Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Η μοναχή Βαρσανουφία και οι κεκοιμημένοι. "Κατάλαβα πως οδεύουμε προς μια μεγάλη γιορτή. Να γίνουμε φως καθάριο"

Τα ξημερώματα, πριν από την έναρξη της μάχης, η φρουρά είδε στο ποτάμι ένα καράβι με στρατιώτες των περασμένων αιώνων με επικεφαλείς τους αγίους

Οι ησυχαστές είναι καλόγεροι-ερημίτες που δε έχουν ένα μόνιμο τόπο διαμονής. Στις γιορτές πηγαίνουν σ’ ένα οποιοδήποτε μοναστήρι και παίρνοντας από εκεί λίγο φαγητό, συνεχίζουν παραπέρα την ερημική ζωή τους, αγωνιζόμενοι για τη σωτηρία τους μ’ έναν άγνωστο στους άλλους τρόπο.

Στο μοναστήρι της Όπτινα ζούσε μια μοναχή σχεδόν ενενήντα ετών. Το όνομά της ήταν Βαρσανουφία και περιπλανιόταν μ’ ένα ραβδί στο χέρι από το ένα μοναστήρι ατό άλλο. Όλη της η περιουσία ήταν δύο δισάκια που κουβαλούσε μαζί της. Στο ένα δισάκι είχε λίγα ξεροκόμματα ψωμί ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαρτιά μνημόνευσης, τα περισσότερα παλιά και φαγωμένα. Η προσκυνήτρια ερχόταν στην Όπτινα συνήθως το βράδυ και χτυπούσε με το ραβδί στο παράθυρο: «Αφήστε με να διανυκτερεύσω»!

Άλλοι την άφηναν και άλλοι όχι, γνωρίζοντας τη συνήθεια της μοναχής να μην κοιμάται το βράδυ, προσευχόμενη γονατιστή όλη νύχτα. Και δεν θα πείραζε αν μόνο αυτή δεν κοιμόνταν. Κατά τα μεσάνυχτα όμως τους ξύπναγε όλους: «Γιατί κοιμάσαι, υπναρά; Σκέψου την Τελική Κρίση και σήκω να προσευχηθείς!» Επέμενε τόσο πολύ να σηκωθούν, που πολλές φορές το ξημέρωμα την έβρισκε στο στάβλο ή σε καμιά αποθήκη, μαζί με τα πολύτιμα πράγματά της. Εκτιμούσε πολύ τα δισάκια της, αντίθετα, τα ζεστά ρούχα που της έδιναν τα χάριζε ή τα παρατούσε. Η μοναχή Βαρσανουφία ήταν παρθένος και είχε καρεί μοναχή από πολύ νεαρή. Κανείς δεν ήξερε γιατί περιπλανιόταν, όχι πάντως επειδή δεν είχε κάπου να μείνει.
Παλαιότερα ερχόταν σπάνια στην Όπτινα και μόνο στα βαθιά γεράματα εγκαταστάθηκε εκεί. Τα χρόνια είχαν αρχίσει να την βαραίνουν και οι περιπλανήσεις είχαν μειωθεί, ενώ στις ακολουθίες καθόταν σ’ ένα στασίδι. Βασικά δεν καθόταν μόνο στις ακολουθίες αλλά ερχόταν στον ναό από τις πέντε το πρωί. Έβγαζε τα χαρτάκια της από το δισάκι της και όλη την ημέρα καθόταν εκεί προσευχόμενη και μνημονεύοντας ονόματα. Δεν πήγαινε στην τράπεζα της μονής για να φάει αφού το φαγητό δεν την ενδιέφερε. Εάν την σέρβιρες κάτι ψευτομασουλούσε, αλλιώς έβγαζε ένα ξεροκόμματο από το δισάκι της, δάγκανε λίγο και το υπόλοιπο το ξαναφύλαγε με μεγάλη προσοχή.

Η μοναχή Βαρσανουφία ζούσε καλογερικά, προσεύχονταν πάνω από τα χαρτάκια της, αλλά ήταν εκτός του κόσμου χωρίς να προσέχει κανέναν. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ακολουθίας όμως, έκρυβε τα χαρτάκια της, πήγαινε στις εικόνες, άναβε κεριά και αν εμφανίζονταν τίποτα φασαριόζοι προσκυνητές τους έσπρωχνε με το ραβδί της λέγοντας:
- Θού, Κύριε, φυλακήν τώ στόματί μου!

Κάποιος άλλος ένιωθε το χτύπημα του ραβδιού της στην πλάτη του και ξανά βροντούσε η φωνή της, αποκαλύπτοντας την ανομία:
— Αίσχυνθήτωσαν οί άνομούντες διακενής!

Οι ταπεινοί ταπεινώνονταν σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σοφοί σώπαιναν σεβόμενοι τα γηρατειά, οι οξύθυμοι όμως θύμωναν τόσο πολύ, ώστε κάποια στιγμή ο φύλακας της εκκλησίας της έσπασε το ραβδί. Η αλήθεια είναι πως ο φύλακας μετανόησε και της χάρισε ένα νέο ραβδί κι έπειτα έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Στην Όπτινα λοιπόν υπήρχαν άνθρωποι που την τιμούσαν σαν άνθρωπο του Θεού.

Ωστόσο η μοναχή δεν συμμορφωνόταν με τη σημερινή ζωή και πολλές φορές οι άνθρωποι παραπονιόνταν στους ιερείς. Παραπονέθηκα κι εγώ βλέποντας πως μια φορά χτύπησε στην πλάτη έναν απείθαρχο νεαρό. Σίγουρα το άξιζε. Το θράσος του αγοριού ξεπέρασε κάθε όριο, αφού τόλμησε να προσβάλει τη μητέρα του μέσα στην εκκλησία. Τότε πολλοί ήθελαν να κατσαδιάσουν τον νεαρό, τελικά όμως όλοι κατέκριναν τη μοναχή. Εμείς βλέπεις είμαστε ανθρωπιστές ή καλύτερα είμαστε θύματα εκείνου του «ουμανισμού», σύμφωνα με τον οποίον τα κακομαθημένα παιδιά μας δεν πρέπει να τα αγγίζουμε ούτε με το δάκτυλο και, ακόμη χειρότερα, δεν μπορείς να τους πεις μια κουβέντα, επειδή θα σου αντιμιλήσουν με θράσος. Διηγήθηκα στον πνευματικό μου για το χτύπημα και τον ρώτησα:
- Τι πρέπει να κάνουμε;
- Υπομονή.

Δεν χρειάστηκε να κάνουμε περισσότερη υπομονή αφού η μοναχή Βαρσανουφία πέθανε. Πριν πεθάνει παρακάλεσε όσους ήρθαν να την δουν, να πάρει κάποιος το δισάκι με τα ονόματα έτσι ώστε μετά τον θάνατό της να συνεχιστεί η μνημόνευση των ονομάτων.
- «Αυτή είναι μια μεγάλη αρετή των χριστιανών, να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους! έλεγε ταπεινά και κοίταζε με ελπίδα στα μάτια τον καθέναν ξεχωριστά. Όλοι όμως κοίταζαν αλλού και κανένας δεν αναλάμβανε να πάρει τα δισάκια με τα ονόματα των κεκοιμημένων που ζύγιζαν τουλάχιστον δέκα-δεκαπέντε κιλά.
Λένε πως η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε όλα τα ονόματα απέξω. Είχε πολύ καλή μνήμη και να πώς το κατάλαβα: Μετά τον θάνατο της μητέρας μου μοίραζα στην εκκλησία φρούτα και γλυκά για το συγχώριο. Όταν είδα την μοναχή Βαρσανουφία σε μια γωνία να προσεύχεται, ήδη τα είχα μοιράσει όλα. Βρήκα ωστόσο δυο μικρές ντομάτες στην τσάντα μου. Της τις έδωσα και την παρακάλεσα να προσεύχεται για την ψυχή της κεκοιμημένης δούλης του Θεού Αναστασίας. Μετά από πέντε χρόνια και ενώ βρισκόμουν έξω από τον ναό, με φώναξε και μου είπε: «Την μητέρα σου Αναστασία την μνημονεύω πάντοτε...»

Θυμάμαι μιαν ακόμη ιστορία που σχετίζεται με το κοιμητήριο της πόλης Κοζέλσκ. Στα χρόνια των διωγμών, όταν έκλεισαν τα μοναστήρια, εδώ έθαβαν τους μοναχούς της Όπτινα και τις μοναχές του Σαμόρντινο αλλά κανείς δεν γνώριζε τα ονόματά τους. Αρχεία δεν διατηρήθηκαν, ενώ οι επιγραφές των τάφων με τον καιρό ξεθώριασαν. Οι ιερομόναχοι της Όπτινα συχνά έκαναν εδώ μνημόσυνα, μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους με αυτόν τον τρόπο: «Κύριε, Εσύ γνωρίζεις τα ονόματά τους». Μια φθινοπωρινή μέρα ήρθαν στο κοιμητήριο για το μνημόσυνο. Τα χρυσοκίτρινα φθινοπωρινά φύλλα του σφένδαμου είχαν σκεπάσει τα μνήματα και στα στενά δρομάκια είχαν σχηματιστεί ολόκληροι σωροί. Ξαφνικά μέσα από έναν σωρό πετάχθηκε χαρούμενη η μοναχή Βαρσανουφία.

- Αδελφή Βαρσανουφία, τι κάνεις εκεί; ρώτησαν όλοι έκπληκτοι. Περνάς το βράδυ σου στο κοιμητήριο;
- Εμένα οι νεκροί με αγαπάνε, τους απάντησε η μοναχή και ταυτόχονα οδήγησε τους αδελφούς στο κοιμητήριο λέγοντάς τους ποιος και που είναι θαμμένος!

Έτσι οι μοναχοί της Όπτινα έρχονταν συχνά στο κοιμητήριο για να φτιάξουν τις επιγραφές στους τάφους με την καθοδήγηση της μοναχής. Ταυτόχρονα τους διηγούνταν το θάρρος και το σθένος των ομολογητών που υπέφεραν για τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών. Τους θυμόνταν όλους, τους γνώριζε, τους αγαπούσε και το βράδυ προσεύχονταν γι’ αυτούς. Σπάνια την έβλεπε κάποιος να κοιμάται.
- Αδελφή Βαρσανουφία, την ρωτούσαμε, πώς αντέχεις χωρίς ύπνο;
- Με βοηθούν οι νεκροί, απαντούσε αυτή με χαρά.
Δεν μας εξηγούσε πώς τη βοηθούσαν, αλλά από τα υπάρχοντα Χρονικά, γνωρίζουμε παρόμοιες πράξεις. Το 1240 στη ρωσική γη έκανε επιδρομή ο σουηδικός στρατός, ενώ ο ευσεβής κνέζης Αλέξανδρος Νιέφσκι, περιτριγυρισμένος από μια μικρή ομάδα στρατιωτών, δεν είχε χρόνο να συγκροτήσει τον στρατό του. «Ο Θεός δεν βρίσκεται στη δύναμη αλλά στη δικαιοσύνη», είπε ο κνέζης στον ολιγάριθμο στρατό του πριν από τη μάχη. Τα ξημερώματα, πριν από την έναρξη της μάχης, η φρουρά είδε στο ποτάμι ένα καράβι με στρατιώτες των περασμένων αιώνων με επικεφαλείς τους αγίους Μπόρις και Γκλέμπ, οι οποίοι κατέφθαναν για να βοηθήσουν τον Αλέξανδρο Νιέφσκι. Οι Σουηδοί έπαθαν καταστροφή ακόμη και από την άλλη μεριά του ποταμού, όπου δεν βρισκόταν ούτε ένας Ρώσος στρατιώτης.

Να όμως και μια άλλη, πρόσφατη ιστορία που μας διηγήθηκε ένας στρατιωτικός, ο Ιβάν, ο οποίος ήταν προσκυνητής στην Όπτινα. Πριν πάει στο στρατό, ο Ιβάν ερχόταν συχνά στην Όπτινα κι έγινε καλός φίλος με τον μοναχό Τρόφιμο, έναν από τους τρεις που σφαγιάστηκαν το Πάσχα του 1993.

Έπειτα, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τσετσενία, ο Ιβάν πιάστηκε αιχμάλωτος σε μια ενέδρα μαζί με άλλους στρατιώτες. Όλους τους εκτέλεσαν, ενώ τον Ιβάν σκέφτηκαν να τον πάρουν μαζί τους ζωντανό, περικυκλώνοντάς τον και πλησιάζοντάς τον όλο και πιο πολύ. Τότε ο Ιβάν απασφάλισε την περόνη της χειροβομβίδας, αποφασισμένος να τιναχτεί στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Έστρεψε προς τον Θεό τις τελευταίες ικεσίες του πριν από τον θάνατο: «Κύριε, δέξου το πνεύμα μου», όταν μπροστά του εμφανίστηκε ο μοναχός Τρόφιμος και του είπε λες και ήταν ζωντανός:
- Έλα μαζί μου!

Πως τον έβγαλε ο νεομάρτυρας του Χριστού από εκεί δεν το έχει καταλάβει μέχρι σήμερα. Ξύπνησε σ’ ένα μέρος προστατευμένο και μόλις τότε διαπίστωσε έντρομος ότι κρατάει στο χέρι του τη χειροβομβίδα απασφαλισμένη, έτοιμη να εκραγεί κι έσπευσε να την εξουδετερώσει.
Το μυστήριο της μετοχής των κεκοιμημένων στη ζωή των ζώντων ήταν κρυμμένη από μας, αλλά η μοναχή Βαρσανουφία το γνώριζε. Πάντως συμβούλευε τις μοναχές να μνημονεύουν οπωσδήποτε τις μοναχές που είχαν μαρτυρήσει τον καιρό των διωγμών:

- Θα σας βοηθήσουν ακόμη και τώρα!
Τώρα στα μνημόσυνα στην Όπτινα μνημονεύουν τη μοναχή Βαρσανουφία.
Η μοναχή τους αγαπούσε όλους, όμως αγαπούσε τους κεκοιμημένους πιο πολύ και από τους ζωντανούς. Αυτοί της φαίνονταν πιο ενδιαφέροντες αφού ΕΚΕΙ όλα είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Στην γη η ψυχή αισθάνεται στριμωγμένη στη ματαιότητα και μας πιέζουν οι έγνοιες και οι φροντίδες για τα φθαρτά και τα περαστικά. Γι’ αυτό ίσως σε όλη της την ζωή περιπλανιόταν, μακριά από τις έγνοιες για τα φθαρτά, ξεχνώντας τις ανάγκες της ζωής έτσι όπως ένας μεγάλος παρατάει τα παιδικά του παιχνίδια. Η πίστη της μοναχής Βαρσανουφίας ήταν απλή. Εμείς μόνο ζητάμε στα μνημόσυνα -μας εξηγούσε- να προσεύχονται οι κεκοιμημένοι για μας στο Θεό. Και αυτά δεν είναι κούφια λόγια αλλά η πραγματικότητα. Προσεύχονται για μας, μας θυμούνται και μας αγαπούν. Όλα τα επίγεια θα φθαρούν, το μόνο που θα μείνει είναι η αγάπη.

Φοβάμαι μήπως υπερβάλλω, αλλά η μοναχή Βαρσανουφία αναφερόταν στους κεκοιμημένους με τέτοια ζωντάνια, ώστε μετά την κοίμησή της θυμήθηκα τα λόγια που έγραψε ο ποιητής και φίλος μου Σάσα Τιχομίρωβ. Πέθανε σχετικά νέος και προαισθανόμενος το γεγονός έγραψε:
«Μέσα από πολλά σημάδια κατάλαβα πως οδεύουμε προς μια μεγάλη γιορτή. Να γίνουμε φως καθάριο και χαράς χορηγό που ο καθένας κλείνει βαθιά στην ψυχή του».

Η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε κάτι γι’ αυτό το καθάριο και χαράς χορηγό φως


Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΤ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΝΙΝΑ ΠΑΒΛΟΒΑ. . ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/03/blog-post_5.html