Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Το ψηλότερο χωριό της Ελλάδας (αλλά και των Βαλκανίων), είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.600 μέτρων!


Το πιο γνωστό βλαχοχώρι της Πίνδου, η Σαμαρίνα, είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1.600 μ. στις Β.Α. πλαγιές του όρους Σμόλικα (2.637 μ.) και είναι το ψηλότερο χωριό, όχι μόνο της χώρας μας αλλά και των Βαλκανίων. 



Το καλοκαίρι ο πληθυσμός της αγγίζει τους 5.000 κατοίκους! Τον υπόλοιπο χρόνο όμως τα μοναδικά ίχνη ανθρώπινης παρουσίας υποδηλώνουν οι καμινάδες των ελάχιστων ξενώνων που, σχεδόν ηρωικά, τολμούν να λειτουργούν, ακόμα και μέσα στον «λευκό… αποκλεισμό» της βαρυχειμωνιάς!


Γύρω από την Σαμαρίνα θα δείτε πυκνά δάση πεύκου, οξιάς, πυξαριού και ρόμπολου. Το χωριό έχει άφθονα κρύα νερά, ασύγκριτες φυσικές καλλονές και κλίμα υγιεινότατο. Για αυτά της τα προσόντα άλλωστε την βάφτισαν και «Ωραία Σαμαρίνα».

 

Η πρώτη εντύπωση της Σαμαρίνας από μακριά, είναι υπέροχη: Το μεγάλο κεφαλοχώρι στέκεται στους πρόποδες του δεύτερου σε ύψος βουνού της Ελλάδας, κάτω από τις χιονισμένες -έως αργά τον Μάη- ακρώρειές του με τις τελευταίες γειτονιές του να ακουμπούν στις δασωμένες παρυφές. 



Αλλά και από κοντά οι ομορφιές δεν τελειώνουν. Μια από αυτές, το καμάρι των Σαμαρινιωτών, η εκκλησία της Παναγιάς -η μεγαλύτερη Βασιλική της Πίνδου- με το αιωνόβιο πεύκο που ριζώνει στο ιερό της. 
 

Η Σαμαρίνα χαρακτηρίζεται από την ζωντάνια και έντονη δραστηριότητα των κατοίκων της σε πολλούς τομείς. Οι Σαμαριναίοι με πολυσχιδή παρουσία στην σύγχρονη ελληνική ζωή και πραγματικότητα, διατηρούν την Σαμαρίνα ως αντίληψη ζωής στον τόπο διαβίωσης τους, αλλά και συντηρούν εδώ στις πλαγιές του Σμόλικα τις πατρογονικές εστίες και παραδόσεις.

 

Παλαιότερα εδώ ανθούσε μια δραστήρια ορεινή κοινότητα. Υπήρχαν βιοτεχνίες ξυλογλυπτικής, και κατεργασίας μαλλιού. Τα “παιδιά της Σαμαρίνας” όπως αποκαλεί τους σκληροτράχηλους κατοίκους το δημοτικό τραγούδι, με τα πρώτα κρύα έπαιρναν τα κοπάδια τους και κατηφόριζαν για τα χειμαδιά της Θεσσαλίας. 




Την άνοιξη μόλις το παχύ χορτάρι κάλυπτε τα βοσκοτόπια , επέστρεφαν πάλι στο χωριό. Μαζί με τους τσελιγκάδες έρχονταν και οι υλοτόμοι, οι τυροκόμοι, οι σαμαράδες, οι πεταλωτές… 
 

Οι Σαμαρινιώτες κυραντζήδες(αγωγιάτες) οδηγούσαν τα καραβάνια τους μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της Πίνδου στις πόλεις, μεταφέροντας μαζί με τα εμπορεύματα και τον πολιτισμό των βουκόλων ορεσίβιων ξωμάχων. Για αιώνες συνεχιζόταν αυτό το ασταμάτητο πήγαινε- έλα, δυο φορές το χρόνο. 
 

Η προέλευση των κατοίκων αυτού του καθαρόαιμου βλαχοχωριού δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με μια εκδοχή Κουτσόβλαχοι μετοίκησαν εδώ από το βορρά, ενώ μια άλλη εκδοχή τους θέλει αυτόχθονες που εκλατινίστηκαν. Έτσι και αλλιώς θεωρούνται από τα εκλεκτότερα τμήματα του ελληνισμού.