Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Η καταγωγή των Τούρκων: Ογούζοι Τούρκοι, Σελτζούκοι και Οθωμανοί

"Αν ξέρεις τον εχθρό σου και γνωρίζεις τον εαυτό σου, μη τον φοβάσαι, θα νικήσεις σε εκατό μάχες"
"πάντα πρέπει να ξέρεις πιο πολλά πράγματα για τον «εχθρό» σε σχέση με αυτά που γνωρίζει εκείνος για σένα"

Από το θρυλικό βιβλίο "Η τέχνη του πολέμου"

Οι πρώτοι Τούρκοι στην Ασία (4ος-8ος αι.)- Τα πρώτα τουρκικά φύλα των Βαλκανίων, της κεντρικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας
Η καταγωγή των Τούρκων έχει απασχολήσει έως σήμερα πολλούς και διάφορους. Επιστήμονες, πολιτικούς αλλά και απλούς πολίτες.
Ο καθένας μπορεί βέβαια να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του, οι οποίες φυσικά θα έχουν να αντιμετωπίσουν στη συνέχεια τη βάσανο της κριτικής.

Θα προσπαθήσουμε εδώ να δώσουμε κάποια στοιχεία σχετικά με τους προγόνους των Τούρκων με βάση επιστημονικά και αξιόπιστα, κατά την άποψή μας και όχι μόνο, συγγράμματα.

Είναι πρακτικά αδύνατο σε ένα διαδικτυακό άρθρο να καλύψουμε πλήρως ένα θέμα που έχει πολλές πτυχές και ιστορία εκατοντάδων ετών.



Οι Ογούζοι Τούρκοι

Ο πολυχρησιμοποιημένος σήμερα όρος "τουρκόφωνοι ή τουρκικοί λαοί" έχει ιστορία περίπου 75 ετών. Οφείλεται στον Ούγγρο βυζαντινολόγο Gyula Moravcsik (1892-1972), ο οποίος τον εισήγαγε για πρώτη φορά το 1942 στο δίτομο σύγγραμμα του Byzaninoturcica. Σύμφωνα με τον Moravcsik ως τουρκόφωνοι (δηλαδή ομιλούντες τις διάφορες διαλέκτους του τουρκικού τουρανικού κλάδου της ουραλο-αλταϊκής ομογλωσσίας) χαρακτηρίζονται οι λαοί της ασιατικής προέλευσης που ανήκαν είτε στον ουραλο-αλταϊκό (κεντρο-ανατολικό ασιατικό) είτε στο φιννο-ουγγριανό (ουγγριτικό) (κεντρο-δυτικό ασιατικό) φυλετικό τύπο όπως οι Ούγγροι και οι Κομάνοι και ήλθαν σε επαφές, φιλικές ή εχθρικές, με το Βυζάντιο μέσα από δύο βασικές οδούς: α) αυτές των ρωσικών στεπών και της βορειοανατολικής βαλκανικής και β) εκείνης της κεντρικής Ασίας (των Αλταΐων) και, στη συνέχεια, των περιοχών της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Οι Ογούζοι Τούρκοι( αραβικά Ghuzz τουρκικά Oguz) είναι οι κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί (όχι όμως και γλωσσικοί) πρόγονοι των τουρκικών λαών του Μεσαίωνα και αποτέλεσαν μεγάλη συνομοσπονδία τουρκόφωνων (τουρανικών) φύλων της κεντρικής Ασίας στις περιοχές των Αλταΐων Ορέων.

Εμφανίζονται κατά τον 6ο-8ο αιώνα ως νομάδες της κεντροασιατικής στέπας και η γνωστότερη ομάδα τους, οι εννέα Ογούζοι (Dokuz Oghuzz) κατόρθωσαν σταδιακά να ενώσουν από τον 6ο αιώνα όλα τα ογουζικά φύλα, από την Κίνα ως τον Εύξεινο Πόντο, για να εγκατασταθούν τελικά (τέλη 9ου αρχές 10ου αιώνα) στις εύφορες κοιλάδες ανατολικά της λίμνης Αράλης (της αρχαίας Ωξιανής) ανάμεσα στους μεγάλους ποταμούς Σιρ-Νταριά (τον αρχαίο Ιαξάρτη) και Αμού Νταριά (τον αρχαίο Ώξο). Οι περιοχές αυτές ανήκαν στην τέως ΕΣΣΔ και είναι γνωστές ως Transoxania/Transoxiana. Ακόμα και σήμερα κατοικούνται από Τουρκομάνους νομάδες, απογόνους των παλαιών ομοφύλων τους.

'Ολα σχεδόν τα τουρκόφωνα φύλα έχουν την καταγωγή τους στους Ογούζους Τούρκους, οι οποίοι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ξεκίνησαν από τις πεδιάδες των ποταμών Ορχόν και Σελεγκά, νότια της λίμνης Βαϊκάλης (της βαθύτερης λίμνης της Γης με μέγιστο βάθος 1660 μέτρα) στη σημερινή Μογγολία. Οι πολυαριθμότεροι από αυτούς, οι Ογούζοι Τούρκοι, δημιούργησαν από τον 6ο ως τον 8ο αιώνα ένα εκτενές κράτος. Για τους Ογούζους , όπως και για τις άλλες τουρανικές φυλές της κεντροανατολικής Ασίας, έχουμε ασαφείς και αμφιλεγόμενες πληροφορίες. Ένα άλλο αρχαίο τουρκικό φύλο, ήταν οι Εφθαλίτες (Λευκοί Ούννοι).

Ο ιστοριογράφος Μένανδρος ο Προτήκτωρ στο έργο του ''Περί Πρεσβειών εθνών προς Ρωμαίους'' περιγράφει την πρεσβεία του Τούρκου ηγεμόνα Διζάβουλου ή Σιλζίβουλου το 568/569 στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’ και τις διαπραγματεύσεις Βυζαντινών και Τούρκων με υπογραφή εικοσάχρονης συνθήκης, με σκοπό την εξασφάλιση μεταφοράς μεταξιού διαμέσου της βόρειας οδού για να αποφευχθούν οι μεγάλοι δασμοί που είχαν επιβληθεί από τους Πέρσες στην επικράτεια τους.

Το 576 όμως, ο νέος Τούρκος ηγεμόνας Τούρξανθος ακύρωσε την εμπορική συνθήκη με τον Ιουστίνο Β κατηγορώντας το Βυζάντιο ότι είχε υπογράψει συνθήκη με τους Αβάρους, εχθρούς των Ογούζων.

Τον 10ο αιώνα κέντρο των Ογούζων ήταν η πόλη Τζαντ στον κάτω ρου του Σιρ-Νταριά. Ανάμεσα στο 956 και το 1000 οι δύο κυριότεροι ηγέτες των Ογούζων, ο Σελτζούκ (γενάρχης των Σελτζούκων Τούρκων) και ο Yabghu ασπάστηκαν το Ισλάμ. Οι Σελτζούκοι το 1040 συνέτριψαν στην μάχη του Νταντανκάν τους ιρανόφωνους Γασνεβίδες και εισήλθαν αρχικά στο Τουρκεστάν και έπειτα στην Περσία. Έτσι, αναπόφευκτα συγκρούστηκαν με το Βυζάντιο καθώς προσπάθησαν να εισχωρήσουν στη Β. Συρία και στη Μ. Ασία.


Πετσενέγγοι, Κουμάνοι και άλλα τουρκόφωνα φύλα του Μεσαίωνα.
Πριν τους Σελτζούκους, θα αναφερθούμε σε ορισμένα άλλα τουρκόφωνα φύλα(τουρανικούς λαούς) του Μεσαίωνα.

Οι Πατζινάκοι (ή Πατσινάκοι ή Πετσενέγγοι), αποτέλεσαν ένωση διάφορων τουρκόφωνων φύλων της αλταϊκής ομάδας, που μαζί με τους Κουμάνους και τους Ούζους (τμήμα των Ογούζων), αποτέλεσαν το δυτικό τμήμα της μεγάλης μεσαιωνικής τουρανικής μετανάστευσης. Διάμεσου των ρωσικών στεπών, έφτασαν στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη (Παννονία, Ουγγαρία).

Οι ημινομάδες Πετσενέγγοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία. Γράφει σχετικά ο Λέοντας Διάκονος:
"…έθνος νομαδικόν και πολυάνθρωπον, φθειροφάγον τε και φερέοικον, εφ' αμαξών ως τα πολλά βιοτεύον".
Οι δε Σκυλίτζης και Κεδρηνός:
"έθνος… μέγα τε εστί και πολυάνθρωπον… προς ο ουδέ εν αυτό Σκυθικόν γένος αντιστήναι δύναται…".
Ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, κάνει εκτενή αναφορά γι' αυτούς στο έργο του "De Administrando Imperio". Γράφει ότι ζούσαν στα βορειοδυτικά Βαλκάνια, ανάμεσα στους Ούγγρους και τους Βούλγαρους.
Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (913 – 959) και της μεσοβασιλείας Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (920 – 944), οι Πετσενέγγοι ήταν στενοί σύμμαχοι του Βυζαντίου. Από τον 13ο αιώνα, άρχισε η απορρόφησή τους από τους Ούγγρους και τους Κουμάνους. Μετά τον 14ο αιώνα, δεν γίνεται αναφορά για αυτοτελή ύπαρξη πατζινακικών φύλων.

Οι Πετσενέγγοι στις μουσουλμανικές χώρες, είναι γνωστοί κυρίως ως Betchenek, Badjinak ή Batchnak.

Οι Ούζοι (Uz), αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο, ως σύμμαχοι του Βυζαντίου. Ωστόσο, μεταξύ 1050 – 1065, έκαναν επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στους κατοίκους της.

Τελευταία αναφορά στους Ούζους, γίνεται κατά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), όπου ήταν μισθοφόροι στον στρατό του Ρωμανού Δ' Διογένη. Τελικά μαζί με τους Πατζινάκους προσχώρησαν στον στρατό του Αλπ Αρσλάν.

Οι Κο(υ)μάνοι είναι ένας από τους γνωστότερους τουρκόφωνους λαούς των μεσαιωνικών χρόνων. Τα χρόνια της ακμής τους ήταν από τα μέσα του 11ου αιώνα, ως τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα.

Από τους Βυζαντινούς συγγραφείς, αναφέρονται ως "Σκύθαι" και "Κόμανοι" ή "Κομάνοι". Αρχική τους κοιτίδα ήταν τα Αλτάια Όρη.

Οι Κουμάνοι ήταν σύμμαχοι του Αλέξιου Α' Κομνηνού όταν το 1091 συνέτριψε στους πρόποδες του θρακικού όρους Λεβουνίου, ανατολικά του Έβρου, τους Πατζινάκους οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με τον Σελτζούκο εμίρη της Σμύρνης Τζαχά. Από τότε, ως τα μέσα του 13ου αιώνα οι Κουμάνοι αποτελούσαν βασικό και τακτικό μισθοφορικό τμήμα των βυζαντινών στρατευμάτων.

Οι Καραχανίδες (τουρκικά Karahakilar, Karahanidler) ή Ιλέκ – Χανίδες (τουρκικά Ilekhanlilar), υπήρξαν μία από τις παλαιότερες τουρκόφωνες μουσουλμανικές δυναστείες της Ασίας.

Κατά τον C. Cahen, στο έργο του "Pre – Ottoman", αποτέλεσαν τον "πρώτο αυθεντικό τουρκομουσουλμανικό πολιτικό σχηματισμό". Γύρω στο 960, ασπάστηκαν το ορθόδοξο Ισλάμ (σουνισμό) από σουφιστές (μυστικιστές) ιεραπόστολους του Κορανίου.

Τέλος, το μεσαιωνικό τουρκόφωνο κράτος των Καρά Χιτάι (Kara Khitay), ανατολικά του ποταμού Amn Darya (αρχ. Ώξου), οριοθετείται χρονολογικά μεταξύ 1137 – 1218.

Ο C. Brockelmann τους αποκαλεί "ειδωλολατρική μογγολική φυλή", ενώ ο C. Cahen "μισο – Μογγόλους ειδωλολάτρες". Ξεχωριστό στοιχείο του κράτους των Καρά Χιτάι. ήταν η ελευθερία που απολάμβαναν οι γυναίκες. Δύο μάλιστα από αυτές, ηγεμόνευσαν κατά τον 12ο αιώνα!


Οι Σελτζούκοι Τούρκοι

Οι Τούρκοι Σελτζούκοι ή Σελτζουκίδες (τουρκικά Selcuklular), υπήρξαν μαζί με τους επιγόνους τους Οθωμανούς, που κι αυτοί ανήκαν στην ογουζική συνομοσπονδία, κυρίαρχοι στον χώρο της Εγγύς Ανατολής. Σταδιακά η κυριαρχία τους επεκτάθηκε σε τρεις ηπείρους (Ασία, Βόρεια Αφρική, ΝΑ Ευρώπη).

Στα μέσα του 10ου αιώνα, οι Σελτζούκοι με επικεφαλής τον φύλαρχο Σελτζούκ (Selcuk), αποτελούσαν τη σημαντικότερη φυλή των Ογούζων. Γύρω στο 960, έγιναν σουνίτες ("ορθόδοξοι" μουσουλμάνοι) και μεταφέρθηκαν από τους επικυριάρχους τους Σαμανίδες, στους οποίους πρόσφεραν τις μισθοφορικές τους υπηρεσίες, στις συνοριακές επαρχίες της Μπουχάρα.

Τέσσερις υπήρξαν οι κυριότερες σελτζουκικές δυναστείες

Οι Μεγάλοι Σελτζούκοι της Μεσοποταμίας (Ιράκ) και της Περσίας (Ιράν) (περίοδος 1038/55 – 1194) σε δύο τμήματα:
α) Μεγάλοι Σελτζούκοι του Ιράκ και του Ιράν ως το 1157 (την περίοδο 1118 – 1157 μόνο στο Ανατολικό Ιράν).
β) Μεγάλοι Σελτζούκοι του Ιράκ και του Δυτικού Ιράν (1198 – 1194).
ii) Οι Σελτζούκοι της Συρίας (1070/ 80 – 1117), ιδιαίτερα στο Χαλέπι και τη Δαμασκό.
Οι Σελτζούκοι του Κιρμάν (1041 – 1186/87) και
iv) Οι Σελτζούκοι του Rum (Ικονίου) (1080/81 – 1307), που έγιναν υποτελείς των Ιλχανίδων Μογγόλων της Περσίας από το 1243.
Από αυτούς, μόνο το α' τμήμα των Μεγάλων Σελτζούκων και οι Σελτζούκοι του Ρουμ ήρθαν σε απευθείας επαφές με τους Βυζαντινούς (11ος – 13ος αι.)


Οι Οθωμανοί

Στα τέλη του 13ου αιώνα, τούρκοι γαζήδες ("ιεροί πολέμαρχοι του ισλαμικού τζιχάντ"), εκμεταλλευόμενοι την κατάρρευση του βυζαντινού αμυντικού συστήματος στη Μικρά Ασία για να ιδρύσουν μια σειρά από τουρκομανικά χανάτα στο δυτικό τμήμα της.

Μεγάλη ευθύνη γι' αυτό έχει ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1261 – 1282), καθώς μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), τα μικρασιατικά εδάφη παραμελήθηκαν από την κεντρική εξουσία με αποτέλεσμα οι Τουρκομάνοι να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος τους.

Το οθωμανικό κρατίδιο, ιδρύθηκε κατά το τρίτο τέταρτο του 13ου αιώνα στη σελτζουκική μεθόριο με το Βυζάντιο, στην περιοχή του Σογκούτ, βορειοδυτικά του Δορύλαιου (Εσκί Σεχίρ).

Ιδρύθηκε από ένα γένος της ογουζικής φυλής Καγί, το οποίο αργότερα αποκλήθηκε "οθωμανικό" από το όνομα του ηγεμόνα του Γαζή Οσμάν (ή Οθομάν, 1281-1326). Οι πρόγονοι των Οθωμανών ήταν ένα από τα νέα τουρκομανικά γένη, που είχαν εισβάλλει στην Αρμενία και έπειτα στη Μικρά Ασία, κατά τον 13ο αιώνα, ξεφεύγοντας από τη μογγολική εισβολή.

Η τουρκική παράδοση περιλαμβάνει μια γενεαλογία του Οσμάν, η οποία δεν είναι έγκυρη, αλλά γράφτηκε εκ των υστέρων, για να δώσει ένα ένδοξο παρελθόν στον ιδρυτή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η οθωμανική ιστορία αρχίζει με τον Οσμάν που έγινε ηγεμόνας της φυλής του το 1281. Το 1289 κατέλαβε το Δορύλαιο και το έκανε πρωτεύουσά του.

Ο Οσμάν συγκέντρωσε Τούρκους πολεμιστές από όλη τη Μικρά Ασία καθώς και Βυζαντινούς, εχθρούς των Παλαιολόγων, οι οποίοι εξισλαμίστηκαν σταδιακά.

Αυτό το «σύνολο», ονομάστηκε «Οθωμανοί».

Το οθωμανικό κρατίδιο, ενισχυόταν συνεχώς από μουσουλμάνους πολεμιστές οι οποίοι ερχόταν στα εδάφη του από διάφορα μέρη. Υπήρχε γι’ αυτούς η προοπτική του διαρκούς «ιερού πολέμου» και η απόσπαση λαφύρων και γαιών από το γειτονικό Βυζάντιο.


Οι Τουρκομάνοι και ο ρόλος τους στην κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Οθωμανούς

Οι Τουρκομάνοι (τουρκικά Turkmenler), ήταν ανθεκτικοί στις κακουχίες και σκληροτράχηλοι νομάδες πολεμιστές, που συνόδευαν τους Σελτζούκους στις εισβολές τους στα βυζαντινά εδάφη (11ος – 13ος αι.).
Ο σημαντικός Τούρκους ερευνητής Φαρούκ Σουμέρ, γράφει ότι ήταν αποφασιστικός ο ρόλος τους στη σταδιακή εθνική και πολιτική μεταμόρφωση της χριστιανικής Μικράς Ασίας και τον μετέπειτα εξισλαμισμό της, αν και οι ίδιοι διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τα παγανιστικά ήθη και έθιμά τους.

Πολλές φορές οι Τουρκομάνοι δρούσαν ανεξάρτητα από τους Σελτζούκους σουλτάνους. Οι μετέπειτα κατακτήσεις των τουρκομανικών εμιράτων (μπεϊλικιών) και των Οθωμανών (Οσμανλήδων), έγιναν με αρκετή ευκολία, καθώς είχε προλειανθεί το έδαφος από τους Σελτζούκους και τους Τουρκομάνους.

Για τους Τουρκομάνους δεν υπάρχουν πολλά αξιόπιστα στοιχεία. Μόνο ο Φαρούκ Σουμέρ (Faruk Sumer), έκανε μια αξιόλογη προσπάθεια, για να απαντήσει στο ερώτημα «ποιοι ήταν οι Τουρκομάνοι» ορισμένοι από τους οποίους ονομάζονταν γιουρούκοι (τουρκικά yuruk).

Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως ο ρόλος των γαζήδων (τουρκικά gazi), των συνόρων και την παραμεθόριων περιοχών (τουρκικά uc), τους «ιερούς πολεμιστές του Ισλάμ», κατά των Χριστιανών «απίστων και αιρετικών».
Οι Τουρκομάνοι, που αρχικά έδιναν την εντύπωση άκακων νομάδων, που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους, μεταμορφώνονταν όταν τους δινόταν η ευκαιρία σε άγριους ληστές και προξενούσαν μεγάλες καταστροφές στην ύπαιθρο.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Σκουταριώτης στη «Σύνοψιν Χρονικήν» (13ος αι.), αναφερόμενος στις επιδρομές στα χρόνια του Μιχαήλ Ζ’ Δούκα(1071-1078).
«Την εποχή της βασιλείας του ηγεμόνα αυτού όλος σχεδόν ο θαλάσσιος και ο χερσαίος κόσμος κατελήφθη από τους άθεους βάρβαρους (δηλ. τους Σελτζούκους και τους Τουρκομάνους) και καταποντίστηκε, μένοντας απογυμνωμένος από τους κατοίκους του, αφού όλοι οι Χριστιανοί σφάχτηκαν, ενώ οι εγκαταστάσεις και τα σπίτια με τις εκκλησίες σε όλες τις επαρχίες της Ανατολής (Μικράς Ασίας), λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν εντελώς, μέχρις εκμηδενισμού…».


Μετά το 1300

Το 1301 ο Οσμάν κατέλαβε τη Μελάγχεια (σήμερα Γενισεχίρ) και την έκανε στρατιωτικό ορμητήριο.

Το 1302, έπεσε η Πέργαμος. Το 1304, καταλήφθηκαν η Έφεσος, τα Θύραια και το Πυργί(ον). Μια μικρή ανάσα πήρε η βυζαντινή αυτοκρατορία, από τις επιτυχίες των Καταλανών μισθοφόρων εναντίον των Οθωμανών (δείτε σχετικά άρθρα μας για την Καταλανική Εταιρεία στο protothema.gr). Η δολοφονία όμως του αρχηγού των Καταλανών Ροζέ ντε Φλορ, στοίχισε πολύ ακριβά στο Βυζάντιο.

Το 1326 έπεσε η Προύσα, το 1331 η Νίκαια και το 1337 η Νικομήδεια.

Ο Ταμερλάνος το 1402, στη μάχη του Τσουμπούκ – οβασί κοντά στην Άγκυρα, διέλυσε τους Οθωμανούς του Βαγιαζήτ. Τότε κάποιοι πίστεψαν ότι η οθωμανική αυτοκρατορία «έσβησε», οριστικά και αμετάκλητα.
Σύντομα όμως, από το 1415 περίπου, με επικεφαλής τον Μωάμεθ Α’, οι Οθωμανοί ανασυντάχθηκαν.

Στα χρόνια του Μουράτ Β’, το κράτος τους επεκτάθηκε. Κορυφαία στιγμή βέβαια για τους Οθωμανούς, ήταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453.


Επίλογος

Ο Σπυρίδων Βρυώνης, θεωρεί κομβικής σημασίας την μάχη του Μαντζικέρτ (1071). Δυστυχώς, μετά τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο (976 – 1025), οι βίαιες εσωτερικές αναταραχές, είχαν σαν αποτέλεσμα η βυζαντινή αυτοκρατορία να εμφανίσει σημάδια διάλυσης και αποσύνθεσης.

Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσουν περίπου 400 χρόνια, μετά το 1071, για να κατακτηθεί και να ενοποιηθεί πολιτικά η Ανατολή από τους Τούρκους.

Όσο για την καταγωγή των γειτόνων; Οι πίνακες που παραθέτουμε (ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΦΥΛΩΝ, από το βιβλίο του Α.Κ. Σαββίδη και ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΙ ΦΥΛΕΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΗΛΘΕ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΕΘΝΟΣ, από τη μονογραφία του Περικλή Δεληγιάννη), θεωρούμε ότι είναι άκρως διαφωτιστικοί και αποκαλυπτικοί και απαντούν σε πολλά ερωτήματα…




Πηγές:
ΑΛΕΞΙΟΣ Γ. Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ», Α’ τόμος, Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ 2006
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ, «ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΙΣΛΑΜ», 634 – 1461», εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2008
ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ, «Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ, 11ος – 15ος ΑΙΩΝΑΣ», ΜΙΕΤ, 2008.