Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Η Μητρόπολη των Ορθοδόξων κατά του αντίχριστου Παπισμού

Ι.Μ. Πειραιώς: Ανακοίνωση εξέδωσε το γραφείο επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών της Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς με θέμα: Ζήτημα ή άλυτο πρόβλημα το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης, στο οποίο, εκτός των άλλων, αναφέρεται στην προσπάθεια της ένωσης των εκκλησιών. Αναλυτικά η ανακοίνωση:

«Είναι πασίγνωστο πως οι θιασώτες της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως προωθούν πυρετωδώς και δυστυχώς απροϋπόθετα, την «ένωση των εκκλησιών», κυρίως της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και της θρησκευτικής κοινότητας του Βατικανού, η οποία γι’ αυτούς και με τη «βούλα» της «Συνόδου» της Κρήτης είναι «εκκλησία» και με την οποία, απλά, η Ορθόδοξη Εκκλησία δε βρίσκεται σε κοινωνία. Άλλωστε οι «ετερόδοξοι» γι’ αυτούς είναι ορθόδοξοι, οι οποίοι απλώς έχουν άλλη άποψη. Το μεγάλο εμπόδιο όμως είναι ο τρόπος αυτής της «ένωσης», καθ’ ότι, και αυτοί το γνωρίζουν, δεν θα πρόκειται για πραγματική ένωση, αλλά για αφύσικη «συγκόλληση».

Για την Ορθοδοξία μας βεβαίως δεν υφίσταται θέμα «ένωσης των εκκλησιών», αλλά για επιστροφή των αποσχισμένων και πεπλανημένων σε Αυτή. Κι’ αυτό επειδή η Εκκλησία από τη θεανθρώπινη φύση της είναι αδύνατο να διαιρεθεί, διότι, κατά τον απόστολο Παύλο, ο Χριστός δεν «μεμέρισται» (Α΄Κορ.1,13) και εφόσον η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού (Κολ. 1,24.Εφ.5,23), Αυτό δε μπορεί να διαιρεθεί. Σε αντίθεση με την εκπεφρασμένη εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια αυτή σαφέστατη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, οι σύγχρονοι θιασώτες της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως, παρ’ όλες τις περγαμηνές τους ως ορθόδοξοι θεολόγοι, δέχονται και κηρύττουν την διαίρεση της Εκκλησίας!

Αφορμή για το παρόν σχόλιό μας πήραμε από πρόσφατο άρθρο στο διαδίκτυο του γνωστού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Graz, κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, με τίτλο: «ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ. Πριν από 50 χρόνια επρότεινε λύση ο Πάπας Ρώμης Παύλος ο ΣΤ΄». Αφού διαβάσαμε με προσοχή το εν λόγω άρθρο, καταλήξαμε στο συμπέρασμα του προλόγου μας: διαγνώσαμε την αμηχανία και το αδιέξοδο των θιασωτών της «ένωσης των εκκλησιών», τον κόπο τους, να διασκεδάσουν και το σπουδαιότερο να υπερβούν την απόλυτα αμετακίνητη θέση των παπικών στις κακοδοξίες τους. Να βρουν τον τρόπο να τις αποδεχτεί ο πιστός λαός του Θεού, τον οποίο, απ’ ότι φαίνεται, φοβούνται και μάλιστα πολύ, διότι η ιστορία τους δίδαξε ότι ο απρόσμενος παράγων στην «ένωση των εκκλησιών» είναι εκείνος. Φθάνει να δει κανείς το ρόλο του ορθοδόξου πληρώματος, κληρικών και λαϊκών, στις δύο ιστορικές απόπειρες «ενώσεως των εκκλησιών», το 1274 (Ψευδοσύνοδος της Λυών) και το 1439 (Ψευδοσύνοδος Φεράρας Φλωρεντίας). Και οι δύο αυτές «Σύνοδοι», (Οικουμενικές για τους παπικούς), αποφάσισαν την «ένωση», όμως αυτή δεν έγινε, διότι ο πιστός λαός δεν την αποδέχτηκε, όχι για άλλο λόγο αλλά διότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις να γίνει, διότι δεν υπήρχε επιστροφή των παπικών στην Εκκλησία!

Στο κείμενο του κ. Γ. Λαρεντζάκη είναι διάφανη αυτή η προσπάθεια: το πως θα γίνουν αποδεκτές στο ορθόδοξο πλήρωμα οι κακοδοξίες του παπισμού, οι οποίες βεβαίως, τόσο για εκείνον, όσο και για όλους τους θιασώτες της οικουμενικής κινήσεως, δεν είναι πλάνες και αιρέσεις, αλλά … «τοπικές συνήθειες»! Μια από αυτές τις «τοπικές συνήθειες» του αιρετικού Παπισμού είναι και το κορυφαίο δόγμα περί του «Πρωτείου του Πάπα Ρώμης», το οποίο, (και) για τον κ. Γ. Λαρεντζάκη, αποτελεί «το μεγαλύτερο πρόβλημα – εμπόδιο για την αποκατάσταση της ενότητος μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας … το είχε ομολογήσει και ο πάπας Παύλος ο ΣΤ ΄ το 1967». Ασφαλώς δεν είναι το μεγαλύτερο και το μόνο πρόβλημα, το οποίο δημιουργεί χάσμα μέγα μεταξύ της Εκκλησίας και της παπικής θρησκευτικής κοινότητας. Είναι, επίσης, το φιλιόκβε, η κτιστή χάρις, το καθαρτήριο, η περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης και δικαιώσεως δοξασία, η μαριολατρία, το αλάθητο, οι αξιομισθίες (συγχωροχάρτια) των αγίων, τα άζυμα, η προσκύνηση αγαλμάτων, η ιεροκρατία, κ.α., τα οποία προσπερνά ο αρθρογράφος θεολόγος και τα οποία δεν είναι βεβαίως «τοπικές συνήθειες» της «δυτικής εκκλησίας», αλλά σοβαρές δογματικές και εκκλησιολογικές πλάνες και παρεκτροπές από την αλήθεια της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Αυτές, βεβαίως, οι αιρέσεις πρέπει πρώτα να καταδικαστούν από τον Παπισμό και μετά να συζητείται το θέμα του πρωτείου, το οποίο στην Εκκλησία ήταν πρωτείο τιμής της επισκοπικής έδρας και όχι του προσώπου του Επισκόπου.

Για εκείνον, τη λύση του «Πρωτείου του Πάπα Ρώμης», το έδωσε εδώ και 50 χρόνια ο ίδιος ο «πάπας» Παύλος ΣΤ΄ το 1967. Έγραψε: «Μια πρόταση λύσεως του προβλήματος έκαμε ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ πριν από 50ο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη». Κατ’ αυτόν, ο «πάπας» Παύλος ΣΤ΄ δεν απαίτησε «επιστροφή» των Ορθοδόξων στην «καθολική εκκλησία» και ούτε να γίνει εκείνος ένας ποιμένας υπό μία ποίμνη, αλλά πρότεινε στον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα όπως αυτός «ίνα ευαρεστηθή και υποδείξη Αυτώ, ποίοι είναι κατά την γνώμην Αυτού, οι καλλίτεροι τρόποι, ίνα καταντήσωμεν προς έναν σκοπόν τόσον δυσχερή, αλλά αγιώτατον». Αλλά, απ’ ότι αφήνει να εννοηθεί ο κ. Γ. Λαρεντζάκης, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν εκμεταλλεύτηκε την πρόταση του «πάπα», οπότε δεν προσπεράστηκε ο ύφαλος του «Πρωτείου» και άρα δεν επιτεύχθηκε η πολυπόθητη «ένωση»! Με άλλα λόγια, ο Παπισμός μας έδωσε τη λύση, αλλά εμείς την απορρίψαμε και άρα την ευθύνη για την μη σημειούμενη πρόοδο, για την «ένωση», τη φέρουμε εμείς οι Ορθόδοξοι!

Αλλά είναι όμως έτσι τα πράγματα, όπως τα παρουσιάζει ο κ. Γ. Λαρεντζάκης; Όχι ακριβώς! Και εξηγούμαστε:

1. Κανένας δε μπορούσε, και δε μπορεί, να γνωρίζει, τα πραγματικά κίνητρα του τότε «πάπα». Αν δηλαδή ήταν αληθινές οι προθέσεις του, για την «ένωση των εκκλησιών», η οποία θα συνοδευόταν από την άρση των θεολογικών διαφορών της «εκκλησίας» του, που την χωρίζουν από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Η παπική διπλωματία, ως γνωστόν, είναι από τις καλλίτερες στον κόσμο. Φανταζόμαστε πως ούτε ο τότε θερμότατος «λατινόφρων» Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας πίστεψε στις «αγαθές προθέσεις» του «πάπα» και γι’ αυτό του έστειλε ως απάντηση την συνοδική παράδοση της Εκκλησίας, ότι ο Επίσκοπος Ρώμης δεν ασκούσε κανένα πρωτείο εξουσίας στην Εκκλησία, αλλά απλά κατείχε το πρωτείο τιμής.

2. Ο «πάπας» Παύλος ΣΤ΄, βεβαίως, δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση να αποβάλλει τις πλάνες και κακοδοξίες της «εκκλησίας» του, η οποία συσσώρευσε τους τελευταίους δέκα αιώνες. Δεν απέβαλε το αντιχριστιανικό «Πρωτείο». Απλά έριξε «το μπαλάκι» στον Αθηναγόρα, δηλαδή στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, για να δώσει τη λύση εκείνη, που όμως δεν ήταν υπόθεση εκείνου και της Εκκλησίας, αλλά του Παπισμού. Η Εκκλησία δεν κατηγορείται για καμιά πλάνη, αλλά ο Παπισμός, ο οποίος καλείται να αποκαταστήσει την πίστη της πρώτης χιλιετίας και να ενωθεί με την Εκκλησία. Αυτός παρέκκλινε και αλλοίωσε την πίστη της αεί αδιαίρετης Εκκλησίας και σε τίποτε η Ορθοδοξία. Ακόμα και σήμερα στους «θεολογικούς διαλόγους» δε μπορούν οι παπικοί να προσάψουν καμιά κατηγορία για κακοδοξία στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το μόνο που κάνουν είναι να υπεραμύνονται των δικών τους πλανών και να μηχανεύονται απίστευτους τρόπους υπερασπίσεώς των. Έτσι λοιπόν, νομίζουμε ότι φρόνιμα έπραξε η Εκκλησία την εποχή εκείνη και δεν έπεσε στην παγίδα της παπικής διπλωματίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης του διαμήνυσε την συνοδική παράδοση της Εκκλησίας. Αλλά τι έκαμε όμως ο τότε «πάπας», άκουσε την ορθόδοξη πρόταση για να επιτευχθεί η «ένωση»; Τη δέχτηκε; Απέβαλε το πρωτείο εξουσίας; Όχι βέβαια! Πως λοιπόν ο κ. Γ. Λαρεντζάκης «βλέπει» την παπική αυτή πρόταση ως λύση του ζητήματος του «πρωτείου»; Ποιος άλλος, εκτός από τον «πάπα» είναι υπεύθυνος για να δώσει τη λύση;


3. Είναι ολοφάνερο πως, από την περιβόητη «πρόταση αγάπης» του «πάπα» Παύλου ΣΤ΄, προκύπτει ότι ο παμπόνηρος ποντίφηκας, δεν έκαμε τίποτε άλλο από την προβολή των «συνοδικών» αποφάσεων της «εκκλησίας» του, για την «ένωση των εκκλησιών», οι οποίες εκδόθηκαν από τις γνωστές ψευδοσυνόδους της Λυών (1274) και Φεράρας – Φλωρεντίας (1439), σύμφωνα με τις οποίες η «ένωση» θα γινόταν ουνιτικώ τω τρόπω. Η παπική «εκκλησία» θα κρατούσε τα δικά της «δόγματα» θα συνέχιζε να υπάρχει ως έχει, χωρίς να αποβάλλει καμιά πλάνη και κακοδοξία και με τα υπάρχοντα έθιμά της και οι Ορθόδοξη «Ανατολική» Εκκλησία θα κρατούσε τα δικά της πιστεύω και τα έθιμά της, αλλά θα αναγνώριζε το πρωτείο του πάπα. Με άλλα λόγια θα λειτουργούσε όπως λειτουργούν οι ουνιτικές «εκκλησίες» στον ορθόδοξο χώρο τους τελευταίους αιώνες! Αυτό είναι το «μοντέλο» της «ένωσης των εκκλησιών», που προωθεί το Βατικανό και βρίσκει δυστυχώς υποστηρικτές και στο χώρο της Ορθοδοξίας, να γίνουμε ουνίτες. Γι’ αυτό, όχι μόνον δεν καταργεί την Ουνία, παρά τις διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων, αλλά μάλλον την ισχυροποιεί, πιστεύοντας ότι οι ουνιτικές «εκκλησίες» δείχνουν τον τρόπο της «ενώσεως των εκκλησιών»! Ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος «πάπας» υπήρξε ο θερμότερος και φανατικότερος υποστηρικτής της Ουνίας, ο οποίος είχε δηλώσει προκλητικά και κατηγορηματικά πως η «ένωση των εκκλησιών δε θα γίνει ποτέ επί ζημία των Ανατολικών Εκκλησιών», δηλαδή των ουνιτικών!

4. Μπορούμε λοιπόν να μαντέψουμε το «μοντέλο» της «ενώσεως», που είχε κατά νου του ο «πάπας» Παύλος ΣΤ΄. Αποκατάσταση της «ενότητας», χωρίς ταυτότητα πίστεως! Ο Παπισμός δεν θα άλλαζε σε τίποτε, απλά θα ήρε την εδώ και δέκα αιώνες άδικη και αστήρικτη μομφή κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι δεν είναι πλέον «αιρετική», «σχισματική» και «ελλιπής», και Εκείνη θα αναγνώριζε τον «πάπα» ως κεφαλή της «καθολικής εκκλησίας»! Αλλά αυτό δεν είχαν θεσμοθετήσει οι προαναφερόμενες «Σύνοδοι»; Το σχέδιο του «πάπα» δεν ήταν υλοποίηση αυτών των «συνοδικών» αποφάσεων, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν για τον Παπισμό; Αλλά αυτό το «μοντέλο» ενώσεως το έχει απορρίψει η Εκκλησία εδώ και δέκα αιώνες και συνεχίζει να το απορρίπτει, διότι «υβριδικές» καταστάσεις δεν έχουν θέση σε Αυτή.

5. Ο «ταπεινός πάπας» Παύλος ΣΤ΄, όπως τον αποκαλούν οι σύγχρονοι θιασώτες της οικουμενικής κινήσεως, αν πράγματι είχε την αγαθή θέληση να γίνει η «ένωση των εκκλησιών», το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει, πριν «ρίξει το μπαλάκι» στην Ορθοδοξία, ήταν η εξαγγελία συγκρότησης Οικουμενικής Συνόδου της «εκκλησίας» του, η οποία θα αποφαίνονταν για τη συσσώρευση των πλανών και των κακοδοξιών, μετά την απόσχισή της από τον αδιαίρετο κορμό της μιας Εκκλησίας. Να επανεξετασθούν όλες με βάση την διδασκαλία και την παράδοση της Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Κι’ αυτό διότι, όλες οι πλάνες του Παπισμού είναι θεσμοθετημένες ως «εκκλησιαστικά δόγματα» από παπικές «Οικουμενικές Συνόδους» και μόνο με μια νέα Οικουμενική Σύνοδο θα μπορούσε να επανεξετάσει τις κακόδοξες προσθαφαιρέσεις! Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι πολλάκις «αναθεματισμένη» από αυτές τις «Συνόδους» και άρα αρμόδια για να άρει αυτούς τους «αναθεματισμούς» είναι μια νέα «Οικουμενική Σύνοδος» της παπικής «εκκλησίας». Φθάνει να διαβάσει κάποιος τα φρικτά αναθέματα της Α΄ Βατικανής «Συνόδου», σε όσους δεν δέχονται το φρικτό και βλάσφημο δόγμα περί «Αλαθήτου του Επισκόπου Ρώμης» και να φρίξει! Αλλά αυτό δεν το διανοήθηκε καν ο μακαρίτης «πάπας». Έκανε όμως αυτό που του υπαγόρευσε η παπική υποκριτική διπλωματία, την μετάθεση ευθύνης για την «ενότητα των εκκλησιών», στην Ορθοδοξία! Να κάνει Εκείνη τις προτάσεις της, οι οποίες βεβαίως θα κατέληγαν στους καλάθους των αχρήστων του Βατικανού, αν δεν ήταν σύμφωνες με τα θεσμοθετημένα παπικά δόγματα! Όπως και κατέληξε, όπως συνεχίζει να γίνεται και με τις αποφάσεις των θεολογικών διαλόγων, οι οποίες θίγουν τα παπικά πιστεύω! Κοινώς, ήθελε να πουλήσει «καλή θέληση» και «αγάπη». Να έχει δικαιολογία (όπως την έχει), ότι δήθεν αυτός ενδιαφέρθηκε για την «ένωση των εκκλησιών» και άλλοι ευθύνονται που δεν πραγματοποιείται!

6. Ας μη μας διαφεύγει η εξής επίσης λεπτομέρεια: ο Παπισμός βλέπει ότι η Ορθοδοξία δεν θα αποδεχτεί ποτέ τις πλάνες, τις κακοδοξίες του και φυσικά τον αντιχριστιανικό τρόπο διακυβερνήσεως από την φραγκικής νοοτροπίας φεουδαρχική απολυταρχία. Ο παπικός θεσμός δεν είναι άλλωστε τίποτε άλλο από την επιβίωση του φραγκικού φεουδαρχισμού στη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, το πλέον θλιβερό κατάλοιπο του εφιαλτικού μεσαιωνικού κόσμου, ένα αναχρονιστικό και ονειδιστικό, για τους σύγχρονους καιρούς μας, μοντέλο απόλυτης διακυβέρνησης του ενός ανδρός. Έτσι εκείνο που θα επιδιώξει, είναι να μείνει ο «πάπας» κυρίαρχος στον παπικό κόσμο, όπως είναι ως τώρα, και να έχει στην Ανατολή περιορισμένη εξουσία, μέσω του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Φυσικά όμως αυτό δε μπορεί να γίνει. Για να επιτευχθεί η «ένωση» το παλαίφατο και σεβάσμιο Πατριαρχείο της Δύσεως, πρέπει να γίνει ξανά ορθόδοξο, να ενταχθεί στο αρχαίο σύστημα της «Πενταρχίας». «Πάπας» με τη σημερινή μορφή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός στην Εκκλησία, διότι αντίκειται στο ίδιο το πολίτευμα της Εκκλησίας. Αυτό δυστυχώς δεν θέλουν να το αποδεχτούν οι ένθερμοι υποστηρικτές της «ενώσεως», την οποία βλέπουν, όπως προαναφέραμε, ως «συγκόλληση» και γι’ αυτό προβάλλουν τέτοιου είδους απίστευτα «μοντέλα» ένωσης!

7. Καταλήγει ο κ. Γ. Λαρεντζάκης, πως οι σύγχρονοι θεολογικοί διάλογοι, θα πρέπει να αξιοποιήσουν την «αγαθή» πρόθεση και πρόταση του «πάπα» Παύλου ΣΤ΄, καθώς και την απάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα, για να βοηθηθεί η πορεία προς την «ένωση». Διερωτόμαστε: δεν τους γνωρίζουν αυτοί που κάνουν τους διαλόγους; Ασφαλώς ναι, αλλά η αδιαλλαξία των παπικών, ειδικά στο πρωτείο εξουσίας, δεν αφήνει περιθώρια για να βρεθεί η αλήθεια και να προχωρήσει η «ένωση». Το αντίθετο μάλιστα, αναλώνονται τα μέλη της Μικτής Επιτροπής, στις ατέρμονες συζητήσεις, τις οποίες προκαλούν οι παπικών σοφιστείες, στον δήθεν «τρόπο κατανόησης του παπικού πρωτείου στην πρώτη χιλιετία», που σημαίνει ότι ο «πάπας» δεν έχει την παραμικρή διάθεση και σκέψη να εγκαταλείψει το πρωτείο εξουσίας σε όλη την Εκκλησία, αλλά προσπαθεί να βρει τρόπους να το επιβάλλει!

Περαίνοντας το σχόλιό μας θέλουμε να εκφράσουμε την απορία μας για την τόσο επιφανειακή θεώρηση ενός μείζονος προβλήματος, όπως αυτό της «ένωσης των εκκλησιών» από ανθρώπους ειδήμονες. Επιζητούν και επιδιώκουν την πάση θυσία «ένωση των εκκλησιών» χωρίς τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις, που έχει θέσει η Εκκλησία μας εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια, κύρια την επιστροφή των πεπλανημένων στην μία και αδιαίρετη Εκκλησία του Χριστού. Θέλουν να λησμονούν πως άλλο δρόμο δε γνωρίζει η Εκκλησία, από την ειλικρινή μετάνοια των αιρετικών, την αποδοχή της σώζουσας αλήθειας της και την ενσωμάτωσή τους στους σωστικούς Της κόλπους. Θέλουν να παραβλέπουν το αναντίρρητο γεγονός πως δεν υπάρχουν πολλές αλήθειες ή διαφορετικές πτυχές της μιας αλήθειας. Κλείνουν τα μάτια στην ιστορική πραγματικότητα, η οποία αποδεικνύει, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, τι είναι στην πραγματικότητα οι αιρετικές κοινότητες, οι οποίες προέκυψαν μετά την εθελούσια αποκοπή τους από την Εκκλησία. Εθελοτυφλούν στην θλιβερή ιστορική πορεία του Παπισμού τα τελευταία χίλια χρόνια και δε θέλουν να δουν το αυταπόδεικτο, πως αυτός, αντί να επιστρέψει στην Εκκλησία, απομακρύνεται συνεχώς από Αυτή.

Τέλος θα θέλαμε να πληροφορήσουμε τον κ. Γ. Λαρεντζάκη, πως το μόνο χρήσιμο και θεμιτό για την προώθηση της «ενότητας» του Παπισμού με την Εκκλησία, δεν είναι τα δόλια διπλωματικά υποκριτικά λόγια του «πάπα» Παύλου ΣΤ΄, αλλά η προβολή της Συνοδικής Παράδοσης της Εκκλησίας μας, η οποία αν γίνει κάποτε σεβαστή από την παπική «εκκλησία», τότε θα γίνει και η ένωση! Μέχρι να φθάσει, (αν κάποτε φθάσει), στην αυτοσυνειδησία αυτή ο Παπισμός, το δόγμα του «πρωτείου εξουσίας του “επισκόπου Ρώμης”» θα είναι άλυτο πρόβλημα, διότι είναι σύμφυτο με Αυτόν!».