Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Στον αστερισμό των γεωπολιτικών ανακατατάξεων

Η Ρωσία κατάφερε να αναπτύξει σημαντικά την πραγματική της οικονομία, ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα (ανάλυση) – με αποτέλεσμα η συμμετοχή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στα έσοδα του προϋπολογισμού της να μειωθεί στο 39% από 51,3% το 2014(πηγή), ενώ αναμένεται να περιοριστεί κάτω από το 35% το 2010




Η οικονομία έχει αναδειχθεί σε έναν πολύ σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα, γεγονός που σημαίνει ότι, πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπ’ όψιν – ενώ ο στρατιωτικός εξοπλισμός και οι πόλεμοι κοστίζουν πάρα πολύ. Στα πλαίσια αυτά, ξεκινώντας από τις Η.Π.Α., οι στατιστικές τεκμηριώνουν πως οκτώ χρόνια μετά την τελευταία ύφεση, το ΑΕΠ αυξάνεται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2% – ενώ η διάθεση των καταναλωτών είναι πολύ θετική. Εν τούτοις, η εικόνα του λιανικού εμπορίου είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτική – παρά το ότι οι συνθήκες θα έπρεπε να είναι παραδεισένιες, με δεδομένο το ότι η κατανάλωση αφορά σχεδόν το 70% του αμερικανικού ΑΕΠ.

Ειδικότερα, διαπιστώνεται ένα μαζικό κλείσιμο καταστημάτων, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «αποκάλυψη κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό» – ενώ περιγράφεται με τους αριθμούς 6.800 και 3.000, σύμφωνα με τους οποίους στους πρώτους εννέα μήνες του 2017 έκλεισαν 6.800 καταστήματα, ενώ άνοιξαν 3.000 καινούργια (πηγή). Σε τελική ανάλυση λοιπόν χάθηκαν 3.800 καταστήματα, σε μία εποχή που το λιανικό εμπόριο θα έπρεπε να ανθεί – κάτι που συμβαίνει συνεχώς τα τελευταία τρία χρόνια.

Από τη μία πλευρά βέβαια υπάρχει εξήγηση, αφού αυξάνεται διαχρονικά το εμπόριο μέσω του διαδικτύου (on line πωλήσεις) – όπου κυριαρχεί η Amazon. Η δεύτερη ερμηνεία του φαινομένου είναι η υπερχρέωση των καταστημάτων λιανικής – τα οποία, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αποτέλεσαν τον αγαπημένο στόχο των μοχλευμένων εξαγορών (Leveraged Buyouts), όπου ο αγοραστής χρηματοδοτεί την εξαγορά με δάνεια που μετά επιβαρύνουν τον Ισολογισμό της επιχείρησης.

Ως εκ τούτου πολλές αλυσίδες λιανικής δυσκολεύονται να αναχρηματοδοτήσουν τα ληξιπρόθεσμα δάνεια τους, ενώ οι πιστωτές που δραστηριοποιούνται στην αγορά των ομολόγων «σκουπιδιών» (Junk Bonds) δεν είναι πρόθυμοι να αντικαταστήσουν τα ομόλογα που λήγουν –αφενός μεν λόγω της ανόδου της Amazon, αφετέρου επειδή ο τζίρος και τα κέρδη τους συρρικνώνονται. Επομένως όλο και περισσότερες αλυσίδες πτωχεύουν, προβλέποντας πως η τάση θα επιταχυνθεί όταν η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα βασικά της επιτόκια – κάτι που θα προκαλέσει την αύξηση της ανεργίας, με επώδυνες συνέπειες για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, αφού ως πωλήτριες και πωλητές απασχολούνται 8.000.000 άτομα στις Η.Π.Α., με μέσο ετήσιο μισθό τα 21.500 $.



Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η συνεχιζόμενη αύξηση των χρεών των νοικοκυριών, μετά την υποχώρηση τους κατά την κρίση – αφού έχουν υπερβεί πλέον τα 12 τρις $ (γράφημα). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το διπλασιασμό των δημοσίων χρεών της υπερδύναμης σε απόλυτο μέγεθος (από τα 10 τρις $ το 2008 στα 20 τρις $ σήμερα), με τον τετραπλασιασμό του Ισολογισμού της Fed, καθώς επίσης με το ότι σχεδόν 100 εκ. ενήλικα άτομα δεν εμφανίζονται στις στατιστικές ανεργίας (ανάλυση), δεν ταιριάζει με τις ανακοινώσεις περί οικονομικής ευρωστίας της – με τις οποίες οφείλει να είναι πολύ επιφυλακτικός κανείς.

Επόμενο πρόβλημα είναι το ότι γενικότερα στη Δύση, η οποία καθορίζεται αφενός μεν από τις Η.Π.Α., αφετέρου από την Ιαπωνία και τη Γερμανία ως ηγέτιδα της ΕΕ, ακολουθούμενες από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, τον Καναδά και την Αυστραλία, το οικονομικό σύστημα φαίνεται να ωφελεί μία συνεχώς μειούμενη αλλά ισχυροποιούμενη μειοψηφία – η οποία έχει ουσιαστικά τη διαχείριση και τον έλεγχο της πολιτικής.

Αναλυτικότερα οι τοπικές επιχειρήσεις και η πραγματική οικονομία αντικαταστάθηκαν από τις πολυεθνικές, καθώς επίσης από το χρηματοπιστωτικό σύστημα – όπου παρέχονται μεγάλες ελαφρύνσεις όσον αφορά την πληρωμή φόρων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των φορολογικών παραδείσων. Εν προκειμένω το σύστημα του χρέους, το δολάριο, η Fed και η στρατιωτική ηγεμονία (Η.Π.Α., ΝΑΤΟ), διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο – όπως επίσης το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα κοκ.

Όσον αφορά τη μαζική εκτύπωση χρημάτων από τις κεντρικές τράπεζες, είχε στόχο τη διατήρηση αυτού του συστήματος των ελίτ, των μεγάλων τραπεζών και των πολυεθνικών γιγάντων στην κορυφή – επίσης των δολαρίων χωρίς αντίκρισμα (Fiat money), στη θέση τους ως παγκόσμιο αποθεματικό και συναλλακτικό νόμισμα. Με απλά λόγια, εάν μία χώρα θέλει να πουλήσει κάτι σε κάποια άλλη, οφείλει να χρησιμοποιεί δολάρια – όπου, σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο, κάθε δολάριο πρέπει να εκκαθαρίζεται από την τράπεζα της Νέας Υόρκης.

Το γεγονός αυτό σημαίνει πως αυτόματα η συγκεκριμένη συναλλαγή υπάγεται στο δίκαιο των Η.Π.Α. – ενώ, εάν παρακαμφθεί, όπως στην περίπτωση του Ιράν που δεν ήθελε να πουλάει πετρέλαιο σε δολάρια, τότε απομονώνεται από το σύστημα, οπότε από το παγκόσμιο Εμπόριο. Ο αποκλεισμός αυτός στοίχισε στο Ιράν την υποτίμηση του νομίσματος του κατά 50% (πηγή) – όπως στη Ρωσία, όταν της επιβλήθηκαν κυρώσεις. Το τι συνέβη πάντως με το Ιράκ και με τη Λιβύη, όταν ανακοίνωσαν την πρόθεση τους να διεξάγουν συναλλαγές με ευρώ, είναι σε όλους γνωστό.

Εν τούτοις όλα αυτά αλλάζουν σταδιακά, αφού από κοινού η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν επιθυμούν να ανεξαρτητοποιηθούν από το δυτικό σύστημα – έχοντας ανακοινώσει μεταξύ τους συναλλαγές στα δικά τους νομίσματα, ιδρύοντας εναλλακτικούς οργανισμούς στο ΔΝΤ και στην Παγκόσμια Τράπεζα, δημιουργώντας το δικό τους Swift κοκ.

Τέταρτο και τελευταίο πρόβλημα είναι η συνεχώς μειούμενη βιομηχανική παραγωγή της Δύσης, η οποία μεταφέρθηκε σταδιακά στην Ανατολική Ευρώπη και στην Ασία – λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους, του τεχνητά υποτιμημένου κινεζικού νομίσματος, της παγκοσμιοποίησης κλπ. Η διαδικασία αυτή οδήγησε εν πρώτοις στην αύξηση του δυτικού πλούτου, με κριτήριο την αγοραστική δύναμη των ανθρώπων – επειδή οι εισαγωγές γίνονταν όλο και πιο φθηνές, με τον πληθωρισμό να διατηρείται χαμηλός παρά το αθρόο τύπωμα νέων χρημάτων. Η κατάσταση αυτή όμως έχει ημερομηνία λήξης – η οποία δεν θα αργήσει πολύ, ενώ θα δρομολογήσει μία επώδυνη μείωση του βιοτικού μας επιπέδου.


Η Κίνα

Από την άλλη πλευρά τώρα, η Κίνα πέτυχε μία κατακόρυφη αύξηση των εξαγωγών της, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο των πλεονασμάτων και των συναλλαγματικών της αποθεμάτων σε δολάρια – κάτι που στήριξε μεν το αμερικανικό νόμισμα, αλλά αύξησε την εξάρτηση των Η.Π.Α., αφού με τα αποθέματα αυτά αγόραζε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου, μετατρεπόμενη στο μεγαλύτερο δανειστή της υπερδύναμης μαζί με την Ιαπωνία.

Θυσιάστηκαν λοιπόν ορισμένες γενιές στην Κίνα για να μπορέσει να αναπτυχθεί, αλλά σήμερα ευρίσκεται σε μία πολύ πλεονεκτική θέση – έχοντας πλέον τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθεί από το δυτικό σύστημα του χρέους και το δολάριο. Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από 200 $ το 1990 στα 5.000 $ το 2010, δημιουργήθηκε μία μεγάλη μεσαία τάξη, το ποσοστό φτώχειας μειώθηκε από 88% στο 6,5%, πάνω από 500 εκ. άνθρωποι δεν αντιμετωπίζουν πια συνθήκες ακραίας φτώχειας κοκ.

Εάν δε η άνοδος της αγοραστικής δύναμης της Κίνας (ΡΡΡ) συνοδευτεί από την πτώση της στη Δύση, ως αποτέλεσμα του προβλεπόμενου πληθωρισμού λόγω των νέων χρημάτων που τυπώθηκαν, της ανόδου των τιμών των εισαγομένων προϊόντων, τυχόν αύξησης των τιμών της ενέργειας κοκ., τότε η σύγκριση μεταξύ των δυο αυτών περιοχών του πλανήτη θα διαφοροποιηθεί ξαφνικά και σε μεγάλο βαθμό – σημειώνοντας πως σε όρους αγοραστικής δύναμης το ΑΕΠ της Κίνας είναι ήδη υψηλότερο από αυτό των Η.Π.Α.

Οφείλει να σημειωθεί εδώ η διευκόλυνση των απ’ ευθείας αποστολών προϊόντων από την Κίνα στον υπόλοιπο πλανήτη μέσω του διαδικτύου εκ μέρους της κυβέρνησης της, η οποία τις επιδοτεί για να μην επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις με τα ταχυδρομικά έξοδα – με αποτέλεσμα να υπολογίζεται πως έως το 2020 η χώρα θα αποκτήσει το 60% του παγκοσμίου ηλεκτρονικού εμπορίου (πηγή). Επίσης πως η κορυφαία της εταιρεία, η ALIBABA, επεξεργάσθηκε 812.000.000 παραγγελίες εντός μόλις 24 ωρών, ενώ η υπηρεσία πληρωμών ALIPAY διαχειρίσθηκε 1,5 δις συναλλαγές την ίδια ημέρα – άρα τον απίστευτα μεγάλο αριθμό των 256.000 συναλλαγών ανά δευτερόλεπτο!

Περαιτέρω, η Κίνα επιδιώκει να κατακτήσει την πρώτη θέση στην τρίτη βιομηχανική επανάσταση, επενδύοντας τεράστια ποσά στην αυτοματοποίηση, καθώς επίσης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – επειδή η άνοδος των μισθών των εργαζομένων της στην κλασική βιομηχανία ασκεί ήδη πιέσεις στην οικονομική της ανάπτυξη, την οποία σχεδιάζει να στηρίξει με την εσωτερική της κατανάλωση πλέον.



Ταυτόχρονα, με το «νέο δρόμο του μεταξιού» (φωτογραφία), ο οποίος αποτελεί τη μεγαλύτερη υλοποίηση υποδομών που συνέβη ποτέ στον πλανήτη, συνδέοντας την με την υπόλοιπη Ευρασία, σχεδιάζει την άνοδο των εξαγωγών της στη συγκεκριμένη περιοχή – πάντοτε με προσανατολισμό την παραγωγή και λιγότερο τις υπηρεσίες. Όσον αφορά τη συνεργασία της με τη Ρωσία, το μερίδιο των εθνικών νομισμάτων στις πληρωμές των εξαγωγών των ρωσικών προϊόντων το 2016 ανήλθε στο 13%, ενώ στις εισαγωγές στο 16%, παρακάμπτοντας το δολάριο – ενώ, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Κίνα, όσον αφορά τη ραγδαία άνοδο των συνολικών χρεών της, φαίνεται να είναι σε θέση να τα ελέγξει.
Η Ρωσία

Όπως έχουμε ήδη αναλύσει η Ρωσία, μετά τις κυρώσεις που της επιβλήθηκαν από τη Δύση το 2014 στην ενέργεια, στον τραπεζικό κλάδο και στη στρατιωτική της βιομηχανία, συνοδευόμενες από τις επιθέσεις στο νόμισμα της, επέλεξε να απαντήσει με ανάλογο τρόπο – με κυρώσεις δηλαδή προς όφελος της πραγματικής της οικονομίας, όπως ήταν η απαγόρευση εισαγωγών αγροτικών προϊόντων.

Έτσι κατάφερε να αναπτύξει σημαντικά την πραγματική της οικονομία, ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα (ανάλυση) – με αποτέλεσμα η συμμετοχή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στα έσοδα του προϋπολογισμού της να μειωθεί στο 39% από 51,3% το 2014(πηγή), ενώ αναμένεται να περιοριστεί κάτω από το 35% το 2010. Ειδικά σε σχέση με τη γεωργία, την οποία υποτιμούμε ανόητα στην Ελλάδα, η ρωσική κυβέρνηση δήλωσε τα εξής:

«Η Ρωσία είναι ηγετική δύναμη στον πλανήτη, όσον αφορά τις εξαγωγές σιτηρών, φυτικών ελαίων, ψαριών και ορισμένων άλλων τροφίμων. Περιμένουμε να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο προμηθευτή της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού, στα οργανικά καθαρά προϊόντα» (πηγή).

Αυτό που καθιστά όμως τη χώρα σημαντική σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η στρατιωτική της ισχύ, σε συνδυασμό με την εμπνευσμένη γεωπολιτική της στρατηγική – όπως φάνηκε στον πόλεμο της Συρίας, μέσω του οποίου κατάφερε να συμμετέχει ευρύτερα στον έλεγχο της Μέσης Ανατολής, μαζί με την Κίνα και το Ιράν.

Το μεγάλο όπλο της βέβαια δεν είναι ο στρατός και η πυρηνική της δύναμη, κυρίως επειδή φαίνεται αποφασισμένη να τη χρησιμοποιήσει εάν υπάρξει ανάγκη (πιστεύουμε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο εάν είχε εκλεγεί η κυρία Clinton, με πρόσχημα την ουκρανική κρίση), αλλά η ενέργεια – όπως των Η.Π.Α. το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε συνδυασμό με το δολάριο και της Κίνας η παραγωγική της μηχανή. Ο στρατός και τα πυρηνικά αποτελούν το μέσο προστασίας των βασικών οικονομικών όπλων της εκάστοτε ηγετικής δύναμης – τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχημένη απελευθέρωση της Συρίας από την ISIS κατά σχεδόν 95% είναι το αποτέλεσμα των ειρηνευτικών συνομιλιών της Αστάνα, μεταξύ της Ρωσίας, της Συρίας, της Τουρκίας και του Ιράν – όχι αυτών στη Γενεύη, όπου οι Η.Π.Α. διατύπωσαν κάποιες υποσχέσεις, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν. Ακόμη καλύτερα, η συνεργασία της Χεζμπολάχ, του Ιράν, του Ιράκ και της Ρωσίας, παρά την αμερικανική βοήθεια προς τη Σαουδική Αραβία, ήταν αυτή που απελευθέρωσε τελικά τη Συρία και το Ιράκ από την ISIS – μεταξύ άλλων με την τοποθέτηση των S-400 που άλλαξαν τις συνθήκες στην περιοχή.

Είναι εμφανής δε η απροθυμία του προέδρου Trump να ξεκινήσει μία σύγκρουση στη Μέση Ανατολή – γεγονός που αφήνει ουσιαστικά ακάλυπτη τόσο τη Σαουδική Αραβία, όσο και το Ισραήλ, αυξάνοντας την επιρροή του Ιράν. Όσον αφορά τη Ρωσία, η επίσκεψη του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, καθώς επίσης οι τέσσερις συναντήσεις μεταξύ του Ρώσου προέδρου και του πρωθυπουργού του Ισραήλ (πηγή), τεκμηριώνουν τη σημασία της στη Μέση Ανατολή – ενώ όσο περισσότερο η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ πιέζουν για πόλεμο εναντίον του Ιράν, το οποίο επέλεξε από την αρχή τους σωστούς συμμάχους, τόσο πιο πολύ θα απομονώνονται.
Η Ιαπωνία

Στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, στην Ιαπωνία, ο πρωθυπουργός της μετά την επανεκλογή του θέλει να αλλάξει το μεταπολεμικό πασιφιστικό σύνταγμα της χώρας του, στηριζόμενος από το 80% των βουλευτών – κάτι που δεν σημαίνει βέβαια πως θα εξελιχθεί σε μία ισχυρή στρατιωτική δύναμη, αλλά ότι θα αρχίσει να επενδύει αρκετά χρήματα στην άμυνα της, εμπιστευόμενη λιγότερο την προστασία των Η.Π.Α. και θέλοντας να είναι καλύτερα οχυρωμένη απέναντι στην Κίνα. Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ιαπωνία, συνεχίζει να είναι μία ισχυρότατη εξαγωγική και τεχνολογική δύναμη, σαν τη Γερμανία – έχοντας όμως τα ίδια προβλήματα με τη Γερμανία, όπως είναι η έλλειψη ενέργειας και η στρατιωτική αδυναμία.

Σύμφωνα με το σημερινό Σύνταγμα της τώρα, ο ιαπωνικός στρατός επιτρέπεται τότε μόνο να πολεμήσει, όταν αντιμετωπίσει την επίθεση μίας εχθρικής δύναμης στο εσωτερικό της χώρας. Για παράδειγμα, απαγορεύεται να καταστρέψει προληπτικά μία βάση πυραύλων στη Β. Κορέα – κάτι που ο νέος πρωθυπουργός, ο οποίος θεωρείται εθνικιστής, θέλει να αλλάξει, εκμεταλλευόμενος τη στάση της Β. Κορέας. Η αλλαγή αυτή φαίνεται να υποστηρίζεται από τις Η.Π.Α., οι οποίες θεωρούν τη χώρα απαραίτητη όσον αφορά την κινεζική απειλή – ενώ η Ιαπωνία αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο δανειστή της υπερδύναμης, στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με την Κίνα.

Ο πραγματικός στόχος βέβαια της εξωτερικής πολιτικής της Ιαπωνίας είναι ο περιορισμός της επιρροής της Κίνας στην Ασία – όπου οι φιλοδοξίες του προέδρου Xi μπορεί να αφήνουν αδιάφορους τους Ευρωπαίους, με εξαίρεση τη Γερμανία, αλλά όχι τη γειτονική της χώρα. Εκτός αυτού η Κίνα απαιτεί νησιά, τα οποία ανήκουν επίσημα στην Ιαπωνία – ενώ η Ιαπωνία χωρίς τη στήριξη των Η.Π.Α. δεν είναι σε θέση ούτε να προστατεύσει αυτά τα νησιά, ούτε να αντιμετωπίσει τις ηγεμονικές βλέψεις της Κίνας.

Γενικότερα πάντως το τέλος της εποχής του πασιφισμού της Ιαπωνίας έχει στόχο να την μετατρέψει σε έναν πλήρη στρατιωτικό σύμμαχο των Η.Π.Α. στην Ασία, ενδεχομένως μαζί με την Αυστραλία και την Ινδία – όπου όμως η Αυστραλία εκτός από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα οποία εντείνονται από τα αυξημένα εξοπλιστικά της προγράμματα, είναι άμεσα εξαρτημένη εξαγωγικά από την Κίνα.

Ο στρατηγικός διάλογος που προβλέπεται μεταξύ της Ιαπωνίας, των Η.Π.Α., της Ινδίας και της Αυστραλίας έχει στόχο την προστασία του θαλασσίου διαδρόμου από την Ασία μέσω της Μέσης Ανατολής στην Αφρική – με απώτερο σκοπό την προώθηση του ελευθέρου εμπορίου, κυρίως όμως τη δημιουργία ενός αντίπαλου δέους στο «νέο δρόμο του μεταξιού» της Κίνας. Ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας έχει δημοσιεύσει το γεωπολιτικό του όραμα ήδη πριν από πέντε χρόνια – όπου φαίνεται ο εθνικισμός του, καθώς επίσης το ότι στην εξωτερική πολιτική τάσσεται υπέρ της αντιπαράθεσης, της σύγκρουσης δηλαδή, αντί της συμφιλίωσης.

Η βασική του σκέψη δε είναι η δημιουργία ενός «δημοκρατικού διαμαντιού ασφαλείας» στην Ασία – το οποίο θα ενώνει την Αυστραλία, την Ιαπωνία, την Ινδία και την αμερικανική Πολιτεία της Χαβάης. Για παράδειγμα, η Ιαπωνία από κοινού με την Ινδία, θα παρακολουθούν την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ του Ειρηνικοί και του Ινδικού ωκεανού – έτσι ώστε να περιορίζεται η στρατιωτική δράση της Κίνας. Μπορεί λοιπόν να μη δίνεται μεγάλη σημασία στην Ιαπωνία ή η Ινδία να ανήκει τυπικά στις BRICS, αλλά πρόκειται για δύο ισχυρότατες χώρες – τις οποίες δεν πρέπει να υποτιμάει κανείς, ούτε να τοποθετεί αυθαίρετα κάπου.
Επίλογος

Η νέα τάξη πραγμάτων, το μοίρασμα του πλανήτη σε αποκλειστικές ζώνες επιρροής, ευρίσκεται ήδη σε μία πολύ προχωρημένη κατάσταση – όπου φαίνεται πως οι Η.Π.Α. ενδιαφέρονται κυρίως για την ηγεμονία τους στην ήπειρο τους (Λατινική Αμερική, Μεξικό, Καναδάς), καθώς επίσης για τη συμμαχία τους με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Ινδία και τη Μ. Βρετανία, διατηρώντας ένα μεγάλο μέρος της Αφρικής.



Η Ρωσία και η Κίνα, με σύμμαχο το Ιράν προσβλέπουν στην ηγεμονία της Ευρασίας – η εξασφάλιση της οποίας θεωρείται πως θα δημιουργήσει την ισχυρότερη δύναμη στον πλανήτη. Η βοήθεια της Κίνας και της Ρωσίας στην αναδιάρθρωση των χρεών της Βενεζουέλας εξυπηρετεί μόνο ως διαπραγματευτικό χαρτί – για το οποίο θα ζητηθούν ανταλλάγματα κάπου αλλού.

Το βασικό θέμα εν προκειμένω είναι το τι θα συμβεί με την Ευρώπη, η οποία βιώνει μία κατάσταση αποσύνθεσης – με τη Γερμανία να επιθυμεί μεν την ηγεμονία της, αλλά χωρίς μεγάλες ελπίδες να τα καταφέρει αφού είναι αντιπαθής, δεν διαθέτει στρατιωτική δύναμη, ενώ είναι εξαρτημένη ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία. Η υπερχρέωση της ηπείρου μας πάντως, σε συνδυασμό με την πολιτική λιτότητας που της έχει επιβληθεί, έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου – απελευθερώνοντας πολλές φυγόκεντρες δυνάμεις, ειδικά εντός της νομισματικής ένωσης, οι οποίες θα ενταθούν σημαντικά εάν υπάρξει πολιτική αστάθεια στη Γερμανία.

Τυχόν δε επανάληψη των γερμανικών εκλογών είναι πιθανόν να ενισχύσει κατά πολύ το εθνικιστικό κόμμα – ένα ενδεχόμενο που θα ολοκλήρωνε την καταστροφή που προκάλεσαν η καγκελάριος και ο υπουργός οικονομικών της, με αφετηρία την Ελλάδα. Σε αυτούς οφείλεται άλλωστε η σταδιακή αναβίωση του εγκληματικού ναζιστικού παρελθόντος της χώρας στις μνήμες των Ευρωπαίων – η οποία μπορεί μεν σήμερα να ευρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση, αλλά αυτή θα κληθεί να πληρώσει τον πανάκριβο λογαριασμό τυχόν διάλυσης της Ευρωζώνης.

Τέλος, η Κίνα αυξάνει την επιρροή της στην Ευρώπη εξαγοράζοντας επιχειρήσεις και κατακτώντας ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής καταναλωτικής αγοράς – ενώ η Ρωσία ισχυροποιείται στην ανατολική πλευρά, με επί πλέον δυνητικούς συμμάχους τόσο τη Γαλλία, όσο και την Ιταλία. Ως εκ τούτου φαίνεται πως η Ευρώπη εκτός Βρετανίας θα αποτελέσει το μεγάλο λάφυρο της διαμάχης των μεγάλων δυνάμεων – με πιθανότερη την «ανάρτηση» της στην υπόλοιπη Ευρασία. Στα πλαίσια αυτά ελπίζουμε πως η Ελλάδα γνωρίζει επακριβώς τι συμβαίνει, επιλέγοντας αυτό που θα τη συμφέρει καλύτερα μελλοντικά – ευχόμενοι να προβλέψει σωστά τις παγκόσμιες εξελίξεις και την αλλαγή παραδείγματος.