Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Η Τουρκία χάνει τον πόλεμο με τους Κούρδους

Μάθετε γιατί η Τουρκία χάνει τον πόλεμο με τους Κούρδους! Η πολιτική της Άγκυρας στο Κουρδικό δείχνει το απόλυτο αδιέξοδο της τουρκικής διπλωματίας!
Γράφει ειδικός συνεργάτης
Μέρος Β’

Το PKK ιδρύθηκε το 1978 στην επαρχία Ντιγιαρμπακίρ, από μια ομάδα Κούρδων φοιτητών με αρχηγό τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ξεκίνησε την ένοπλη εξέγερση του το 1984. Μέχρι το 1998, τα στρατόπεδα του και οι υποδομές του βρίσκονταν στην Συρία και κοιλάδα Μπεκάα στο Λίβανο (ελεγχόμενη τότε απο την Δαμασκό).
Το Βόρειο Ιράκ αποτέλεσε για το PKK τόπο ανασυγκρότησης σε δεύτερο χρόνο. Όμως η μορφολογία του εδάφους , η μικρή απόσταση απο τις νοτιοανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, η ήττα του Σαντάμ Χουσεΐν στο πόλεμο του Κόλπου το 1991, η δημιουργία από την αμερικανική ηγεσία συμμαχία μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την 36η παράλληλο για την ασφάλεια των Κούρδων, το κενό εξουσίας που παρήχθη στο Β.Ιράκ και η ανοχή της Βαγδάτης ως προς το PKK κατέστησαν τις περιοχές πέριξ του όρους Καντίλ κύρια βάση-ορμητήριο του.
Η αποδυνάμωση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK) και ο έλεγχος επι της Αυτόνομης Περιφερειακής Διοίκησης του Νοτίου Κουρδιστάν (KRG) αποτελούσαν (& αποτελούν) πάγιες επιδιώξεις της Άγκυρας στο Νότιο Κουρδιστάν.
Για τον σκοπό αυτό αναπτύχθηκαν μονάδες ειδικών δυνάμεων του τουρκικού στρατού πλαισιωμένες από στελέχη μυστικών υπηρεσιών με σκοπό:

σχεδιασμό-εκτέλεση στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά του PKK,
την επίτευξη στενών επαφών με την Κουρδική Περιφερειακή Διοίκηση του Νοτίου Κουρδιστάν.

Για την νομιμοποίηση της στρατιωτικής τουρκικής παρουσίας η Άγκυρα διατείνονταν πως τα τουρκικά στρατεύματα λειτουργούσαν ως μηχανισμός παρακολούθησης της εκεχειρίας μεταξύ των Κουρδικών αντιπάλων σχηματισμών μετά την λήξη του Κουρδικού εμφυλίου (μέσα της δεκαετίας του ’90).
Επίσης η Τουρκική διπλωματία έκαμε λόγο επίσης και για εφαρμογή των συμφωνιών που είχε συνάψει με το καθεστώς Σαντάμ Χουσεΐν με σκοπό την αποτροπή “τρομοκρατικών” επιθέσεων του PKK σε βάρος της Τουρκίας.
Είναι γνωστό πως κατά την διάρκεια του Κουρδικού εμφυλίου υπήρξε μια άτυπη συμμαχία της Τουρκίας με το καθεστώς Μπαρζανί κατά του PKK.
Μέσω αυτής της συνεργασίας η Τουρκία εξαπέλυσε πλήθος στρατιωτικών επιχειρήσεων σε βάρος της Κουρδικής Οργάνωσης,ενώ παράλληλα προσπάθησε να ελέγξει τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων του PKK στο Βόρειο Ιράκ.
Η αυξανόμενη όμως συνεργασία με το καθεστώς Μπαρζανί γεννούσε δεσμεύσεις ικανές να επιτρέπουν την μετεξέλιξη της ημιαυτόνομης περιοχής του Νοτίου Κουρδιστάν, σε Κουρδικό κράτος, μια εξέλιξη εφιαλτική για την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα η αυξανόμενη στρατιωτική δράση κατά του PKK εξέθετε το καθεστώς Μπαρζανί ανεπανόρθωτα.
Για τον Μασούντ Μπαρζανί η φιλοδοξία και το όραμα να καταστεί ο πρώτος Ηγέτης του Νέου Μεγάλου Κουρδιστάν συνιστούν πυλώνα της πολιτικής-προσωπικής στρατηγικής του.
Ετσι η Τουρκία νομοτελειακά έπρεπε να ακολουθεί ταυτόχρονα και μια πολιτική εκφοβισμού του καθεστώτος Μπαρζανί ,παράλληλα με την αποφυγή ισχυρών δεσμεύσεων απέναντι του Είναι γεγονός πως η τουρκική στρατιωτική παρουσία και γενικά οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας κατά του PKK στο Νότιο Κουρδιστάν ελάχιστα επηρέασαν το αξιόμαχο της Κουρδικής Οργάνωσης.
Η δε προσπάθεια -σε συνεργασία με τους Πεσμεργκά του καθεστώτος Μπαρζανί- ελέγχου του ανεφοδιασμού των μαχητών του PKK δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα. Αντίθετα υπήρξαν στιγμές που το καθεστώς Μπαρζανί έδειξε πως διαθέτει την ικανότητα να ασκήσει ασφυκτικό έλεγχο στην τουρκική στρατιωτική παρουσία στο Νότιο Κουρδιστάν.
Το 2003 το Αμερικανικό Πεντάγωνο είχε σχεδιάσει την ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στην Τουρκία και την διέλευση τους μέσω αυτής στο Βόρειο Ιράκ.
Το Όχι της τότε Τουρκικής Βουλής την 1η Μαρτίου 2003 καθ΄ υπόδειξιν του Ταγίπ Ερντογάν και με την απόλυτη στήριξη του AKP (την ώρα που τα Αμερικανικά στρατεύματα βρίσκονταν στην Αλεξανδρέττα) ήρθε στην πλέον κρίσιμη χρονικά στιγμή της εφαρμογής του αμερικανικού σχεδιασμού της προετοιμασίας των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων για την εισβολή.
Ο πραγματικός ρόλος άρνησης της Τουρκίας αφορούσε την απόρριψη του αιτήματος της για Συμμετοχή και Τουρκικών Στρατευμάτων στην Εισβολή στο Βόρειο Ιράκ.
Η Άγκυρα επεδίωκε τα Τουρκικά στρατεύματα που θα ενεργούσαν εντός των εδαφών του Β.Ιράκ να θέτονταν υπό την αποκλειστική Τουρκική Διοίκηση (και όχι Συμμαχική) κάτι που τα μετέτρεπε αυτόματα σε στρατό κατοχής.
Στο βάθος η Άγκυρα προσέβλεπε σε προσάρτηση του Κιρκούκ και της Μοσούλης, ή εναλλακτικά στην παραχώρησή τους στην τουρκομανική μειονότητα για τον λόγο αυτό η Αμερικανική παρουσία ήταν απειλητική.
Το τουρκικό αίτημα απορρίφθηκε απο την Αμερικανική πλευρά, και ως συνέπεια της Αμερικανικής στάσης ήρθε η τουρκική άρνηση η οποία και δεν επίτρεψε το άνοιγμα του βορείου μετώπου, κάτι που καθυστέρησε την ήττα του Σαντάμ Χουσεΐν.
Στίς 4 Ιουλίου του 2013 ήρθε η Αμερικανική απάντηση.(The Hood event- Çuval Olayı). Αμερικανικές ειδικές δυνάμεις συλλαμβάνουν Τούρκους καταδρομείς μεταμφιεσμένους σε πολίτες σε κρησφύγετο τους στην Σουλεμανίγια.
Κατάσχουν πέραν του εξοπλισμού τους και χάρτες από τους οποίους προέκυπτε πως είχαν σκοπό να δολοφονήσουν τον τοπικό κυβερνήτη της πόλης Κιρκούκ με σκοπό να προκαλέσουν αποσταθεροποίηση της περιοχής. Στον απόηχο της αναταραχής αυτής οι τουρκικές δυνάμεις θα εμφανίζονταν ως αυτόκλητοι σωτήρες πρός αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης.
Οι Τούρκοι καταδρομείς υπέστησαν πέραν της σχετικής ανάκρισης και διαπόμπευση, καθώς οι Αμερικανοί τους περιέφεραν με τσουβάλια στο κεφάλι εξευτελίζοντας τους. Η ομηρία τους κράτησε 60 ώρες και έτυχε πλήρους φωτογραφικής-δημοσιογραφικής κάλυψης.
Για το περιστατικό αυτό δεν υπήρξε καμιά απολογία από αμερικανικής πλευράς, οι δε απειλές της Τουρκίας για κλείσιμο της βάσης του Ιντσιρλίκ ουδόλως απασχόλησαν την Αμερικανική διπλωματία.
Αντιθέτως υπήρξαν μιά σειρά από περίεργες δολοφονίες-ατυχήματα για τους Τουρκμένους εκείνους, οι οποίοι και συνεργάσθηκαν με το τουρκικό καθεστώς για την υλοποίηση των σχεδίου αυτού.
Ήταν ξεκάθαρο πλέον πως η Τουρκική παρουσία ήταν ασύμβατη προς τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ. Η ενότητα του Ιράκ πλέον προέβαλε ως επιτακτική αναγκαιότητα για την Τουρκική διπλωματία καθώς αποτελούσε ανάχωμα στους Κουρδικούς σχεδιασμούς.
Για τον σκοπό αυτό άρχισε να αναπτύσσει σχέσεις με το Αραβικό στοιχείο του Ιράκ με την προσδοκία ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων.
Προσπάθησε να αποσπάσει ισχυρά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ “επιτρέποντας” τον ανεφοδιασμό του Αμερικανικού στρατού στο Ιράκ μέσω του συνοριακού περάσματος της Habur την ώρα που ανάλογες αεροπορικές αποστολές υπήρξαν και από την Αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ. Ήταν όμως ήδη αργά.
Η Αμερικανική εξωτερική πολιτική στην Μέση Ανατολή -ως εξελισσόταν- ήταν τελείως αντισυμβατική με τις τουρκικές πρόνοιες. Πλέον οι αμερικανικοί σχεδιασμοί συνιστούσαν κορυφαία απειλή τα συμφέροντα της Τουρκίας.
Η Άγκυρα βρίσκεται στην μόνιμη θέση παθητικού θεατή των αμερικανικών σχεδιασμών και των μονομερών αποφάσεων της Ουάσινγκτον στο Ιράκ-Νότιο Κουρδιστάν.
Η όποια δυνατότητα παρέμβασης της με σκοπό την συν-διαμόρφωση των εξελίξεων απλά ανύπαρκτη.
Μετά το 2003 οι χάρτες του Μεγάλου Κουρδιστάν (οι οποίοι και κάλυπταν τουρκικά εδάφη), εμφανίζονταν συχνά-πυκνά τόσο απο την Αμερικανική διπλωματία όσο και απο την Κουρδική Περιφερειακή διοίκηση του Νοτίου Κουρδιστάν.


Πλέον έχοντας την απόλυτη στήριξη των ΗΠΑ ο Μασούντ Μπαρζανί με τις διπλωματικές του κινήσεις αφήνει να εννοηθεί ότι μπορεί να μιλά εξ ονόματος ολάκερου του Κουρδικού Έθνους, ότι μπορεί να κινητοποιήσει τους Κούρδους και πέραν του Νοτίου Κουρδιστάν. Κατά συνέπεια αναδείχθηκε σε αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς για το Κουρδικό γίγνεσθαι.
Έτσι μπόρεσε να απορρίψει τόσο τις προσφορές της Τουρκίας, όσο και να αντιταχθεί σθεναρά στις πιέσεις της για μια μόνιμη λύση του προβλήματος του καθεστώτος του Κιρκούκ (αμφισβητούμενη περιοχή με το Ιράκ).
Αγνόησε δε επιδεικτικά την ευαισθησία της Τουρκίας σε ότι αφορά τα “βασικά” της πληθυσμιακής ομάδας των Τουρκμένων.
Ο Μασούντ Μπαρζανί και η περιφερειακή διοίκηση του Νότιου Κουρδιστάν ήσαν έτοιμοι και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε εργαλείο επιθυμούσαν με ρεαλιστικό τρόπο προκειμένου να επιτύχουν την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους.
Η διατήρηση της ενότητας του Ιράκ (τυχόν διάσπαση του θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα τεκτονικών αλλαγών στον χώρο της Μέσης Ανατολής) εξανάγκασε την Άγκυρα να προσεγγίσει το σύνολο των εθνοτικών-θρησκευτικών-πολιτικών ομάδων του Ιράκ.
Ο πολιτικός της αμοραλισμός όμως σε συνδυασμό με το ιστορικό της παρελθόν την καθιστούσε στα μάτια των Αράβων (Σουνιτών-Σιιτών) παντελώς αναξιόπιστη με αποτέλεσμα το άνοιγμα της αυτό να μην αποδώσει τα προσδοκώμενα οφέλη για την Τουρκία.
Η διαχρονική στάση της Τουρκίας (Οζάλ-Ερντογάν) ήταν παρελκυστική ως προς τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στο Ιράκ. Αυτό με την σειρά του επίτρεψε την γεωπολιτική-γεωστρατηγική αναβάθμιση των Κούρδων.
Η οποία προσπάθεια της Άγκυρας για παρακάμψει τις ΗΠΑ μέσω της απευθείας προσέγγισης των Κούρδων παρήγαγε με την σειρά της ισχυρές δεσμεύσεις σε βάρος της, τις οποίες οι Κούρδοι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν-αξιοποιήσουν για να επιτύχουν την δημιουργία του Μεγάλου Κουρδιστάν.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να επιτύχει τις επιδιώξεις της, λαμβάνοντας ανταλλάγματα για την προσφορά υπηρεσιών της (ρόλος αντιπροσώπου-εργολάβου-εντολοδόχου) πρός τις ΗΠΑ, σκοντάφτει και στις εσωτερικές θεμελιακές αντιφάσεις της.
Ο μεγαλοϊδεατισμός της, το ιστορικό παρελθόν της, καθιστά επιφυλακτικό τον κάθε εταίρο-συνομιλητή της.
Αυτό είναι το σύνδρομο του Habur, το απόλυτο αδιέξοδο της Τουρκικής διπλωματίας 15 χρόνια μετά η Τουρκία εξακολουθεί να επιδιώκει σε πείσμα της πραγματικότητας-:

την αποφυγή δημιουργίας άξονα που θα επιτρέψει στο PKK να συνδέσει το όρος Καντίλ με την Ροζάβα (Βόρεια Συρία) μέσω Σιντζάρ
την αποφυγή δημιουργίας άξονα που θα επιτρέψει στην Τεχεράνη να συνδέσει το Ιράν με τον Λίβανο μέσω Ιράκ
την αποφυγή της μετεξέλιξης της Ημιαυτόνομης περιοχής του Νοτίου Κουρδιστάν σε ανεξάρτητο κράτος ικανό να πυροδοτήσει το Κουρδικό Ντόμινο
τον περιορισμό της Αμερικανικής επιρροής στον χώρο της Μέσης Ανατολής μέσω του ρόλου της ως αντιπροσώπου-εργολάβου-εντολοδόχου της Ουάσινγκτον.