Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Ο ασκητής, προσευχόμενος για όλον τον κόσμο, έβλεπε μπροστά στα μάτια του τα δεινά των ανθρώπων

Από το βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα με τον τίτλο ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ''Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα'' εκδόσεις''ΠΟΡΦΥΡΑ''


1) Πώς προσπάθησα να σώσω τον κόσμο

Δυστυχώς δεν γνωρίζω το όνομα αυτού του ερημίτη από την Μονή των Σπηλαίων του Πσκωβ. Ούτε η γνωριμία μας μπορεί να ονομαστεί γνωριμία, αλλά μόνο ένα φευγαλέο όραμα κάποια ανοιξιάτικη μέρα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός, όταν έφεραν τον ερημίτη στο λιβάδι με τις μηλιές που άνθιζαν, πάνω σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι. Βλέποντάς τον έμεινα άναυδη. Έβλεπα μπροστά μου έναν γεράκο αλλά με βλέμμα γαλήνιο, νεανικό και χαρούμενο. Τα άσπρα πέταλα των μηλιών, πέφτοντας, στριφογύριζαν πάνω από το κεφάλι του, ενώ τα σπουργίτια κάθονταν με εμπιστοσύνη πάνω στα γόνατά του.

Ένα μικρό και αδύνατο σπουργιτάκι προσπαθούσε να τσιμπήσει λίγο καλαμοσίταρο από το χέρι του ερημίτη, ενώ τα άλλα σπουργίτια που ήταν λίγο πιο παχουλούτσικα το παρακολουθούσαν.
Τότε δεν είχα ακόμη αφομοιώσει τον τρόπο που πρέπει να συμπεριφερθώ σε μια τέτοια συνάντηση και τα λόγια που πρέπει να πω:
«Πάτερ, συγχωρήστε με και ευλογείτε». Εγώ όμως τώρα κοιτούσα τον ερημίτη σαν ένα χαζό σπουργιτάκι, ενώ εκείνος μου χαμογελούσε. Μόνο αυτό έκανα. Σιωπούσα, χαμογελούσα. Όταν ήρθε η ώρα να τον πάρουν πίσω στο κελί του με ρώτησε:
-Ποιο είναι το άγιο όνομά σου, παιδί μου;
-Νίνα.
Αυτόν τον ερημίτη δεν τον ξαναείδα αλλά όλο και κάτι μάθαινα γι’ αυτόν από τον δόκιμο του μοναστηριού τον Ιγκόρ.

Ωστόσο για αρχή θα σας πω κάποια πράγματα για τον Ιγκόρ. Στον κόσμο καταστρεφόταν εξαιτίας των ναρκωτικών και οι γονείς του απελπισμένοι τον έφεραν στο μοναστήρι για εξορκισμό. Εδώ θεραπεύτηκε, αγάπησε το μοναστήρι και αποφάσισε να μείνει για πάντα. Έκανε αίτηση για να εγγραφεί στη σειρά των δοκίμων, αλλά ξαφνικά ο Ιγκόρ μπερδεύτηκε, αποπροσανατολίστηκε. Άρχισε να συμβουλεύει τις νεαρές προσκυνήτριες, οι οποίες σαν ερωτευμένες άκουγαν τον νεαρό αββά».


Παράλληλα αποφάσισε να γίνει ο ευεργέτης του ασκητή, προσφερόμενος να τονφροντίζει. Μάλωνε τον ασκητή χωρίς έλεος:
- Τι βρωμιά είναι αυτή! Ακαταστασία! Η σόμπα καπνίζει, τα τζάμια είναι άπλυτα και τίποτα δεν έχει επιδιορθωθεί εδώ και σαράντα χρόνια!


Οι γονείς του Ιγκόρ ήταν ευκατάστατοι και ήθελαν να ευχαριστήσουν κάπως τον ασκητή με ευεργεσίες, επισκευάζοντας το κελί και μετατρέποντας το σε στιλ ευρωπαϊκό. Μόλις αυτοί εμφανίστηκαν με τον μάστορα στο κελί του ασκητή, ο γέροντας μουρμούρισε φοβισμένος πως είναι ένας αμαρτωλός και πως δεν αξίζει τόσης προσοχής.

- Πάτερ, του λέει η μητέρα του Ιγκόρ η οποία πρόσφατα είχε βαπτιστεί, ο Κύριος με την άρρητη φιλανθρωπία Του συγχωρεί τον κάθε αμαρτωλό που μετανοεί. Εσείς μετανοήστε λοιπόν όσο πιο γρήγορα μπορείτε κι εμείς θα κάνουμε τις επισκευές.

Ο ασκητής τους υποσχέθηκε πως θα μετανοήσει, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά την επισκευή. Έσβηνε, σχεδόν δεν έτρωγε καθόλου, καταναλώνοντας όλην την ενέργειά του στην προσευχή, ενώ ο Ιγκόρ με τις κατά τα άλλα καλές προθέσεις του τον βασάνιζε συνεχώς

- Πάτερ, εάν δεν φάτε θα φωνάξω τον γιατρό να σας ταΐσει με το σωληνάκι.
Ο ασκητής ωστόσο γλίτωσε από το σωληνάκι.
- Όταν πήγαινα στο κελί χαιρόμουν που είχε φάει όλα όσα του άφηνα, μου διηγόταν ο Ιγκόρ, μέχρι που διαπίστωσα πως δεν το έτρωγε αλλά τάιζε τα ποντίκια.
Στη θέα των ποντικιών να τρώνε με θράσος το φαγητό κάτω από το βλέμμα του ασκητή, ο Ιγκόρ τσίριξε:
- Πάτερ, το κελί είναι γεμάτο ποντίκια, φέρνω αμέσως μια γάτα!
- Γιατί να φέρεις τη γάτα; Θα τα φάει τα καημένα, είπε ανήσυχα ο ασκητής. Θα φύγουν, θα φύγουν, θα τους το πω εγώ.

Πράγματι τα ποντίκια έφυγαν από το κελί και ο Ιγκόρ έφυγε από το μοναστήρι.
Μιλούσε για τον ασκητή χωρίς σεβασμό, κατηγορώντας τον πως πολλαπλασιάζει τα ποντίκια και από την πολλή του «τεμπελιά» διώχνει τους δαίμονες.
Βασικά γι’ αυτή τη δεύτερη ασχολία την οποία έκανε από «τεμπελιά» και για την οποία ο Ιγκόρ μιλούσε χωρίς πολύ ενθουσιασμό, η πραγματικότητα ήταν η εξής: Ο ασκητής άνοιγε το τετράδιό του με το ροζ εξώφυλλο και μόλις άρχιζε να προσεύχεται ακούγονταν θόρυβοι και αλαλαγμοί.

Ο Ιγκόρ τρόμαζε αλλά ο ασκητής του έλεγε με καλωσύνη: Για δες! το ταγκαλάκι θέλει την ψυχή, να την τραβήξει μαζί του στην κόλαση. Η ψυχή όμως είναι του Θεού. Η ψυχή θα σωθεί.
Το τέλος του ασκητή εντυπώσιασε τον Ιγκόρ τόσο πολύ ώστε έφυγε για το Άγιον Όρος.

Πριν από την αναχώρησή του, ήρθε να με αποχαιρετήσει και μου διηγήθηκε πως ο ασκητής ζήτησε να τον πλύνουν πριν πεθάνει για να μην ταλαιπωρηθούν οι άλλοι αδελφοί στην κηδεία. Τον έβαλαν να καθίσει στην μπανιέρα πάνω σ’ έναν μικρό πάγκο και ξαφνικά μια αόρατη δύναμη έσπασε τον πάγκο και ταυτόχρονα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ο ασκητής έμεινε στον αέρα, λες και κάπου στηριζόταν και συνέχισε την προσευχή του!
- Πάτερ, είπε ο Ιγκόρ, ο οποίος είχε μείνει στήλη άλατος, στεκόσαστε στον αέρα!
Σώπα, σώπα, του απάντησε ο ασκητής. Μην το πεις σε κανέναν!

Ο Ιγκόρ όμως δεν άντεξε και το διηγήθηκε σ’ εμένα, ενώ εγώ του ζήτησα το ροζ τετράδιο μέσα από το οποίο προσευχόταν ο ασκητής.

***

Αυτό ήταν ένα τετράδιο σαν εκείνα που είχαν οι μαθητές παλιά για να μαθαίνουν καλλιτεχνική γραφή. Στο οπισθόφυλλο μπορούσες να δεις την προπαίδεια. Στο τετράδιο ήταν γραμμένη η περίφημη προσευχή του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ με τα εκατόν πενήντα «Θεοτόκε και Παρθένε» και τις αιτήσεις μετά από κάθε δεκάδα.

Επίσης ο ασκητής είχε εκεί σημειωμένες αυτοσχέδιες προσευχές γραμμένες, σε μια αρχαϊκή μοναχική γλώσσα που δεν μιλιέται πια και ήταν τόσο όμορφα και μυστηριακά τα λόγια, που η ψυχή της φιλολόγου μέσα μου άρχισε να τρέμει. Τώρα λυπάμαι που δεν είχα αντιγράψει το περιεχόμενο του τετραδίου, αν και αργότερα κυκλοφόρησε χέρι-χέρι. Η σύγχρονη γλώσσα είναι πολύ πιο φτωχή και ευτελής. Πώς μπορείς να μεταδώσεις με το φτωχό σημερινό λεξιλόγιο την πυρακτωμένη εκείνη αγάπη του ασκητή για το Θεό και τους ανθρώπους;
Ο ασκητής, προσευχόμενος για όλον τον κόσμο, έβλεπε μπροστά στα μάτια του τα δεινά των ανθρώπων. Πώς κάποιος αφανιζόταν στην άβυσσο των παθών, πώς ο άλλος απελπιζόταν από τις δυσκολίες της ζωής ή πώς κάποιος άλλος έβαζε το κεφάλι του στη θηλιά. Πιο πολύ όμως με εντυπωσίασε η προσευχή του ασκητή γι’ αυτούς που είχαν λογισμούς αυτοκτονίας.
Γι’ αυτούς ο ασκητής έκλαιγε και προσευχόταν στην Παναγία, εκλιπαρώντας την να σώσει την πολύτιμη ψυχή, τον ανεκτίμητο αυτόν θησαυρό των θησαυρών. Μέσα σ’ αυτό το τετράδιο ήταν γραμμένο το άσμα ασμάτων της ανθρώπινης ψυχής. Η ποίηση όμως δεν μπορεί να εκφραστεί με τον πεζό λόγο γι’ αυτό θα φέρω ως μαρτυρία τα λόγια ενός νευροχειρουργού :
«Η χυδαιότητα και η πενία του αθεϊσμού έγκειται στο γεγονός πως δεν γνωρίζει το μεγαλείο του θεϊκού σχεδίου για τον άνθρωπο. Εμείς αξιοποιούμε μόνο το πέντε τοις εκατό του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Οι δυνατότητές του λοιπόν είναι τεράστιες, και άρα ο άνθρωπος έχει πλαστεί από το Θεό για κάτι το αληθινά μεγαλειώδες».
Να λοιπόν. Γι` αυτή την ψυχή έκλαιγε ο ασκητής, ικετεύοντας το Θεό να στείλει τον άγγελό του να σπάσει το σχοινί εκείνου που ήθελε να κρεμαστεί ή να εξουδετερώσει το δηλητήριο εκείνου που ήθελε να δηλητηριαστεί.

Εγώ γνώριζα κάποια πράγματα από σχετικές αναφορές ανθρώπων που δοκίμασαν να αυτοκτονήσουν.
Μια ζωγράφος διηγόταν πως ενώ βρισκόταν στο απόγειο της μποέμικης ζωής, αισθάνθηκε τέτοια ερημιά μέσα της, που αποφάσισε ν’ αυτοκτονήσει. Τη στιγμή που θέλησε να κάνει ένεση με δηλητήριο, η σύριγγα έσπασε. Μετά τη βάπτισή της, έγινε πνευματική θυγατέρα ενός μεγάλου πνευματικού και έμαθε πως τη στιγμή που θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραία για τη ζωή της, ο πνευματικός προσευχόταν γονατιστός και εκλιπαρούσε όσους ήταν γύρω του να προσεύχονται κι αυτοί.
Η προσευχή του ασκητή για τον κόσμο ήταν για μένα μια αποκάλυψη και παρακάλεσα τον πνευματικό μου, τον αρχιμανδρίτη Αντριάν Κιρσάνωβ, να μου δώσει ευλογία να προσεύχομαι από αυτό το τετράδιο
- Θα μπορέσεις άραγε; με ρώτησε ο γέροντας χαμογελώντας.
- Θα μπορέσω.
- Θα μπορέσεις;! με ρώτησε ξανά λίγο λυπημένα.
- Πάτερ, θα διαβάζω το βιβλίο δύο φορές την ημέρα. Εσείς προσευχηθείτε να έχω ζήλο.
- Εγώ θα προσευχηθώ! μου είπε σαν να με απειλούσε και, γνωρίζοντας το πείσμα μου, μου έδωσε ευλογία.

Έτσι προσευχήθηκα δυο μέρες από το τετράδιο του ασκητή, ευφραινόμενη από την ωραιότητα των προσευχών. Μετά άρχισε η φρίκη. Την ώρα που προσευχόμουν για τους αυτόχειρες, μια θηλιά αιωρείτο και μια σιχαμερή μορφή απαιτούσε: «Βάλε το κεφάλι σου στη θηλιά!» Ό,τι και αν μου συνέβη στη ζωή, σκέψεις αυτοκτονίας ούτε που μου πέρασαν από το μυαλό, ούτε ποτέ έβλεπα οράματα. Τώρα όμως έτριζαν τα δόντια μου από τον τρόμο.
Όλη τη νύχτα ξυπνούσα και αισθανόμουν ένα φόβο που μου πάγωνε τις φλέβες, ενώ το πρωί δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κάθε μυς του σώματός μου έτρεμε σαν ζελέ, η ανάσα μου είχε κοπεί και κάπου βαθιά η φωνή της συνείδησής μου που έσβηνε μου έλεγε πως έτσι είναι ο θάνατος. Από τότε γνωρίζω τη δύναμη της δαιμονικής παγίδας - παράλυση της θέλησης και νάρκωση της σκέψης: Ο θάνατος είναι καλός, ησυχία, ξεκούραση».

Απ’ όλα αυτά με έσωσε η μητέρα ή καλύτερα η διήγησή της για το πώς χάθηκε στη Σιβηρία κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας. Το άλογο σταμάτησε ανήμπορο πια και η μητέρα μου έπεσε μέσα στα χιόνια. Την είχε ήδη καταλάβει ο γλυκός ύπνος του θανάτου όταν ξαφνικά αναπήδησε η καρδιά της μάνας: στο σπίτι την περίμενε μια κόρη, που ήταν ακόμη μωρό. Η μητέρα μου άρπαξε αμέσως τα χαλινάρια προτρέποντας το άλογο να προχωρήσει. Έτσι το άλογο έφερε μέχρι το σπίτι τη μητέρα μου που ήταν σχεδόν αναίσθητη. Αργότερα μου έλεγε:
- Εσύ, κορίτσι μου, μου έσωσες τη ζωή

Τώρα είχε φτάσει η στιγμή να σκεφτώ κι εγώ τους αγαπημένους μου οι οποίοι ήταν άρρωστοι και ανήμποροι χωρίς εμένα. Άρχισα να σέρνομαι προς το μοναστήρι. Έπεφτα, πιανόμουν από τους θάμνους και τα δέντρα, αλλά πίεζα τον εαυτό μου να προχωρήσω. Πλησιάζοντας στο μοναστήρι οι δυνάμεις με είχαν εγκαταλείψει τελείως. Στηρίχθηκα στον τοίχο ενός καταστήματος και φοβήθηκα. Μέσα στην βιτρίνα έβλεπα έναν βρυκόλακα πράσινο με κόκκινα μάτια. Με τρόμο διαπίστωσα πως η βιτρίνα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας καθρέφτης μέσα στον οποίο έβλεπα πως ο βρυκόλακας ήμουν εγώ.

Συνήθως είναι δύσκολο να φτάσεις στον πατέρα Αντριάν, αλλά αυτή τη φορά βγήκε μόνος του να με προϋπαντήσει
- Τι κάνεις; προσευχήθηκες; με ρώτησε λυπημένα.
- Προσευχήθηκα, απάντησα εγώ με βραχνή φωνή που ίσα κι έβγαινε.
- Κατάλαβες;
- Κατάλαβα.
- Δώσε μου το τετράδιο με τα ονόματα που μνημονεύεις.

Την περίοδο εκείνη το τετράδιο με τα ονόματα που μνημόνευα ήταν λίγο πιο λεπτό από τον τηλεφωνικό κατάλογο της Μόσχας - φίλοι και γνωστοί. Με λίγα λόγια ήθελα να σώσω όλον τον κόσμο χωρίς να γνωρίζω πώς θα σωθώ εγώ η ίδια. Ο στάρετς άρχισε να «κόβει» ονόματα, λέγοντας ταυτόχρονα:
- Δεν θα τα καταφέρεις, δεν θα τα καταφέρεις. Κι εκείνο το απολιθωμένο είδωλο ξέχνα το, μην τυχόν και τον μνημονεύσεις!

Το «πετρωμένο είδωλο» ήταν ένας διάσημος δραματουργός, ο οποίος θεωρείτο στους κύκλους μας διανοούμενος. Τελευταία, λοιπόν, με τον αέρα του διανοούμενου έβγαινε στα Μ.Μ.Ε. και μιλούσε εναντίον του Χριστού. θεέ μου, πόσο ντρεπόμουν για το παρελθόν μου! Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.

Μετά την αναθεώρηση του στάρετς έμειναν μόνο μερικά ονόματα συγγενών μου, οι οποίοι ήταν μεν βαπτισμένοι, αλλά παρέμεναν άπιστοι. Ο στάρετς αναστέναξε κοιτώντας τα ονόματά τους και είπε:
- Να ο σταυρός σου, προσευχήσου για τους συγγενείς σου, αδελφή. Έχεις βαρύ σταυρό.