Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Βιβλιοπαρουσίαση: Ορθόδοξη κριτική

Ὀρθόδοξη Κριτικὴ ἐπὶ τοῦ Κειμένου Conciliarity and Primacy (Συνοδικότητα καὶ Πρωτεῖον) τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, Εἰσαγωγὴ - Σχόλια ἐπὶ τοῦ κειμένου Μοναχῶν Παϊσίου καὶ Ἐπιφανίου, Ἐκδόσεις «Ἱεροῦ Κελλίου Ἁγίων Ἀρχαγγέλων», Ἅγιον Ὄρος 2017, σελ. 128.

Kυκλοφόρησε τὸ βιβλίο Ὀρθόδοξη Κριτικὴ ἐπὶ τοῦ Κειμένου Conciliarity and Primacy τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ὀρθόδοξη κριτικὴ στὸ ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ. 86 (2015) 19-33 (στὴν ἀγγλική). Τὸ κείμενο μετέφρασε ἡ κ. Χαρά-Ἀνδριάννα Λιαναντωνάκη, τὴν εἰσαγωγὴ καὶ τὰ σχόλια ἐπιμελήθηκαν οἱ μοναχοὶ Παΐσιος καὶ Ἐπιφάνιος, ἐνῶ τὴν κεντρικὴ διάθεση τοῦ βιβλίου ἔχουν οἱ Γραφικὲς Τέχνες - Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».

Ἔχοντας δώσει καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐξαίρετα δείγματα γραφῆς, οἱ πατέρες ἅπτονται τώρα ἑνὸς δογματικοῦ θέματος. Ἡ ἐνασχόλησή τους μὲ τὸ θέμα ὀφείλεται στὴν προσπάθεια ποὺ καταβάλλεται νὰ παρουσιαστεῖ τὸ παπικὸ πρωτεῖο ὡς ὀρθόδοξο, μέσῳ τῆς νέας προωθούμενης ἔννοιας τῆς συνοδικότητος. Ἡ κριτική τους διακρίνεται γιὰ τὴ θεολογική πληρότητα, τὴν ἄρτια δομὴ καὶ τὴν πατερικὴ τεκμηρίωση. Ἐντοπίζουν καὶ ἀναλύουν μία πρὸς μία τὶς ἀσάφειες καὶ κακοδοξίες ποὺ ἐκφράζονται καὶ ἀποδεικνύουν μὲ τεκμηριωμένες καὶ πατερικὰ θεμελιωμένες ἀπόψεις, τὴν προσπάθεια τοῦ ἀρθρογράφου νὰ ὁδηγήσῃ, ὅπως οἱ ἴδιοι ἐπισημαίνουν, μὲ τρόπο μεθοδικό, μέσα ἀπὸ τὴν κακοποίηση τῶν πατερικῶν κειμένων καὶ τὴν ἀνακριβῆ παράθεση μὴ τεκμηριωμένων στοιχείων, σὲ νέα ἐννοιολόγησι, μὲ παπικὸ περιεχόμενο, παραδοσιακοὺς ὅρους καὶ λέξεις τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

Οἱ ἄξονες γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους περιστρέφεται ὁ σχολιασμός τους εἶναι τέσσερις θεμελιώδεις θέσεις τοῦ ἀρθρογράφου ὅπου βασίζεται ἡ νέα ἔννοια τῆς συνοδικότητος: α) Βασικοὶ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ Σύνοδος, εἶναι ἀδιαχώριστοι ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας. β) Ὁ ὅρος “Σύνοδος” σήμαινε τὴν Θεία Εὐχαριστία. γ) Ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἔχει τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας καὶ δ) Τὸ θέμα τοῦ Πρωτείου.

Ἡ νέα ἔννοια τῆς συνοδικότητος ποὺ προωθεῖται μὲ ἀναγωγὴ σὲ Τριαδολογικὴ θεμελίωση, καὶ ἐξ αὐτῆς, ἡ ἀνάδειξη τῆς ὑπάρξεως ἑνὸς πρώτου, ὡς ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται ἡ ἑνότητα αὐτῆς, εἶναι καινοφανὴς εἰς τὴν Ἁγιοπατερικὴ Παράδοσιν. Ἡ Σύνοδος τῶν Ἀρχιερέων συνδέεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἰάσεως καὶ θεραπείας ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς αἱρέσεως, προϋποθέτει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τὴν ἀναζητᾶ ὡς κάτι ἀπωλεσμένο.

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι σύνοδος, μὲ ἔννοια διάφορη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἐκφράζει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου. Εἶναι συνάθροιση τοῦ λαοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ λόγους λατρευτικοὺς καὶ προσευχητικούς, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος προΐσταται καὶ εὐχαριστεῖ τὸν Θεόν, καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν καταστήσει ἱκανὸν «προσενεγκεῖν δῶρά τε καὶ θυσίας πνευματικὰς ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων».

Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐπιβεβαιώνει ἡ θέση τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι κάθε ἐπίσκοπος ἔχει τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας. Μὲ τὴν σημαντικὴ ὅμως διαφορά, ὅπως ἐπισημαίνεται στὸ σχολιασμὸ τοῦ κειμένου, ὅτι αὐτὸ ἀφορᾶ στὸν ἐπίσκοπο ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος, συνωδὰ πρὸς τὴν ἐπιστημονική του κατάρτιση, ἔχει γαλουχηθῆ παιδιόθεν στὴν Ἐκκλησία, ἔχει ἀνατραφῆ μὲ τὶς θεῖες γραφὲς ὑπὸ τὴν καθοδήγησι προφητῶν καὶ διδασκάλων, ἔχει ἀνδρωθῆ μὲ τὶς ἀρετές, ἔχει βίον ἅγιον, ἔχει ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαρίσματα γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τιμόθεον (Α´ Τιμ. 3, 1-7).

Κομβικὸ σημεῖο τοῦ κειμένου ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τοὺς σχολιαστές του, τὸ συμπέρασμα τοῦ ἀρθρογράφου τὸ ὁποῖο συναντᾶ κανεὶς σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τοῦ θεολογικοῦ του λόγου, ὅτι τὰ ἐπιχειρήματα περὶ πρωτείου εἶναι ἀμιγῶς θεολογικά, διασφαλίζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θεολογικὰ τὸ πρωτεῖο στὸ ἐπίπεδο τῆς Ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μὲ τοὺς πατέρες στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης φάνηκε καθαρά, ὅτι ὅποιος δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὸν «primus» (πρῶτον) τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι πλήρης (Βλέπε 6ον κείμενον § 22). Ἦταν ὅμως ἐμφανέστερο, ἐπισημαίνουν οἱ ἴδιοι, ὅτι μαζὶ μὲ τὸν «φανερόν» πρῶτον, ὑπῆρχε καὶ ὁ «μυστικός» πρῶτος, ὄπισθεν τοῦ φανεροῦ, ὅπου πολλὲς φορὲς «σκανδαλωδῶς» ἔβαζε στὴν σκιὰ τὸν «φανερόν» πρῶτον, ὁ ὁποῖος ἀμήχανα σιωποῦσε.

Ἡ κατακλείδα τῆς Εἰσαγωγῆς ἐκφράζει μὲ σαφήνεια τὸ σκοπὸ ὅλης αὐτῆς τῆς προσπάθειας: «Σκοπὸς ὅλου αὐτοῦ τοῦ σχολιασμοῦ, δὲν εἶναι μία ἀκαδημαϊκὴ ἀπάντησις ἢ ἕνας ἐπιδεικτικὸς ἀντίλογος. ... Μὲ ὅλον αὐτὸν τὸν σχολιασμὸν θέλουμε νὰ κραυγάσωμε καὶ νὰ σαλπίσωμε ὅτι ὁ ἐχθρὸς εἶναι ἐντὸς τῶν τειχῶν, ὄχι ἐκτός. Θέλουμε νὰ δείξωμε τὸ ἐπικίνδυνον καὶ τὸ δηλητηριῶδες τῆς θεολογίας ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸν Ζ (Ζηζιούλα). Ὁ λόγος του, εἶναι ΥΠΟΔΙΚΟΣ ἐνώπιον μιᾶς Ὀρθοδόξου Γενικῆς Συνόδου. Φανερῶς καὶ ἀφανῶς, διδάσκει πλῆθος αἱρέσεων. Σὲ ἀδαεῖς, ἀγνοοῦντας, ἡμιμαθεῖς καὶ ὀσφυοκάμπτας, ἔχει γίνει ἀντικείμενον θαυμασμοῦ. Πλεῖστοι τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων μας ἀδιαφοροῦν ἀπέναντί του καὶ ἀγνοοῦν τὰ κείμενά του, ἔχουν ὅμως ἀφομοιώσει καὶ οἰκειοποιηθεῖ τὰ συμπεράσματά του, κατὰ τὴν φοίτησί τους σὲ Πανεπιστημιακὲς Σχολές. Ἀλλά, ὅπως ἔχει εἰπωθεῖ ἀπὸ σύγχρονον πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, «δὲν εἴμαστε ἀθῶοι μέσα στὴν ἄγνοιά μας».

Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Καλοτάξιδο.

Χαρίκλεια Μησερλῆ
Θεολόγος