Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ο όσιος γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης μεταφέρεται σε διάφορα μέρη με θαυμαστό τρόπο

«Αυτά είναι του Θεού πράγματα»!

Επειδή ο π. Ιάκωβος ήτανε κι εφημέριος στα τρία χωριουδάκια, έπρεπε να πηγαινοέρχεται τις Κυριακές και μερικές ακόμα φορές, όταν το καλούσε η ανάγκη. Κι έπρεπε να πηγαίνει με το ζώο με κρύο, με χιόνι, με πάγους, με λιοπύρι… Δεν ήτανε λίγες οι φορές που παλιά το μουλάρι του, η Χάϊδω, τον ταλαιπωρούσε, γιατί κλώτσαγε και ήτανε νευρικό. Μια φορά μάλιστα, χειμώνα καιρό, με χιόνι πρόγκηξε στο δάσος το ζώο, πέταξε κάτω τον π. Ιάκωβο, που χτύπησε άσχημα κι έχασε και κάτι μάλλινα χοντρά γάντια, που του’ χε στείλει για τέτοιες περιστάσεις η Ζώη. Επειδή πάντα ήταν εξαντλημένος από την άσκηση, κρύωνε πολύ, ξυλιάζανε τα χέρια του και δυσκολευότανε να λειτουργήσει.
Πολλές φορές πήγαινε στα χωριά για διάφορους λόγους, χωρίς να παίρνει το μουλάρι. Έτσι, επέστρεφε από τα Δαμνιά και μάλιστα ήτανε φορτωμένος με αρκετά κιλά. Δύο περίπου χιλιόμετρα πριν φτάσει στο μοναστήρι, πέρασε ταξί με πελάτη, που γνώρισε τον π. ιάκωβο και πρότεινε στον οδηγό να τον πάρουνε κι αυτόν. Ο οδηγός απάντησε:
– Ας τους, οι καλόγεροι δεν έχουν ανάγκη.
Συνεχίσανε και μόλις φτάσανε στη Μονή χτυπήσανε και τους άνοιξε ο ίδιος ο π. Ιάκωβος. Ταξιτζής και πελάτης τα χάσανε. Ο πρώτος ζήτησε συγνώμη.
Τέτοια ήτανε πολύ συνήθη, μα καταγράφουμε ακόμα μία περίπτωση. Μητέρα είχε άρρωστο παιδάκι και έφερνε τα ρουχαλάκια του να τα «διαβάσει» ο π. Ιάκωβος. Τα ‘φερνε, το 1970 με το ταξί του Αθ. Βαρβούζου. Χειμώνας, λάσπες, δεν είχε γίνει ο καινούργιος δρόμος και το ταξί κόλλησε στις λάσπες ακριβώς στη διασταύρωση εκεί που στρίβει ο δρόμος για το Ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ. Κατεβήκανε και θα συνέχιζαν με τα πόδια, όταν πέρασε με μουλάρι ο π. Ιάκωβος πηγαίνοντας να κοινωνήσει στα Δαμνιά κάποιον ετοιμοθάνατο, απόσταση τουλάχιστον 6 με 7 χιλιόμετρα από τη Μονή. Η μητέρα ζήτησε να μιλήσει στον π. Ιάκωβο μα κείνος τις έδειξε «τα Άγια» (τη Θεία Κοινωνία), της είπε να κάνει το Σταυρό της και να πάει στη Μονή, όπου θα επιστρέψει και ο ίδιος. Μητέρα και ταξιτζής περπατήσανε δέκα με δεκαπέντε λεπτά και φτάσανε. Μπήκανε στο ναό, προσκυνήσανε κι έκπληκτοι βλέπουνε τον π. Ιάκωβο να βγαίνει από το Ιερό!
– Πάτερ Ιάκωβε, δε σε είδαμε πριν λίγο στο δρόμο;
– Ναι, παιδί μου.
– Δεν πήγαινες στα Δαμνιά να κοινωνήσεις ετοιμοθάνατο;
– Ναι, παιδί μου.
– Και πώς πηγές και γύρισες τόσο γρήγορα;
– Αυτά, παιδί μου, είναι του Θεού πράγματα!
( Το διηγήθηκε ο ταξιτζής ενώπιον του επισκόπου).
(Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου, Αθήνα 1994, σελ. 104-105)

http://www.diakonima.gr