Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Στὸ μεγάλο κατάστημα

Τὰ ράφια τοῦ μεγάλου καταστήματος στὸν Πειραιὰ γέμιζαν καὶ ἄδειαζαν σχε­­δὸν κάθε μέρα. Πλησίαζαν γιο­ρ­τὲς καὶ ἡ κίνηση ἦταν κάπως πιὸ αὐξημένη.
Ὅλα τὰ προϊόντα καλοβαλμένα στὶς θέσεις τους προσελκύουν τὰ βλέμματα καὶ στοχεύουν τὰ πορτοφόλια τῶν πελατῶν. Οἱ πελάτες διαλέγουν τὰ τυποποιημένα προϊόν­τα, ποὺ συχνὰ ἔχουν καὶ προσφορές, καὶ περιμένοντας τὴ σειρά τους στὰ ταμεῖα μὲ τὰ καλάθια τους πληρώνουν καὶ φεύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους μὲ γεμάτες σακοῦλες στὰ χέρια τους. Αὐτὴ εἶ­ναι ἡ καταναλωτικὴ ζωὴ καὶ κοινωνία τῆς ἐποχῆς μας. Κάποτε περιμένεις καὶ ὥ­­ρα πολλὴ ὥσπου νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ κατάστημα.
Οἱ ὑπάλληλοι τοῦ καταστήματος, εὐ­­γε­νικοὶ καὶ λιγομίλητοι, προσέχουν πῶς θὰ ἐ­ξυπηρετήσουν καλύτερα τοὺς πελάτες καὶ πῶς θὰ διατηροῦν τὴν ἠρεμία τους, γιὰ νὰ προλαβαίνονται λάθη καὶ παρεξηγήσεις.
Ἡ Νίκη, μιὰ λεπτοκαμωμένη νεαρὴ ὑ­πά­λ­ληλος, ποὺ φοροῦσε μικρὸ χρυσὸ σταυρὸ στὸ λαιμό της καὶ ἄνθιζε πάντα στὰ χείλη της ἕνα λεπτὸ χαμόγελο καὶ δὲν ἔλειπε ποτὲ ὁ καλὸς λόγος ἀπὸ τὸ στόμα της, ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Σεμνή, μετρημένη στὰ λόγια της, καλοσυνάτη καὶ εὐδιάθετη. Κι ὅμως πρόσ­φατα εἶχε χάσει ἀπὸ τὴν κακιὰ ἀρρώστια τὸν ἄντρα της καὶ μεγάλωνε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἀγόρια της ξενοδουλεύοντας. Στὴ δουλειά της πάντα ἦταν ὑποδειγματική. Τὸ πῆρε ἀπόφαση νὰ μὴ βάλει δεύτερο ἄντρα στὸ σπίτι της, ἀλλὰ νὰ τιμᾶ ἰσόβια τὴ μνήμη τοῦ συχωρεμένου τοῦ Παύλου.
Τὰ παιδιά της τὰ μεγάλωνε μὲ τὴ βοήθεια τῆς πιστῆς μάνας της χριστιανικὰ καὶ κάθε Κυριακή, ποὺ ἦταν κλειστὸ τὸ κατάστημα, τὰ ἔπαιρνε μαζί της στὴν ἐκκλησία.
Τὶς μέρες λοιπὸν τῶν ἑορτῶν, ποὺ τὸ κα­τάστημα εἶχε περισσότερη ἐργασία, ἡ Νίκη ἤρεμη ὅπως πάντα, ἐργαζόταν συν­εχὲς ὡράριο, διότι μὲ τὴ δουλειά της ἐξασφάλιζε τὸν ἐπιούσιο γιὰ τὰ παιδιά της, γιὰ τὴ μάνα της καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ κάλυπτε καὶ τὰ ἔξοδα γιὰ τὸ νοίκι τοῦ σπιτιοῦ τους.
Ἤθελε ὅμως, καθὼς πλησίαζαν οἱ γιορ­τὲς τῆς Χριστιανοσύνης, κάτι καλὸ νὰ κάνει κι αὐτή, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς καρδιᾶς της πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος φτωχὸς καὶ ταπεινὸς γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων μας. Τὸ ἤθελε πολύ, μὲ τὴν καρδιά της. Καὶ παρακαλοῦσε στὴν προσευχή της τὸν Θεὸ νὰ τὴ βοηθήσει νὰ κάνει μιὰ μικρὴ ἔστω πράξη ἀγάπης, γιὰ νὰ χαρεῖ ἡ ψυχή της.
Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστεῖ. Ἐκεῖ ποὺ καθόταν μιὰ μέρα στὸ ταμεῖο καὶ περνοῦσαν οἱ πελάτες μὲ τὰ ψώνια τους νὰ πληρώσουν, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴν οὐρὰ κι ἕνας γεροντάκος, ποὺ ἔσερνε ἕνα κα­ροτσάκι μὲ λίγα τρόφιμα, μερικὲς κονσέρβες κι ἕνα γκα­ζάκι. Ἀπὸ τὰ ροῦχα του φαινόταν πολὺ φτωχός. Εἶ­δε τὰ τρόφιμά του ἡ Νίκη, τὰ χτύπησε στὴ μηχανή, τοῦ ἔδωσε τὴν ἀπόδειξη καὶ τοῦ εἶπε σιγὰ στὸ αὐτί:
–Πηγαίνετε, κύριε. Κάποιος θέλει νὰ σᾶς κάνει ἕνα δῶ­­­ρο! Ὅσα ψωνίσατε εἶναι πληρωμένα!
–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κυρία μου, ἀπαντᾶ ὁ φτωχὸς δακρυσμένος. Καὶ τὴ γεμίζει μὲ θερμὲς εὐχές.
Φεύγοντας ἐκεῖνος, ἡ Νίκη βγάζει ἀμέσως ἕνα πορτοφόλι ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ τσέπη της καὶ πληρώνει στὸ ταμεῖο τὰ εἴδη τοῦ γεροντάκου νιώθοντας πολλὴ χαρά.
Δυὸ πελάτες ὅμως ποὺ περίμεναν πίσω ἀπὸ τὸν γεροντάκο στὴ σειρὰ νὰ πληρώσουν καὶ εἶδαν τὴ σκηνή, ἔμειναν ἔκπληκτοι καὶ τῆς εἶπαν φιλικὰ καὶ μὲ θαυμασμό:
–Νὰ τὰ πληρώσουμε ἐμεῖς, κοπελιά!
–Ἐλᾶτε, σᾶς παρακαλῶ, μὴν καθυστεροῦμε καὶ μεγαλώνει ἡ οὐρά! Ἐγὼ τὸ ἀποφάσισα καὶ τὰ πλήρωσα γιὰ τὴν ὑγεία τῶν παιδιῶν μου! Φτωχοὶ ὑπάρχουν πολλοί. Διάθεση γιὰ βοήθεια νὰ ἔχετε. Καὶ θὰ σᾶς δώσει ὁ Θεὸς πολλὲς εὐκαιρίες! Καλὲς γιορτές!
Καὶ συνέχισε ἤρεμη καὶ εὐδιάθετη τὴ δουλειά της.