Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Και πάντοτε κλαις; Ναι, πάντοτε…»

 
«Το 1817 ένας φίλος μου ταξίδευε στη Μακεδονία με την συνοδεία ενός καλόγερου.
Όταν έφτασαν σ’ ένα χωριό, του οποίου το όνομα δεν συγκράτησε, σταμάτησαν για ανάπαυση σ’ ένα αρτοπωλείο, το οποίο ήταν συγχρόνως και το πανδοχείο της περιοχής.
Ένα νέο παιδί, ένας Ηπειρώτης, τράβηξε την προσοχή τους. Το παράστημά του ήταν περήφανο, με όψη αγέρωχης ομορφιάς, του οποίου τα μπράτσα, οι γυμνές κνήμες, το στήθος, έδιναν τον τύπο της κομψότητας και του σφρίγους.

Παρατήρησε με προσοχή τους δύο ταξιδιώτες και στρεφόμενος στον λαϊκό, τον ρώτησε: Ξέρεις να διαβάζεις;
Εκείνος συγκατάνευσε και ο νεαρός Ηπειρώτης τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει σε γειτονικό αγρό.
Κάθισαν σ’ έναν σωρό από πέτρες. Το παιδί τότε έβαλε το χέρι του στον κόρφο του και έβγαλε κάτι, που ήταν δεμένο μ’ έναν σπάγκο. Ήταν ένα μικρό βιβλίο, ο Θούριος του Ρήγα.

Το δίνει στον ξένο και τον παρακαλεί να του το διαβάσει. Ο ταξιδιώτης το πήρε και άρχισε να το απαγγέλει με στόμφο. Ύστερα από λίγα λεπτά σήκωσε τα μάτια του και έμεινε έκπληκτος». (Συνεχίζω στην καθαρεύουσα).

«Ο ακροατής του δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Το πρόσωπόν του εφαίνετο φλογισμένον και όλα τα χαρακτηριστικά του απέδιδον έξαρσιν. Τα μισοανοικτά του χείλη εδονούντο. Χείμαρρος δακρύων έπιπτεν από τα μάτια του, ενώ το σκιώδες στήθος του εταράσσετο και συνεσπάτο».
-Για πρώτη φορά ακούς να σου διαβάζουν το βιβλιαράκι αυτό; ρωτά ο ταξιδιώτης.
- Όχι, του απαντά σκουπίζοντας τα μάτια του με την ανάστροφη της παλάμης του. Το έχω ακούσει πολλές φορές. Παρακαλώ τους διαβάτες και μου το διαβάζουν συχνά…
-Και πάντοτε κλαις;
-Ναι, πάντοτε…»