Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Η μάνα και η σωτηρία του άθεου γιου

Η μητέρα του, του έδειξε το δρόμο της σωτηρίας...

Στίς δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ηταν μια γριούλα. Καί ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα καί μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Καί να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο. Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα καί σκούζει...

- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Καί άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με εκάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον εκάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Καί έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν καί οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Καί μετά, εκοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Πηγή