Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Η κατανόηση της ουσίας του Θεού υπερβαίνει σε βαθμό ασύγκριτο τη σοφία και των ανθρώπων και των αγγέλων και των αρχαγγέλων και γενικά κάθε κτίσματος

Ό Θεός είναι ύπαρξη υπερτέλεια, πού δέν έχει τίποτα τό κοινό μέ τίς κτιστές υπάρξεις. Είναι ένας καί είναι ή κατεξοχήν Ύπαρξη. «Εγώ είμαι Εκείνος πού υπάρχει» είπε ό Θεός Πατέρας στον Μωυσή. «Εγώ είμαι ή ζωή» είπε ό Κύριος.
«Όπως ό Πατέρας είναι πηγή ζωής, έτσι έκανε καί τόν Υιό πηγή ζωής». Ή ύπαρξη καί ή ζωή τών λογικών πλασμάτων διαφέρουν άπό τήν ύπαρξη καί τή ζωή τού Θεού, όπως διαφέρει τό φώς τών πλανητών, πού τούς φωτίζει ό ήλιος (έτερόφωτοι άστέρες), άπό τό φώς τού ίδιου τού ήλιου, τής πηγής τού φωτός (αυτόφωτος άστέρας). Ή ύπαρξη καί ή ζωή τών πλασμάτων είναι μιά άδύναμη άντανάκλαση τής ύπάρξεως καί τής ζωής, πού αποτελούν κατεξοχήν θείες ιδιότητες.

Ό όσιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει: «Ό άγαθός καί πανάγαθος καί υπεράγαθος Θεός, πού είναι όλος αγαθότητα, έξαιτίας τής υπερβολικής άγαθότητάς Του, δεν ήθελε νά υπάρχει μόνο ή δική Του αγαθή φύση καί κανείς νά μή μετέχει σ’ αυτήν. Γι` αυτό, λοιπόν, πρώτα δημιούργησε τίς νοερές καί ουράνιες δυνάμεις, έπειτα τόν ορατό καί αισθητό κόσμο καί μετά τόν άνθρωπο, πού αποτελείται καί άπό νοερό καί άπό αισθητό στοιχείο. Όλα όσα δημιουργήθηκαν άπ’ Αυτόν μετέχουν στή δική Του αγαθότητα, όσον αφορά στήν ύπαρξή τους' γιατί Αύτός τούς χάρισε τήν ύπαρξη, αφού τά δημιουργήματα υπάρχουν άπ’ Αυτόν, όχι μόνο έπειδή Αύτός τά έφερε άπό τήν άνυπαρξία στήν ύπαρξη, άλλά καί έπειδή ή ένέργειά Του συντηρεί καί συγκροτεί τά δημιουργήματά Του. Περισσότερο βέβαια (κοινωνούν μαζί Του) τά ζωντανά πλάσματά Του, γιατί μετέχουν στο αγαθό καί λόγω τής ύπάρξεώς τους καί λόγω τής μετοχής τους στο γεγονός τής ζωής. Τά λογικά όντα, πάλι, μετέχουν πολύ περισσότερο, καί ως πρός τά παραπάνω άλλά καί ως πρός τή λογική, έπειδή συγγενεύουν πιό πολύ μ’ Αυτόν, άν καί βέβαια Αύτός τά ξεπερνά σέ άσύγκριτο βαθμό».
Παρόμοια έκφράζονται καί οί άλλοι άγιοι πατέρες τής Όρθόδοξης Εκκλησίας.

Ό άγιος Αθανάσιος ό Μέγας γράφει: «Είναι παράλογο τά άνόμοια ως πρός τήν ούσία νά τά συνονομάζουμε καί νά τά συνδοξάζουμε. Γιατί τί τό κοινό ή ποιά ομοιότητα ύπάρχει ανάμεσα στο κτίσμα καί στον Κτίστη;»

Ό άγιος Βασίλειος ό Μέγας έπισημαίνει: «Όσα είναι κοινά στην κτίση, δεν έχουν κοινωνία με τό Αγιο Πνεύμα καί οσα άνήκουν στο Πνεύμα, δεν έχουν κοινωνία με τήν κτίση... Όσα ύπάρχουν μόνο στον Πατέρα ως Θεό, όχι ώς Πατέρα, καί στον Υιό ώς Θεό, οχι ώς Υιό, αυτά ύπάρχουν μόνο στο Πνεύμα, οχι καί στην κτίση- ώστε τά ονόματα καί τά πράγματα πού δέν έχουν κοινωνία μέ τήν κτίση, είναι κοινά μόνο στην Αγία Τριάδα»

Ό άγιος Σίλβεστρος, πάπας Ρώμης, σ’ έναν διάλογο μέ τούς δασκάλους των Εβραίων γιά τήν άληθινή πίστη, είπε καί τά έξης: «Ό άγγελος δέν είναι άπαράλλακτη εικόνα τού Θεού, ούτε έχει τήν ίδια φύση καί τήν ίδια δύναμη μ’ Εκείνον. Άλλη είναι ή φύση τού Θεού καί άλλη ή φύση τού άγγέλου»
Ό μακάριος Θεοφύλακτος έρμηνεύει: «Όλη ή κτιστή φύση ώς πρός τόν Θεό είναι κτηνώδης, γι` αυτό οί ουράνιες δυνάμεις θά μπορούσαν νά ονομαστούν πρόβατα»

Ό όσιος Μακάριος ό Μέγας υπογραμμίζει τή διαφορά τής άνθρώπινης ψυχής άπό τόν Θεό, άπό τή θεία φύση: «Αυτός είναι Θεός, αυτή δέν είναι θεός. Αυτός είναι Κύριος, αυτή είναι δούλη. Αυτός είναι κτίστης, αυτή είναι κτίσμα. Αυτός είναι δημιουργός, αυτή είναι δημιούργημα. Δέν υπάρχει τίποτα τό κοινό άνάμεσα στή δική Του φύση καί στή δική της, άλλά, έξαιτίας τής άπειρης καί άνέκφραστης καί άσύλληπτης αγάπης και ευσπλαχνίας Του, δέχτηκε νά κατοικήσει μέσα σ’ αυτό τό δημιούργημα καί νοερό κτίσμα».

Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος λέει: «Ή κατανόηση τής ουσίας του Θεού υπερβαίνει σέ βαθμό άσύγκριτο τή σοφία καί των άνθρώπων καί των άγγέλων καί των άρχαγγέλων καί, γενικά, κάθε κτίσματος». «Κανείς δέν έχει δει τόν Πατέρα- μόνο Αυτός πού είναι σταλμένος άπό τόν Θεό, Αυτός μόνο έχει δει τόν Πατέρα”. Όραση ονομάζει εδώ ό Κύριος τή γνώση. Καί δέν είπε άπλώς ότι “Κανείς δέν γνωρίζει τόν Πατέρα”, σωπαίνοντας μετά, γιά νά μή νομίζει κανείς ότι αυτό λέγεται μόνο γιά τούς άνθρώπους. Αλλά, θέλοντας νά δείξει ότι ούτε οί άγγελοι ούτε οί άρχάγγελοι ούτε οί ουράνιες δυνάμεις Τόν γνωρίζουν, τό έκανε αυτό φανερό μ’ εκείνο πού πρόσθεσε. Γιατί, αφού είπε, “Κανείς δέν εχει δει τόν Πατέρα”, πρόσθεσε, “μόνο Αυτός πού είναι σταλμένος άπό τόν Θεό, Αύτός μόνο έχει δει τόν Πατέρα”».



“Ό Βασιλιάς αύτών πού βασιλεύουν στή γή καί ό Κύριος αύτών πού κυριαρχούν στή γή”, λέει, “Αύτός είναι ό μόνος αθάνατος καί κατοικεί σέ φώς απρόσιτο”. Στάσου έδώ καί ρώτησε τόν αιρετικό, τί τέλος πάντων σημαίνει τό “κατοικεί σέ φώς απρόσιτο”. Καί πρόσεξε την άκριβολογία τού Παύλου. Δέν είπε πώς “είναι φώς απρόσιτο”, άλλά πώς “κατοικεί σέ φώς απρόσιτο”, γιά νά μάθεις πώς, άν ή κατοικία είναι άπρόσιτη, πολύ περισσότερο ό Θεός πού κατοικεί σ’ αυτήν. Κι αυτά τά έλεγε, όχι γιά νά εικάσεις ότι ό Θεός διαμένει σε ορισμένη κατοικία καί τοποθεσία, άλλά γιά νά μάθεις μέ άπόλυτη βεβαιότητα ότι ό Θεός είναι άκατάληπτος.

Είπε, επίσης, ότι κατοικεί σέ φως όχι άκατάληπτο άλλά “άπρόσιτο”, πού είναι πολύ άνώτερο άπό τό άκατάληπτο. Γιατί τό ακατάληπτο λέγεται στην περίπτωση πού κάτι, αφού ερευνηθεί καί εξεταστεί μέ προσοχή, δεν γίνεται κατανοητό απ’ αυτούς πού τό ερευνούν, ένώ τό άπρόσιτο λέγεται γιά κάτι πού ή άρχή του δεν επιδέχεται καμιάν έρευνα, ούτε είναι δυνατό νά τό προσεγγίσει κανείς. Γιά παράδειγμα, ακατάληπτο λέγεται τό πέλαγος, πού τόν βυθό του δεν μπορούν νά τόν βρουν οί κολυμβητές, άκόμα κι αν κατέβουν σέ μεγάλο βάθος, ένώ άπρόσιτο λέγεται εκείνο πού ή άρχή του δεν είναι δυνατόν ούτε νά αναζητηθεί ούτε νά ερευνηθεί.

Τί θά μπορούσες νά πεις γι` αυτά; Ναί, θά πεις, είναι άκατάληπτος ό Θεός στούς άνθρώπους, όχι όμως καί στούς αγγέλους, ούτε καί στίς ουράνιες δυνάμεις. Αλλά, πές μου, έσύ είσαι, λοιπόν, άγγελος καί άνήκεις στή χορεία τών άσωμάτων δυνάμεων; Δεν είσαι άνθρωπος; Δεν έχεις τήν ίδια ουσία μ’ έμενα; "Η μήπως ξέχασες τή φύση σου; "Εστω, ας υποθέσουμε πώς είναι άπρόσιτος μόνο στούς άνθρώπους, μολονότι, βέβαια, αυτό δεν άναφέρεται, ούτε είπε ό Παύλος ότι κατοικεί σέ φώς άπρόσιτο στούς άνθρώπους καί προσιτό στούς άγγέλους- πλήν όμως, αν θέλεις, ας κάνουμε τήν παραχώρηση νά τό δεχθούμε. Δεν είσαι κι έσύ άνθρωπος; Τί σημασία έχει, λοιπόν, αν δεν είναι άπρόσιτος στούς άγγέλους, γιά σένα, πού Τόν περιεργάζεσαι καί φιλονικείς, λέγοντας πώς ή θεία ουσία είναι καταληπτή στήν άνθρώπινη φύση;

Ώστόσο, γιά νά μάθεις πώς ό Θεός είναι άπρόσιτος όχι μόνο στους άνθρώπους αλλά καί στίς ουράνιες δυνάμεις, άκου τί Λέει ό Ήσαΐας —καί άναφέρω τόν Ησαϊα, έννοώ τήν άπόφανση τού Αγίου Πνεύματος, γιατί κάθε προφήτης εξαγγέλλει οτι ενεργεί τό Πνεύμα: Τό έτος τού θανάτου τού βασιλιά Όζία, είδα τόν Κύριο νά κάθεται πάνω σέ θρόνο ψηλό καί υπερυψωμένο ολόγυρά Του στέκονταν τά Σεραφείμ, πού καθένα τους ειχε έξι φτερούγες, δύο γιά νά σκεπάζουν τά πρόσωπά τούς, δύο γιά νά σκεπάζουν τά πόδια τους καί άλλες δύο γιά νά πετάνε”. Πές μου, γιά ποιό λόγο κάλυπταν τά πρόσωπά τους μέ τίς φτερούγες; Γιά ποιόν άλλο, παρά επειδή δεν μπορούσαν να υποφέρουν τήν άστραποβολο καί τό εκτυφλωτικό λαμπύρισμα τού θρόνου. Καί, βέβαια, μολονότι δεν έβλεπαν καθαρά τό ίδιο τό φως ούτε τήν ιδία τήν ούσία, τά έβλεπαν αυτά συγκαταβατικά. Τί σημαίνει συγκαταβατικά; Ότι ό Θεός δεν φαίνεται όπως είναι, αλλά δείχνει τόν εαυτό Του άνάλογα με την ικανότητα έκείνων πού Τόν βλέπουν ρυθμίζει, δηλαδή τή φανέρωσή Του σύμφωνα μέ τήν άδυναμία τών θεατων.

Καί ότι τό όραμα τού προφήτου Ήσαΐου ήταν συγκαταβατικό , γίνεται φανερό άπό τά Ιδια του τά λόγια είδα τόν Κύριο να κάθεται πάνω σέ θρόνο ψηλό καί υπερυψωμένο”. Αλλά ό Θεός δεν κάθεται, γιατί αυτό που κάνουν μόνο τά όντα πού έχουν σώμα, καί μάλιστα πανω σέ θρόνο, γιατί, όντας άπειρος, δεν είναι δυνατό να περιοριστεί σε θρόνο. Καί όμως, ούτε τή συγκαταβατική θέαση δεν μπορούσαν να υποφέρουν, μολονότι στεκόταν κοντά Του- “ολόγυρά Του”, λέει, “στέκονταν τα Σεραφείμ Μα αυτό ακριβώς δεν μπορούσαν να Τόν δουν, έπειδή ήταν κοντά Του. Καί Λέγοντας “ολόγυρά Του”, δεν εννοεί τοπικά. Μ’ αυτή τήν έκφραση τό Αγιο Πνεύμα θέλει να μάς δείξει ότι, μολονότι οί δυνάμεις αυτές βρίσκονται πιό κοντά άπό μάς στή θεία ουσία, εντούτοις δεν μπορούν να τή δούν... Εμείς, δηλαδή, δεν γνωρίζουμε τό άκατάληπτο του Θεού τόσο πολύ, οσο τό γνωρίζουν οί δυνάμεις αύτές, πού είναι πιό καθαρές, πιό σοφές καί πιό διορατικές άπό τήν ανθρώπινη φύση. Γιατί, όπως ακριβώς τό άπρόσιτο τών ηλιακών άκτίνων δεν τό γνωρίζει τόσο ό τυφλός οσο εκείνος πού βλέπει, έτσι καί τό άκατάληπτο τού Θεού δεν τό γνωρίζουμε τόσο εμείς οσο οί ουράνιες δυνάμεις —τόσο μεγάλη είναι ή διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς καί σ’ αύτές, οση ανάμεσα στον τυφλό καί σ’ εκείνον πού βλέπει. Ώστε, όταν ακούς τόν προφήτη να λέει, “Είδα τόν Κύριο”, μή νομίζεις ότι είδε τήν ούσία τού Θεού. Είδε τόν Θεό συγκαταβατικά, στά μέτρα τής άνθρώπινης άδυναμίας του, καί όχι τόσο καθαρά οσο Τόν βλέπουν οί ουράνιες δυνάμεις. Γιατί δεν θά ήταν δυνατό να δει ό προφήτης τόν Θεό όπως τά Χερουβίμ».

Ό άγιος Αθανάσιος ό Μέγας, απαντώντας σε κάποιον άρχοντα Άντίοχο, πού τόν ρώτησε πώς οί προφήτες εμφανίζονται συχνά να βλέπουν τόν Θεό, άπάντησε: «'Ύστερ’ άπ’ όλους τούς προφήτες, υστέρα κι άπ’ αυτήν άκόμα τήν έλευση τού Χριστού, ό άγιος άπόστολος καί ευαγγελιστής Ιωάννης ό Θεολόγος είπε: “Κανείς ποτέ δεν είδε τόν Θεό”. Καί γιά να έπιβεβαιώσει τόν φοβερό καί παράδοξο λόγο Του, πρόσθεσε: “Μόνο μονογενής Υιός, πού είναι μέσα στην αγκαλιά τού Πατέρα, Εκείνος μάς Τόν έκανε γνωστό”. Γι` αυτό καί ό άπόστολος Παύλος λέει: “Κανένας άπό τούς άνθρώπους ούτε Τόν είδε ούτε μπορεί να Τόν δει”. Κανένας άνθρωπος, λοιπόν, δεν μπορεί να δει πουθενά τήν ουσία τού Θεού γυμνή. Αλλά ό Θεός, παίρνοντας συγκαταβατικά μορφή σύμφωνη μέ τήν άδυναμία των άνθρώπων, εμφανιζόταν στούς προφήτες μ’ αύτήν. Καί μολονότι τότε ήταν άναμφίβολα άσαρκος, τούς φανερωνόταν συχνά σάν άνθρωπος μέ σάρκα. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι εκείνοι δεν έβλεπαν τήν ουσία τού Θεού, αλλά τή δόξα Του».

Αυτή τή συγκαταβατική προσαρμογή τού Θεού στά άνθρώπινα μέτρα, πρίν άπό τήν έμφάνισή Του στίς ψυχές των άγιων, περιγράφει μέ ιδιαίτερη σαφήνεια ό όσιος Μακάριος ό Μέγας: «Όπως ή άπειρη καί άνέκφραστη τέχνη τής πολύπλευρης σοφίας τού Θεού δημιούργησε θεληματικά άπό τό μηδέν παχύτερα καί λεπτότερα καί άπαλότερα σώματα μέ ξεχωριστή τό καθένα υπόσταση, έτσι, πολύ περισσότερο, Αυτός ό ϊδιος, χάρη στήν άφατη χρηστότητα καί τήν άσύλληπτη άγαθότητά Του, όπως θέλει καί ότι θέλει τό μεταβάλλει καί τό μικραίνει, άκόμα καί τόν εαυτό Του, παίρνοντας άνθρώπινο σώμα συγκαταβατικά, γιά χάρη τών άγιων καί άξιων καί πιστών ψυχών, προκειμένου να γίνει ορατός Αυτός, ό άόρατος, (τ' εκείνες καί να ψηλαφηθεί, ανάλογα μέ τή λεπτότητα τής φύσεως τών ψυχών, Αυτός, ό άψηλάφητος, καί να αισθανθούν τή γλυκύτητά Του καί να απολαύσουν τήν άγαθότητα του φωτός μέ τήν έμπειρία της ανέκφραστης άπολαύσεως. Όταν θέλει, γίνεται φωτιά πού καίει κάθε φαύλο καί ξένο πρός τήν ψυχή πάθος• γιατί “ό Θεός μας”, λέει, “είναι φωτιά πού κατακαίει”. Όταν θέλει, γίνεται ανάπαυση άνέκφραστη καί απερίγραπτη, γιά ν’ άναπαύσει τήν ψυχή μέ τήν άνάπαυση τής θεότητας. Όταν θέλει, γίνεται χαρά καί ειρήνη, περιβάλλοντας καί θερμαίνοντας τήν ψυχή».

«Έτσι φανερώθηκε στον καθένα άπό τούς άγιους πατέρες, όπως Αυτός θέλησε καί όπως σ’ έκείνους συνέφερε —άλλιώς στον Αβραάμ, άλλιώς στον Ισαάκ, άλλιώς στον Ιακώβ, άλλιώς στον Νώε, στον Δανιήλ, στον Δαβίδ, στον Σολομώντα, στον Ήσαϊα καί σε κάθε άλλον άπό τούς άγιους προφήτες, άλλιώς στον Ήλία καί άλλιώς στον Μωυσή... Στον καθένα, λοιπόν, άπό τούς άγιους φανερώθηκε όπως Αυτός θέλησε, γιά να τόν άναπαύσει καί να τόν σώσει καί να τόν οδηγήσει στήν έπίγνωση τού Θεού. Γιατί ολα, οσα θέλει, είναι εύκολα σ’ Αυτόν. Καί μέ τή θέλησή Του μικραίνει τόν εαυτό Του, παίρνει σώμα καί μεταμορφώνεται, γιά να Τόν δούν μέ τό άπρόσιτο φώς τής δόξας Του εκείνοι πού Τόν αγαπούν. Έτσι φανερώνεται μέ τή δύναμή Του, από τή μεγάλη καί άνέκφραστη άγάπη Του, σ’ έκείνους πού είναι άξιοι να Τόν δουν».

Μια τέτοια προσαρμογή τού Θεού στά μέτρα των λογικών πλασμάτων Του, προκειμένου να επικοινωνήσει μαζί τους, είναι άπαραίτητη όχι μόνο γιά τίς ανθρώπινες ψυχές, αλλά καί γιά τούς άγγέλους, όπως διδάσκουν τόσο ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος όσο καί ό όσιος Μακάριος ό Μέγας. Γιατί ό Θεός, πού ξεχωρίζει καί υπερέχει σε άπειρο βαθμό άπ’ όλα τά πλάσματα, δεν μπορεί να είναι ώς προς τήν ουσία Του ούτε ορατός ούτε και αληπτός ούτε προσιτός σ’ αυτά μ’ όποιονδήποτε τρόπο, όπως εξηγεί ό όσιος Μακάριος: «Ό άπειρος καί απρόσιτος καί άκτιστος Θεός από άπειρη καί ασύλληπτη αγαθότητα έδωσε σώμα στον εαυτό Του, περιορίζοντας, θά λέγαμε, τήν άπρόσιτη δόξα Του, γιά να μπορέσει να ενωθεί μέ τά αόρατα κτίσματά Του, δηλαδή μέ τίς ψυχές τών αγίων καί τούς άγγέλους, ώστε αυτά να μπορέσουν να μετάσχουν στή θεία ζωή. Γιατί τό καθένα -ό άγγελος, ή ψυχή, ό δαίμονας—, ανάλογα μέ τή δική του φύση, είναι σώμα Είναι, βέβαια, πνεύματα, αλλά ώς προς τήν υπόσταση, τόν χαρακτήρα καί τήν εικόνα έχουν σώματα λεπτά, σύμφωνα μέ τή λεπτότητα τής φύσεώς τους, ενώ τό σάρκινο σώμα μας, σύμφωνα μέ τήν ύλικότητα τής φύσεώς του, είναι παχύ».

Πράγματι, άν τά κτιστά πνεύματα είναι πεπερασμένα, τότε καί ή ουσία καί οί ίδιότητές τους είναι πεπερασμένες- καί άν ή ουσία καί οί ίδιότητές τους είναι πεπερασμένες, τότε καί ή άυλότητά τους είναι πεπερασμένη- καί άν ή άυλότητά τους είναι πεπερασμένη, τότε αυτά πρέπει άπαραίτητα να συνίστανται από κάποιαν ύλη οικεία στή φύση τους. Αν, άπεναντίας, άποδώσουμε στά κτιστά πνεύματα άπόλυτη άυλότητά, τότε πρέπει άπαραίτητα να τούς άποδώσουμε καί άπειρη ουσία, καθώς μόνο αυτή μπορεί καί πρέπει να έχει άπειρες ιδιότητες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ .ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΔΗ. ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ