Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Τελευταῖες μέρες στὸ Νοσοκομεῖο

Ὁ Γεράσιμος νοσηλεύεται σὲ κεντρικὸ Νοσοκομεῖο στὴν Ἀθήνα. Σύμφωνα μὲ τὴ διάγνωση τῶν γιατρῶν, δὲν ὑπάρχουν πολλὰ περιθώρια ζωῆς.
Ἡ οἰκογένειά του, τὰ παιδιά, τὰ ἐγγόνια καὶ ἡ καλή του σύζυγος Μερόπη, εἶναι συν­εχῶς δίπλα του.
Στὸν ἴδιο θάλαμο νοσηλεύονται κι ἄλ­λοι δύο ἀσθενεῖς, ὁ Γιῶργος καὶ ὁ Διονύσης, μὲ πολὺ ἐπιβαρυμένη τὴν ὑγεία τους κι αὐτοί. Μάλιστα ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο, ὁ Γιῶργος, συνεχῶς διαμαρτύρεται, ἄλλοτε γιατὶ ἀργεῖ τὸ φαγητό, ἄλλοτε γιατὶ ἡ νοσοκόμα ἀργεῖ νὰ τοῦ πάρει τὴν πίεση, ἄλλοτε γιατὶ οἱ γιατροὶ δὲν τὸν πολυπροσ­έχουν· καὶ γι᾿ αὐτὸ φωνάζει καὶ βλασφημεῖ. Μάταια προσπαθεῖ νὰ τὸν καθησυχάσει ὁ Γεράσιμος μὲ λόγια ἤρεμα:
–Γιῶργο, εἴμαστε στὸν ἐπίλογο τῆς ζω­ῆς μας. Πλησιάζει ὁ καιρὸς νὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο. Πρέπει νὰ κάνουμε ὑπομονὴ καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε...
–Γεράσιμε, ἂν δὲν φωνάξεις, δὲν καταλαβαίνουν οἱ ἄλλοι. Χρειάζεται νὰ παλεύεις γιὰ τὰ δικαιώματά σου· «βία στὴ βία τῆς ἐξουσίας», ἐνάντια σὲ ὅλους ὅσοι μᾶς πίνουν τὸ αἷμα κι ἐμεῖς τοὺς χειροκροτᾶμε.
Κι ὁ ἄλλος μάλιστα ἀσθενής, ὁ Διονύσης, δείχνει νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν Γιῶργο.
–Γεράσιμε, ἔχει δίκιο ὁ Γιῶργος. Σήμερα δὲν μπορεῖς νὰ πᾶς μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ χέρι. «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾿χεις»· μὴν ἀκοῦς τί λένε οἱ παπάδες.
Λίγο ἀργότερα καταφθάνει καὶ ἡ Μερόπη, ἡ ὁποία τοὺς χαιρετάει εὐγενικὰ καὶ τοὺς ρωτάει πῶς πέρασαν τὴ μέρα τους. Λίγα ὁ ἕνας, λίγα ὁ ἄλλος, τῆς ἀνέφεραν καὶ τὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.
Κάποια στιγμὴ ἀργότερα ἐκείνη ἀπευθυνόμενη δυνατὰ στὸ σύζυγό της, τοῦ λέει:
–Γεράσιμε, ὁ π. Βασίλειος, ὁ Πνευματικός μας, μόλις ἔμαθε γιὰ τὴν ὑγεία σου, θέλει νὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ. Νομίζω πὼς εἶναι εὐκαιρία νὰ ἐξομολογηθεῖς καὶ νὰ κοινωνήσεις, γιατὶ ἔχει περάσει ἀρ­κετὸς καιρὸς ἀπὸ τὴν τελευταία φορά.
Ἀκούγοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Γιῶργος, πετάγεται ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι καὶ τῆς λέει:
–Τί; Παπάδες θέλεις νὰ μᾶς φέρεις, ἐ­δῶ, Μερόπη; Αὐ­τοὶ κοιμίζουν τὸν λαό, γιὰ νὰ τὸν ἐκμεταλλεύονται οἱ κεφαλαιοκράτες!
Ἡ Μερόπη τὸν ἀκούει εὐγενικὰ χωρὶς νὰ μιλήσει.
Ἡ στάση της ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στοὺς δύο συνασθενεῖς τοῦ συζύγου της.
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας μπαίνει στὸ θάλαμο ὁ π. Βασίλειος. Τοὺς χαιρετάει μὲ καλοσύνη καὶ κατευθύνεται στὸ Γεράσιμο. Τραβάει τὸ πάνινο παραπέτασμα, κάθεται δίπλα του καὶ χαμηλόφωνα τὸν ἐξομολογεῖ. Στὸ τέλος διαβάζει καὶ τὴ συγχωρητικὴ Εὐχή. Στὸ μεταξὺ ἡ Μερόπη προσεύχεται θερ­μὰ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Νοσοκομείου καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἀρρώστους…
Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα! Ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ θαλάμου ὁ Γιῶργος, ὁ βλάσφημος, καθὼς βλέπει τὸν ἱερέα νὰ ἑτοιμάζεται νὰ φύγει, ἀκούγεται νὰ φωνάζει:
–Πάτερ, ἔλα καὶ σὲ μένα. Εἶμαι ἕνας βλάσφημος, ἕνας παλιάνθρωπος! Μὴ φύγεις!
Ὁ π. Βασίλειος τὸν πλησιάζει μὲ καλοσύνη λέγοντάς του:
–Ἀδελφέ μου, γιὰ τὸν Σωτήρα Χριστό μας ὅλοι εἴμαστε δικοί Του. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἀγαπᾶ ὅλους καὶ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, γιατὶ ὅλους θέλει νὰ μᾶς σώσει· ἀρκεῖ νὰ θέλουμε κι ἐμεῖς νὰ σωθοῦμε μετανοών­τας εἰλικρινὰ γιὰ ὅ,τι ἔχουμε κάνει στὴ ζωή μας.
Πέρασε ἀρκετὴ ὥρα ποὺ ὁ Γιῶργος κάτω ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ λέει, καὶ τί δὲν λέει… Τώρα πιὰ ὁ ψυχικός του κόσμος ἀλλάζει τελείως. Τὸ πρόσωπό του γαληνεύει. Τοῦ διαβάζει τὴν εὐχὴ ὁ ἱερέας κι ἑτοιμάζεται νὰ φύγει, ἀλλὰ καὶ ὁ Διονύσης, ὁ τρίτος ἀσθενὴς τοῦ θαλάμου, ζητάει κι αὐτὸς νὰ ἐξομολογηθεῖ.
Ἡ Μερόπη ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν π. Βασίλειο νὰ τῆς λέει ὅτι κοντὰ στὸ Γεράσιμο ἐξομολογήθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι δύο, τὰ ἔχασε. Παρόλο ποὺ εἶχε προσευχηθεῖ θερμά, δὲν περίμενε τόσο σύντομα τὴν ἀλλαγή, μάλιστα ἀπὸ τὸν Γιῶργο. Γεμάτη εὐγνωμοσύνη τρέχει πάλι στὸ Ναὸ τοῦ Νοσοκομείου γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό. Δοξολογεῖ ὁλόψυχα τὸν Κύριο γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔζησε καὶ ἔπειτα ἀναζητεῖ τὸν ἱερέα τοῦ Νοσοκομείου γιὰ νὰ φροντίσει ἔγκαιρα νὰ τοὺς κοινωνήσει.
Σὲ λίγες μέρες ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον οἱ τρεῖς βαριὰ ἀσθενεῖς φεύγουν γιὰ τὸν Οὐρανό, καὶ ἡ Μερόπη πολλὲς φορὲς σκέφτεται τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ μεταβολὴ καὶ πόσο ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ καὶ ἐλεεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους!