Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Στο λάθος του αγγέλου ακούμπησε ο ελληνισμός τις ελπίδες του. Με το λάθος του αγγέλου παραβίασε ο ελληνισμός τις πύλες τ' ουρανού κι έμαθε τη θεία βουλή για τα μελλούμενα

της Ζωής Γκενάκου – Μουρούτη

Στα 1824 κυκλοφόρησε στο Παρίσι ένα βιβλίο του Claude Fauriel αφιερωμένο στα δημοτικά μας τραγούδια.

Στή μια σελίδα το ελληνικό κείμενο και στην άλλη η γαλλική μετάφραση.
Το βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση στο Γαλλικό κοινό καί βοήθησε στην αναθέρμανση του φιλελληνισμού. Στήν εισαγωγή του βιβλίου, πού παραμένει μέχρι σήμερα ιδιαίτερα σημαντική, ο εκδότης συμπερασματικά υποστηρίζει ότι ο ελληνικός λαός δεν χάθηκε διότι τραγουδούσε. Έκπληκτοι οι ευρωπαίοι ανακάλυπταν στη συλλογή αυτή το μεγαλείο του νέου ελληνισμού, πού δεν ήταν απλώς η ιστορία ενός λαού, αλλά είχε στοιχεία πρωτοφανέρωτα για όλο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό...

Ένα απ’ τα σημαντικότερα τραγούδια συλλογής, είναι μια παραλλαγή του τραγουδιού «Ή Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως», απ’ τα παλιότερα δημοτικά τραγούδια, το τραγούδι πού έκλεισε στους στίχους του το μεγαλείο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το βάρος της μεγάλης συμφοράς με την άλωση καί την στερεή ελπίδα για την λευτεριά πού θάρθει.
Καί μόνο αυτό το δημοτικό τραγούδι αν είχε σωθεί, θα ήταν αρκετό για να στηρίξει, να νοηματοδοτήσει καί να καθοδηγήσει τον σκλαβωμένο Έλληνα στους ατέλειωτους αιώνες της συμφοράς: «Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Επουράνια, σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες- κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς καί διάκος. Σιμά να βγούνε τ' άγια καί να 'βγη ο βασιλέας, φωνή τους ήρθ' εξ ουρανού καί απ’ αγγέλου στόμα: «Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια, γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη. Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά νά' ρθουνε τρία καράβια, τό' να να πάρει το Σταυρό και τ' άλλο το Βαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας, μη μας την πάρουν τα σκυλιά καί μας τη μαγαρίσουν» 'Η Δέσποινα ταράζεται καί κλαίει καί δακρύζει. «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαίεις, μη δακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά Σου είναι».
Στό τραγούδι της Αγιά Σοφιάς συναντιέται, το μεγαλείο της παραδόσεως μιας αυτοκρατορίας πού άνθεξε τις ορδές των βαρβάρων τόσους αιώνες, η θεολογική ερμηνεία της αλώσεως, πού μυαλό ανθρώπου δεν μπορούσε να χωρέσει καί η ακλόνητη πεποίθηση για το ελπιδοφόρο τέλος. Σπάνια ένα τραγούδι 15 στίχων κινείται με τόση επιτυχία σε τόσα ετερόκλιτα επίπεδα.
Αναφέρεται απ’ τους ιστορικούς, ότι την παραμονή της αλώσεως κλήρος καί λαός συγκεντρώθηκε στην Αγιά Σοφιά με επικεφαλής το μαρτυρικό αυτοκράτορα σε μια πάνδημη λειτουργία. Καί σαν πήραν το τελευταίο αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι, κατευθύνθηκαν όλοι στις πολεμίστρες. Αυτό το ιστορικό γεγονός πού σφραγίστηκε με το αίμα όχι μόνο του αυτοκράτορα Κων/νου Παλαιολόγου αλλά ολόκληρου του ελληνισμού, δεν το άντεχε να το σηκώσει η ψυχή του ραγιά. Κι ενώ συνήθως στα Ιστορικά τραγούδια οι περισσότεροι στίχοι αντικαθρεπτίζουν μια αληθινή εμπειρία, ένα πραγματικό περιστατικό, εδώ είναι απ’ τις σπάνιες φορές πού θριαμβεύει, όχι η αλήθεια των γεγονότων, άλλ' η αλήθεια της πίστεως του λαού. Κι αυτή η ενόραση της πίστεως δημιούργησε ένα καινούργιο Ιστορικό γεγονός, μια καινούργια αλήθεια, το τραγούδι της Αγιά-Σοφιάς πού διασκευάστηκε σε εθνικό σύμβολο. Η ελληνική ψυχή βρήκε τρόπο, στα τελεσίδικα γεγονότα να δημιουργήσει ένα ρήγμα ελπίδας.
Η τελευταία λειτουργία δεν άρχισε στην Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι. Ο λαός πιστεύει πως αυτή η τραγική λειτουργία δεν μπορούσε ν' αρχίσει σαν τις άλλες, με την εξαίσια δηλαδή κωδωνοκρουσία. Αυτή η λειτουργία - πιστεύει ο λαός - άρχισε στα επουράνια πρώτα κι ακολουθούν τα σήμαντρα στη γη. Άνοιξε ο ουρανός διάπλατα κι ενώθηκε με τη γη σ' αυτή τη σημαδιακή ώρα.
Τέτοιον αλαλαγμό δεν μπορούσε να φανταστεί κι ήτανε δύσκολο να περιγράψει, αφού σε δυο στίχους υπάρχει τρεις φορές το ρήμα «σημαίνει». Ένιωσε ο ανώνυμος ποιητής γη κι ουρανό για να δώσει για μοναδική φορά καί για πάντα, το μεγαλείο μιας αυτοκρατορίας πού ήταν το κέντρο της οικουμένης για χίλια χρόνια καί πού θα ζωντανεύει έτσι μεγαλόπρεπα στις καρδιές των Ελλήνων, κάθε φορά πού θα το τραγουδούσαν. Μιας αυτοκρατορίας πού το τελευταίο συμβόλαιο της υπεγράφη όχι από τους αντιπάλους, αλλά από τον ίδιο τον Θεό, εκεί στους ανοιχτούς ουρανούς. Καί δεν ήταν παράξενο αυτό, αφού ο λαός πίστευε μες τα τραγούδια του ότι καί την βασιλεύουσα, την ξακουστή πρωτεύουσα, δεν την είχαν χτίσει άνθρωποι αλλά άγγελοι.
«Όντεν τη θεμελιώνανε οι γι-άγγελοι την Πόλιν, πού τ' Αγιονόρος το νερό κι άπου τη Χιό το χώμα κι απού την Αντριανόπολη παίρνουν τα κεραμίδια. Κι απής την αποχτίσανε οι γι-άγγελοι την Πόλη, στέκου και συντηρού τηνε κι αποθαμάζουντάν τη. Και πώς να την εβγάλομε και πώς να τη νε λέμε;
Πόλη, Κωνσταντινούπολη, του Κωνσταντίνου Πόλη».
Στην αγγελοχτισμένη Κωνσταντινούπολη, είναι φυσικό, άγγελος να σταλεί την στερνή την ώρα, λίγο πριν το Χερουβικό, ως από μηχανής Θεός, ν' αναγγείλει το πρώτο άρθρο του συμβολαίου, «είναι θέλημα Θεού η πόλη να τουρκέψει». Πριν απ’ το χερουβικό, να μην προλάβουν να παρακαλέσουν για τη σωτηρία της πόλεως. Γιατί, ποιος δεν το ξέρει πώς οι συνηθισμένες ευχές θ’ αντικατασταθούν από μια καί μόνη δέηση, πανομοιότυπη όπως τη βρίσκουμε σ' άλλο δημοτικό τραγούδι
«δυνάμωσε τους χριστιανούς, τύφλωσε τους αγαρηνούς τη σημερνή τη μέρα».
Ο λαός πιστεύει πως προσευχή πού λέγεται αυτή τη στιγμή, εισακούεται απ’ τον ουράνιο πατέρα. Καί πρόλαβε ο άγγελος καί σταμάτησε τον χερουβικό ύμνο καί με τρόπο δογματικό έδωσε τη διάσταση της θείας βουλής, «η Πόλη να τουρκέψει».
Η στιγμή είναι πιο ζοφερή μέσα στην Αγιά Σοφιά, παρά στα ετοιμόρροπα τείχη της βασιλεύουσας.
Και κεί, το κεραυνοβολημένο πλήθος, ο άγγελος προχωρεί στο δεύτερο άρθρο του συμβολαίου.
Να φυλαχτούν τα Ιερά παλλάδια της χριστιανοσύνης, να μη τα μαγαρίσουν οι άπιστοι. Δεν έχουν σημασία οι πόλεις, τα κράτη, σημασία έχουν τα σύμβολα, ο Σταυρός, το Ευαγγέλιο, η Αγία Τράπεζα. Διότι από δω καί πέρα ο αγώνας θα κρίνεται όχι στα πεδία των μαχών αλλά στο στίβο της πίστεως.
Στο εναγώνιο «γιατί» πού πνίγει τους πιστούς από τότε μέχρι σήμερα, ο λαός, σε πολλές παραδόσεις, έδωσε τη δική του ερμηνεία πού δείχνει καί το δρόμο της αποκαταστάσεως.
«Αμμή τα αμαρτήματά μας είναι καί εγίνη η παραχώρηση του Θεού» γράφει ένας χρονικογράφος για την ερμηνεία της αλώσεως. Το χρέος του λαού για ν' αποκατασταθεί η τάξη των πραγμάτων είναι η μετάνοια. Μια μετάνοια πού μπορεί ν' αλλάξει καί τις αποφάσεις τ' ουρανού. «Με τη μαρτυρική τους ζωή θα εξαγοράζανε τα παλιά αμαρτήματα»
Εδώ τελειώνουν τα γεγονότα, εδώ έπρεπε να τελειώνει καί το τραγούδι. Ο άγγελος δεν είχε άλλη εντολή. Το πλήθος του λαού, μια ψυχή, στεκόταν αποσβολωμένο. Την εκπροσώπηση του ανέλαβε η βρεφοκρατούσα Παναγιά, ψηλά απ’ την κόψη του ιερού, απ’ το θαυμάσιο ψηφιδωτό πού δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να μολέψει ανθρώπινο χέρι. Αυτή, πού τόσες φορές στα κάστρα είχε ενισχύσει τους στρατιώτες σε προγενέστερους αγώνες, αυτή πού ανακηρύχτηκε υπέρμαχος στρατηγός, δεν το αντέχει το μήνυμα το αγγελικό για τη Πόλη πού προστατεύει.
Θυμόταν ο λαός -στα κατάβαθα του είναι του- την δυναμική ερώτηση της Παναγιάς, τις λογικές απορίες -τότε στον ευαγγελισμό- πόσο δυσκολεύτηκε μέχρις ότου πει στον φωτοφορεμένο άγγελο το «ιδού η δούλη Κυρίου». Αυτή η ίδια η Παναγιά, ασυμβίβαστη χάριν των Ελλήνων τώρα, διαμαρτύρεται μ' ένα τρόπο παράξενο αλλά καί αποτελεσματικό. Αφού το πλήθος, βουβό, κοκάλωσε από την άφατη οδύνη, αναλαμβάνει αυτή να εκπροσωπήσει ένα λαό πού όχι να μιλήσει, αλλ’ ούτε να κλάψει δεν μπορούσε. Κι αν τα γεγονότα επιβάλλουν την υποταγή, η Παναγιά θα συμφωνήσει διαφωνώντας. Θα πάρει το μέρος των Ελλήνων και σαν εκπρόσωπός τους θ' απαντήσει μ' ένα βαθύ, βουβό κλάμα πού ξεπερνάει και την πιο κραυγαλέα αντίσταση. Στο θρήνο της η Δέσποινα είναι ασυμβίβαστη. -Απρόβλεπτη εξέλιξη.
Ο άγγελος δεν είχε άλλες οδηγίες. -Μπορούσε όμως να φύγει αφήνοντας την Παναγιά στο σπαρακτικό θρήνο. Μπερδεύτηκε ο άγγελος, συγχύστηκε. Και πάνω στην ταραχή του έκανε, το σωτήριο για τον ελληνικό λαό, ΛΑΘΟΣ. Ο άγγελος, φορέας αλλά και γνώστης της θεϊκής βουλής, στην απρόσμενη εξέλιξη, για χάρη της Παναγιάς, ξεστόμισε τη μόνη αλήθεια πού μπορούσε να την παρηγορήσει,
«Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά Σου είναι».
Αυτό ήταν το τελευταίο άρθρο του συμβολαίου και κανείς δεν του είχε αναθέσει να το γνωστοποιήσει.
Ο στίχος αυτός δεν έμεινε λόγια, απλή υπόσχεση. Έγινε, για το λαό πίστη, ελπίδα, προσμονή, ότι αργά ή γρήγορα θα συνεχιστεί στην Αγιά Σοφιά η μισοτελειωμένη λειτουργία. Κι η παράδοση θέλει τον λειτουργό με τ' άγιο δισκοπότηρο, να περιμένει κρυμμένος στ' άγιο βήμα για να τη συνεχίσει ο ίδιος.
Η Παναγιά σταμάτησε το θρήνο, έμεινε όμως θλιμμένη περιμένοντας τη λευτεριά. Έτσι οι ειδικοί της αγιογραφίας, ξεχωρίζουν την μορφή της, σε εικόνα ή κέντημα, από τη θλίψη πού εκφράζει, για να τη χρονολογήσουν προ ή μετά την άλωση.
Στο λάθος του αγγέλου ακούμπησε ο ελληνισμός τις ελπίδες του. Με το λάθος του αγγέλου παραβίασε ο ελληνισμός τις πύλες τ' ουρανού κι έμαθε τη θεία βουλή για τα μελλούμενα. Σ' αυτό το λάθος στηριζόταν ο Κολοκοτρώνης όταν έλεγε «ο Θεός έχει υπογράψει την ελευθερίαν της Ελλάδας και δεν παίρνει πίσω την υπογραφήν του» Αυτήν την υπογραφή είχε δει ο άγγελος καί του ξέφυγε η μεγάλη αλήθεια.
Σ' αυτήν την αλήθεια «η ψυχή του Γένους βρήκε στέρεο αποκούμπι» όλα τα χρόνια της σκλαβιάς.
«Τα μαύρα χρόνια κύλησαν αργά, σαν το πηχτό σκοτάδι. Ωστόσο ο πικραμένος ραγιάς δεν γελάστηκε. Ο άγγελος πού μίλησε στην Κυρά Δέσποινα, δεν της είχε πει ψέματα. Αν δεν πήγε να φανερωθεί στη Χρυσόπορτα, όμως κατέβηκε στην Αγία Λαύρα...»
Να ’ναι άραγε τυχαίο το γεγονός, πως η χάρη της δάνεισε στους επαναστατημένους Έλληνες το δικό της λάβαρο για πρώτη σημαία όταν ήλθε η μεγάλη ώρα;