Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Ετοιμάζονται για δεύτερο Μακεδονικό Αγώνα – Αστραψαν και βρόντηξαν οι αλογατάρηδες: «Θα υπερασπιστούμε και με τουφέκια την Μακεδονία, αν χρειαστεί»

Θα ξαναέρθουμε και με τουφέκια, αν χρειαστεί

Μια γαλανόλευκη λαοθάλασσα, ένα ετερόκλητο αλλά απολύτως συμπαγές ποτάμι ανθρώπων από κάθε άκρη της Ελλάδας φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του ότι η Μακεδονία είναι ελληνική!

Η Θεσσαλονίκη «βούλιαξε» από χιλιάδες ανθρώπους από κάθε άκρη της Ελλάδας, που κατέκλυσαν ολόκληρη την παραλιακή ζώνη. Φορώντας πάνω τους ή κραδαίνοντας την ελληνική σημαία, απαίτησαν να μην παραδοθεί το ιερό όνομα της Μακεδονίας στο κρατίδιο των Σκοπίων.

«Αν τελικά παραχωρηθεί το όνομα της Μακεδονίας, θα είναι η αρχή του τέλους για τους Ελληνες. Κι αυτό δεν θα το επιτρέψουμε! Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι χρειαστεί. Σήμερα είμαστε εδώ ειρηνικά. Αν όμως χρειαστεί, θα έρθουμε με ντουφέκια» είπε στη «δημοκρατία» ο Παντελής Καπαρουδάκης (δεξιά), που ταξίδεψε στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας για να διαδηλώσει από τα Χανιά.


«Η Μακεδονία για άλλη μια φορά κινδυνεύει. Πρέπει όλοι μαζί να στηρίξουμε τους Μακεδόνες με τους οποίους μας δένουν δεσμοί αίματος λόγω των Μακεδονικών Αγώνων. Όλοι μαζί θέλουμε να ξεσηκώσουμε τον κόσμο με ένα κρητικό “χρώμα”, με τα άλογα, με τις μαντινάδες και τα παραδοσιακά τραγούδια», είχαν δηλώσει οι αλογατάρηδες πριν αναχωρήσουν από την Κρητή

Οι Κρητικοί πράγματι εντυπωσίασαν με την παρουσία τους στο συλλαλητήριο, εκεί, όποου Ελληνες απο κάθε γωνιά της πατρίδας μας, κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη.

«Ηρθαμε από τη Δράμα για να φωνάξουμε και να μας ακούσει όλη η οικουμένη ότι η Μακεδονία είναι ελληνική και μόνο. Καλούμε τους νέους να σηκωθούν από τους υπολογιστές, να διεκδικήσουν αυτά που ανήκουν στην πατρίδα μας» σημείωσε η Θάλεια Παπαϊωάννου μαζί με τη Μαρία Μπάνιου (αριστερά).

«Μια σλαβική φυλή προσπαθεί να κλέψει την Ιστορία μας. Θα αγωνιστούμε. Δεν πρόκειται να παραδώσουμε όσα μας κληροδότησαν με αγώνες και αίμα οι πρόγονοί μας. Θα φροντίσουμε να τα παραδώσουμε όπως τα παραλάβαμε» τόνισε ο Κωνσταντίνος Γίτσος.

«Θέλουν να συμπεριλάβουν οι γείτονες τον όρο “Μακεδονία” στο όνομά τους; Ας το συμπεριλάβουν. Ας ονομαστούν “Ψευτομακεδονία”. Μόνο έτσι θα συμφωνήσω. Οι Ελληνες, όταν ενωθούμε, κάνουμε θαύματα. Και με το όνομα της πατρίδας μας πρέπει να είμαστε ενωμένοι και να το πάμε μέχρι τέλους» υπογράμμισε η Νατάσα Γιοκαρίνη (δεξιά).

«Η καρδιά μου πρόσταξε και το μυαλό συμφώνησε. Δεν δέχομαι να μας κλέψουν το όνομα, να μας κλέψουν την Ιστορία μας», δήλωσε ο Φαίδωνας Σαράντης.

«Ηρθα στο συλλαλητήριο για να υποστηρίξω μαζί με όλους τους Ελληνες την Ιστορία μας. Είμαι Μακεδόνας, δεν θα μπορούσα να λείπω από το συλλαλητήριο. Δεν θα αφήσουμε κανέναν να χαρίσει το όνομα και την Ιστορία μας» υπογράμμισε ο Σωτήρης Γεωργιάδης.

«Ηρθαμε να συμπαρασταθούμε στους αδελφούς μας τους Μακεδόνες. Ηρθαμε, όμως, και για έναν ακόμη λόγο: Για να τιμήσουμε τους προγόνους μας, τους Κρητικούς Μακεδονομάχους, να δείξουμε ότι δεν σκοτώθηκαν άδικα. Τα αδέλφια πρέπει να δίνουν και τη ζωή τους για τα αδέλφια» είπε με πολλή συγκίνηση ο Γιάννης Καμπουράκης (Καμπουρογιάννη τον αποκαλούν οι σύντεκνοι), που ταξίδεψε από τα Πολυρρήνια Κισσάμου Χανίων.

Οι αδελφικές σχέσεις Κρήτης και Μακεδονίας

Οι σχέσεις της Κρήτης με τη Μακεδονία, διαμέσου των αιώνων ήταν άριστες και παραδοσιακά ενσωματώθηκαν στη νοοτροπία και συνείδηση των κατοίκων της κάτι που είναι ιστορικά τεκμηριωμένο. Ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε Κρητικούς τοξότες, περίφημους για τις ικανότητές τους, ενώ ο ναύαρχος Νέαρχος του στόλου του Μακεδόνα στρατηλάτη ήταν Κρητικός.

Αρκετούς αιώνες αργότερα, στον Ερωτόκριτο, βρίσκουμε ένα ακόμα τεκμήριο της φιλίας Κρητικών και Μακεδόνων. Ο Χαρίδημος, το ρηγόπουλο της Κρήτης, και ο Νικόστρατος, ο αφέντης της Μακεδονίας, θεμελιώνουν αυτή την φιλία σε αμοιβαίους όρκους και υπόσχονται πώς, αν η περίσταση το επιβάλλει, ο καθένας θα προστρέξει σε βοήθεια του άλλου. Οι Κρητικοί έχοντας πάντα ως πεποίθηση τη λευτεριά πιο πάνω από τη ζωή, εθελοντικά ανταποκρίθηκαν στο προσκλητήριο του αγώνα για να σωθεί η Μακεδονία.

Οι Κρητικοί εκείνης της εποχής, φωτισμένοι ακόμη από τη λάμψη του Αρκαδίου, δεν ήταν μόνο οι πιο εμπειροπόλεμοι αγωνιστές, από τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις κατά των Τούρκων, αλλά διακρίνονταν για το υψηλό εθνικό τους φρόνημα και τη φιλοπατρία τους, ιδεώδη που είχαν σφυρηλατηθεί κατά τους πολύχρονους αγώνες για την ανεξαρτησία και την ελευθερία τους και είχαν εδραιωθεί στη συνείδηση και στη σκέψη τους.

Δεν είναι τυχαίο πως, στην αρχή ακόμη, πριν ξεσπάσει ο Μακεδονικός Αγώνας, ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης , γράφει στον πρωθυπουργό Ζαΐμη: «Στείλε μου πενήντα άντρες. Πενήντα όμως Κρητικούς, να ενωθούν με τους αγέρωχους καπεταναίους Στρεμπενιώτη και Κώττα, για ν’ αντιμετωπίσουν τις βουλγαρικές ορδές».

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΥΣΙΕΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

Οι Κρητικοί ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ ανταποκρίθηκαν στο εθνικό προσκλητήριο για να σωθεί η Μακεδονία. Ο νεαρός Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος (με το ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας)[4] βρήκε τους πρώτους ετοιμοπόλεμους και ριψοκίνδυνους εθελοντές Κρητικούς: Γεώργιο Πέρρο ή Περάκη, Ευθύμιο Καούδη, Λαμπρινό Βρανά και Γεώργιο Δικώνυμο- Μακρή που με ενθουσιασμό δέχτηκαν να πάνε στη Δυτική Μακεδονία και να είναι οι πρωτοπόροι στο διαφαινόμενο αφυπνισμό της Ελλάδας.

Τον Απρίλιο του 1903 αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Όμως, οι τοπικές τουρκικές αρχές τους θεώρησαν ύποπτους, τους παρακολουθούσαν στενά και τελικά τους εξανάγκασαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Μόνο ο Γεώργιος Πέρρος κατόρθωσε να πείσει τους Τούρκους ότι ήταν ζωέμπορος και επισκέφθηκε το Μοναστήρι και την Καστοριά για να μεταφέρει στον Ίωνα Δραγούμη και τον Γερμανό Καραβαγγέλη αξιόλογη μυστική αλληλογραφία. Ο Πέρρος επέστρεψε στην Αθήνα με ενθαρρυντικές αφηγήσεις για την κατάσταση που επικρατούσε στις περιοχές που επισκέφτηκε και με τη βεβαιότητα ότι υπήρχαν άνθρωποι στη Μακεδονία έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα για το έθνος. Έτσι, ενίσχυσε το ηθικό των φίλων του Κρητικών στην Αθήνα και αποφάσισαν από κοινού να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους.

Με σύντονες ενέργειες καταρτίστηκε το πρώτο ένοπλο σώμα για την ενίσχυση της οργάνωσης του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Ο Ανθυπολοχαγός Τσόντος βρήκε και πάλι έξι Κρητικούς, οι οποίοι μαζί με τους τέσσερις προηγουμένους και με τη συνοδεία του Ανθυπολοχαγού Μαζαράκη Κωνσταντίνου (Καπετάν Ακρίτας) πήγαν στα Τρίκαλα, εφοδιάστηκαν με οπλισμό και πυρομαχικά και στις 13 Ιουνίου 1903 πέρασαν ένοπλοι την τότε ελληνοτουρκική μεθόριο. Το πρώτο ελληνικό αντάρτικο σώμα που μπήκε στην Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία αποτελούσαν οι: Γεώργιος Πέρρος, Ευθύμιος Καούδης, Γεώργιος Δικώνυμος- Μακρής , Λαμπρινός Βρανάς, Γεώργιος Σεϊμένης, Γεώργιος Ζουρίδης, Γεώργιος Στρατινάκης, Ευστράτιος Μπονάτος, Μανούσος Κατουνάτος, και Νικόλαος Λουκάκης. Την ίδια περίοδο ο Μητροπολίτης Καραβαγγέλης πήρε επιστολή του Π.Μελά με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1903 που μεταξύ άλλων έγραφε: «…Οι Κρήτες που σας στέλνομεν, είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών. Γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το εθνικόν αίσθημα. Είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας.»[6] Αυτά τα προφητικά λόγια επιβεβαιώθηκαν περίτρανα και οι μισοί απ’ αυτούς έπεσαν στα πεδία των μαχών, για τη σωτηρία και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Η παρουσία του πρώτου αντάρτικου Σώματος των δέκα Κρητικών από την ελεύθερη Ελλάδα, αν και πολύ σύντομη, λειτούργησε ιδιαίτερα ευεργετικά για τον ελληνικό αγώνα στη Μακεδονία. Η πείρα που απέκτησαν αποδείχτηκε πολύτιμη και δύο από αυτούς, ο Ευθύμιος Καούδης και ο Γεώργιος Δικώνυμος- Μακρής, διέπρεψαν αργότερα ως Αρχηγοί Σωμάτων. Οι συγκρούσεις με τις Βουλγαρικές συμμορίες, η εφαρμοζόμενη τακτική τους, η ανικανότητά τους στη σκοποβολή, ο βαθμός της εν γένει στρατιωτικής τους κατάρτισης, ενθάρρυναν τους Κρητικούς να συνεχίσουν με επιτυχία τις προσπάθειές τους και να δώσουν ένα ευοίωνο σάλπισμα αφύπνισης για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

http://www.dimokratianews.gr/content/82231/tha-xanaerthoyme-kai-me-toyfekia-hreiastei