σύστημα που μας έχει οδηγήσει έως εδώ, υπάρχει κάποια προοπτική για τη χώρα μας

Βασίλης Βιλιάρδος
analyst.gr


Με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας μας, καθώς επίσης τις προοπτικές για το μέλλον της εάν τηρηθεί το τεσσαρακονταετές μνημόνιο και δεν διαγραφεί ένα μέρος των χρεών της, η ελπίδα η δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μορφή λιποταξίας – ενώ ο ισχυρισμός πως δεν υπάρχει καμία εναλλακτική δυνατότητα εκτός από την οδυνηρότερη μορφή χρεοκοπίας που βιώνουμε, είναι εντελώς ανόητος.

Δεν υπάρχει καμία ελπίδα για την Ελλάδα – ενώ όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα. Η πατρίδα μας έχει εισέλθει στο τελευταίο στάδιο της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, καθώς επίσης πολιτισμικής της κατάρρευσης – ενώ δεν υπάρχει κανένα απολύτως κόμμα στη Βουλή που να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με όλα αυτά τα προβλήματα.
Ειδικότερα, μόνο εάν γκρεμιστεί εκ βάθρων το υφιστάμενο σύστημα που μας έχει οδηγήσει έως εδώ, υπάρχει κάποια προοπτική για τη χώρα μας – αφού οτιδήποτε οικοδομηθεί επάνω στα σαθρά, βρώμικα θεμέλια του, είναι καταδικασμένο να ακολουθήσει την ίδια πορεία. Μία πορεία που μετέτρεψε την πατρίδα μας σε αποτυχημένο κράτος – εξευτελίζοντας τη διεθνώς με την πολιτική της υποτέλειας, των υποκλίσεων και της επαιτείας των κυβερνήσεων της.

Η μοναδική δυνατότητα πάντως να κόψει τα δεσμά της η Ελλάδα, με τα οποία δέθηκε χειροπόδαρα από την Τρόικα, είναι η ποινική δίωξη όλων όσων υπέγραψαν τα μνημόνια της καταστροφής – με την κατηγορία της εθνικής προδοσίας. Μόνο τότε θα ήταν σε θέση να αμφισβητήσει όλες τις συμφωνίες που υπεγράφησαν – με την έννοια ότι δρομολογήθηκαν από πολιτικούς που ξεπούλησαν τη χώρα, αδιαφορώντας εντελώς για τους Πολίτες της. Διαφορετικά είναι δυστυχώς υποχρεωμένη να τις σεβαστεί – αφού έτσι αποδέχονται οι Έλληνες σιωπηρά ότι πρόκειται για δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις τους.
Στη συνέχεια, θα έπρεπε η Ελλάδα να απαιτήσει την κατάργηση όλων των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που τις συνοδεύουν – ζητώντας επί πλέον αποζημίωση για τη ζημία άνω του 1 τρις € που της προκάλεσε η Τρόικα, αναστέλλοντας τις πληρωμές των ομολόγων της. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:
«Η εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων με νέα, καθώς επίσης με συνεχώς μεγαλύτερες επιβαρύνσεις, οδηγεί στην καταστροφή και στο χάος – μέσα από κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις, οι οποίες θα ξεσπάσουν νομοτελειακά όταν οι Έλληνες χάσουν τα πάντα, αδυνατώντας πλέον ακόμη και να επιβιώσουν» (πηγή).
Συνεχίζοντας, η Ελλάδα δεν έχει μόνο μετατραπεί σε μία άβουλη αποικία των δανειστών της τουλάχιστον για τα επόμενα 100 χρόνια, έχοντας φορτωθεί με  ένα τεσσαρακονταετές μνημόνιο αλλά, επίσης, απειλείται όσο ποτέ μέχρι σήμερα η εδαφική της ακεραιότητα – από πολλές διαφορετικές πλευρές, με αφετηρία τη Μακεδονία. Στα πλαίσια αυτά, μόνο εάν συνειδητοποιήσουμε όλοι μαζί, κόμματα και Πολίτες, τη θλιβερή κατάσταση, στην οποία έχουμε οδηγηθεί, ίσως υπάρξει μία αμυδρή προοπτική για το μέλλον – αφού, μόνο υπό αυτήν την προϋπόθεση ενεργοποιείται ολόκληρο το Έθνος απέναντι στους κινδύνους, ενώνεται και κυριολεκτικά μεγαλουργεί.
Εάν όχι, η κατάρρευση δυστυχώς ολοκληρώνεται και το Έθνος διαλύεται ολοσχερώς, καταλήγοντας στα σκουπίδια της ιστορίας – λεηλατημένο, εξαθλιωμένο και ανίκανο να αμυνθεί απέναντι στις δυνάμεις που το ωθούν στην εξαφάνιση του. Ως εκ τούτου, θεωρώ σωστό να προειδοποιήσω τους Έλληνες ότι, πρέπει να πάψουν πια να έχουν ψευδαισθήσεις – πιστεύοντας πως η χώρα θα επανέλθει σε μία βιώσιμη πορεία ανάπτυξης, με πρόγραμμα τα μνημόνια και με έλεγχο τήρησης τους τις νέες τρίμηνες αξιολογήσεις.
Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον, όταν επιβάλλονται νέοι φόροι, καθώς επίσης καινούργιες επιβαρύνσεις, ενώ την ίδια στιγμή έχει καταστραφεί εντελώς ο παραγωγικός της ιστός. Πόσο μάλλον με νέες μειώσεις των δημοσίων δαπανών, οι οποίες προκαλούν διπλάσια πτώση του ΑΕΠ, σχετικά με τους φόρους – ενώ η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών έχει σχεδόν μηδενισθεί και το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Οι Έλληνες πρέπει να πάψουν επίσης να ελπίζουν ότι, με νέες εκλογές, καθώς επίσης με την αξιωματική αντιπολίτευση ως μία καινούργια κυβέρνηση, θα λυθούν τα προβλήματα τους – αφού, εκτός του ότι θα πρόκειται για μία επανάληψη του πειράματος της διετίας 2012-2014, όπου ως γνωστόν θεωρείται ως ο ορισμός της ανοησίας κατά τον Αϊνστάιν, οι συνθήκες είναι κατά πολύ δυσμενέστερες από τότε.
Ακόμη χειρότερα όταν το ευρύτερο περιβάλλον της πατρίδας μας, ολόκληρος ο πλανήτης δηλαδή και όχι μόνο η Ευρώπη, ευρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού, απειλούμενος από αλλεπάλληλα κραχ που θα τον βύθιζαν στο χάος – γεγονός που σημαίνει ότι, αρκεί μία μικρή σπίθα για να ξεσπάσει μία καταστροφική πυρκαγιά, με συνέπειες που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.
Περαιτέρω είναι δεδομένο το ότι, κάποια στιγμή θα συμφέρει τη Γερμανία η μετάβαση της χώρας μας στη  δραχμή, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η μετατροπή των Ελλήνων σε δουλοπάροικους – δηλαδή, σε χαμηλού κόστους εργαζομένους της βιομηχανίας τους. Επίσης για να μπορούν να αγοράσουν όλα όσα «πάγια» θα έχουν απομείνει (ακίνητα, οικόπεδα, νησιά, επιχειρήσεις κλπ.), έναντι υποτιμημένων δραχμών – οπότε να επιστρέψει η Ελλάδα σε πορεία ανάπτυξης, από την οποία όμως δεν θα έχουμε πια κανένα απολύτως όφελος όλοι εμείς οι ιθαγενείς.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει πλέον ρεαλιστική λύση για την Ελλάδα, υπενθυμίζοντας πως κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν πιστεύει πια ότι, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς μία ονομαστική διαγραφή χρέους και εφαρμόζοντας τα μνημόνια – ούτε φυσικά η Γερμανία και το ΔΝΤ, έχοντας αποφασίσει να διατηρήσουν τη χώρα μας στην καραντίνα, στην απομόνωση, τυπικά μόνο μέλος της Ευρωζώνης και της ΕΕ, παράλληλα με την υφαρπαγή του συνόλου του πλούτου της, χωρίς τελικά να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Σημαίνουν τώρα οι παραδοχές αυτές ότι, αντιμετωπίζουμε την κατάσταση της χώρας μας με ηττοπάθεια; Ασφαλώς όχι, αφού η ηττοπάθεια παραπέμπει σε μία ορισμένη ψυχική κατάσταση που έχει νόημα μόνο σε σχέση με κάποια δράση (Schumpeter). Με απλά λόγια, τα ίδια τα γεγονότα και τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτά, δεν μπορούν ποτέ να είναι ηττοπαθή ή το αντίθετο.
Για παράδειγμα, η είδηση πως το πλοίο βυθίζεται, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα, δεν είναι αυτή καθεαυτή ηττοπαθής. Το πνεύμα όμως, με το οποίο υποδεχόμαστε την είδηση θα μπορούσε να είναι ηττοπαθές: στην περίπτωση που το πλήρωμα καθόταν και άρχιζε να πίνει. Θα μπορούσε βέβαια και να μην είναι – εάν το πλήρωμα έτρεχε στις αντλίες για να διασώσει το πλοίο, χωρίς φυσικά να γνωρίζει εάν θα τα καταφέρει.
Στα πλαίσια αυτά, εάν οι άνθρωποι αρνούνται να δουν την «είδηση» της πορείας της χώρας προς την καταστροφή, παρά το ότι είναι καλά τεκμηριωμένη με αριθμούς (όπως συμβαίνει σήμερα με όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης με ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού), τότε έχουν απλά τάσεις φυγής από την πραγματικότητα.
Εκτός αυτού, ακόμη και αν οι διαπιστώσεις μοιάζουν με προβλέψεις/προγνώσεις, εξακολουθούν να μη φέρουν στοιχεία ηττοπάθειας – με την έννοια πως ο οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα αρνιόταν να υπερασπίσει τη ζωή του, ακόμη και αν γνώριζε πως αργά ή γρήγορα θα πέθαινε. Ηττοπαθής είναι εκείνος που ενώ ισχυρίζεται, για παράδειγμα, πως αγαπάει την πατρίδα του, αρνείται εν τούτοις να την υπερασπισθεί – αδιάφορο εάν θεωρεί την ήττα του δεδομένη (όπως το 1940) ή εάν αυταπατάται με μάταιες ελπίδες για τη σωτηρία της.
Σήμερα πάντως, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση της χώρας μας, η αισιοδοξία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία μορφή λιποταξίας – επειδή δεν τεκμηριώνεται με κανέναν απολύτως τρόπο.
Ολοκληρώνοντας, το άρθρο μου αυτό δεν είναι απαισιόδοξο, αφού πιστεύω πως ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδας σήμερα είναι η ουτοπική ελπίδα των Πολιτών της – την οποία συντηρούν πολύ έξυπνα οι δανειστές, επειδή εξυπηρετεί όσο τίποτα άλλο τα συμφέροντα τους, μαζί με τον εκφοβισμό που επιχειρείται μέσω της γειτονικής μας χώρας.
Τη συντηρεί επίσης η κυβέρνηση, όπως και τα άλλα πολιτικά κόμματα εξουσίας, επειδή φοβούνται την τιμωρία, εάν ξυπνήσουν οι Έλληνες και αντιδράσουν. Η ελπίδα όμως αυτή, καθώς επίσης η εκκωφαντική σιωπή των αμνών που επικρατεί στην Ελλάδα, είναι δηλητήριο για το μέλλον μας – οπότε δεν πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν.