Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Έλληνες, αρχοντικά βλαστάρια

του Δημήτρη Α. Ανδρικίδη
 
Δίχως, στ’ αλήθεια, να το συνειδητοποιήσω,
κάποια ήσυχη και ζεστή ημέρα,
εκεί, προς το τέλος της άνοιξης,
άρχισα ξαφνικά να σκέφτομαι το γένος μας,
τους αμέτρητους, ένδοξους προγόνους μας,
αναπολώντας τους, ενδελεχώς, έναν έναν
και με την ανάλογη, χρονικά σειρά τους.
Πρώτοι πρώτοι και μπροστά,
σε τούτη την τρανή παρέλαση των εποχών
βρισκόταν ο Όμηρος, με τους αρχαίους σοφούς μας,
οι φιλόσοφοι, ο Περικλής, οι τραγικοί ποιητές μας,
ο Ικτίνος με τον Παρθενώνα του και τους τεχνίτες του,
ο Σωκράτης, ο Θουκυδίδης, ο Αριστείδης, ο Φειδίας,
οι συγγραφείς, οι ζωγράφοι, οι πανέξυπνοι στρατηγοί
εκείνου του αμίμητου τετάρτου π.Χ αιώνα,
κι ακολουθούσαν έπειτα, τροπαιοφόροι,
ο μοναδικός, ο υπέροχος ηγεμόνας,
ο Μακεδόνας Μέγας Αλέξανδρος
μαζί με όλους εκείνους, τους γεμάτους αίγλη,
άκρως επιφανείς διαδόχους του.
Κι αμέσως μετά, ο απαστράπτων, ο ελληνόφρων,
ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο θεόσταλτος ηγήτωρ,
να χει στο πλάι του, στα δεξιά του,
του άλλους δύο, γνήσιους Έλληνες και αυτοκράτορες,
τον Ιουστινιανό με την Αγιά Σοφιά του και τον Τσιμισκή τον Ιωάννη,
και παρακεί, αναντρανιστοί, να ξεχωρίζουν λάμποντας
ο Διγενής Ακρίτας, ο ήρωας, ο περιφρονητής του θανάτου.
Δίπλα δίπλα, με το στερνό λιοντάρι της Κωνσταντινούπολης,
τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, τον Λεοντόκαρδο,
τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, των θρύλων.
Και μετά, η πιο φρέσκια ιστορία,
μια άλλη, πανίσχυρη ομάδα μαχόμενου φωτός,
οι χιλιάδες λαμπροί Νεομάρτυρες του Χριστού μας,
ο Εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος, ο Βελεστινλής,
μαζί με τον Γρηγόριο τον Ε΄, τον Μάρτυρα Πατριάρχη,
ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Μέγας Ευεργέτης μας,
ο μέχρι τα άστρα αληθινός, ο Διονύσιος Σολωμός ο ένας,
ο Γέρος του Μορηά μαζί με τον Κανάρη, τον μπουρλοτιέρη,
ο Υψηλάντης, ο Νικηταράς, ο Μιαούλης,
ο Καραϊσκάκης, ο Μπότσαρης, ο Αθανάσιος Διάκος,
ο Παπαφλέσσας, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους,
ο αγιασμένος Καποδίστριας με τον σοφό Μακρυγιάννη, μαζί,
κι όλοι εκείνοι, οι πυρφόροι, οι αγωνιστές του εικοσιένα,
κι ο Γιαμπουδάκης αγκαλιά με τον Δασκαλογιάννη, σαν άγιες,
εικόνες όχι μόνο της Κρήτης, μα των λαών, όλων,
οι Μακεδονομάχοι ήρωες, με τον Παύλο Μελά μπροστάρη.
Kαι την πομπή του χρόνου, να κλείνουν τα μυροβόλα,
τα γιασεμιά, τα κρίνα μας, τα τριαντάφυλλα μας,
ο Κάλβος, ο Παλαμάς, ο Παπαδιαμάντης, τόσοι άλλοι,
μια ψυχή, μια πνοή, με τους αμέτρητους, ατρόμητους πατριώτες,
του πανσεβάσμιου Έπους του Σαράντα.

Το απρόσμενο, νοητικό ταξίδι μου,
κάποια στιγμή, τελείωσε.
Αλλά και πάλι αίφνης, να,
μια λίαν παράξενη μουσική σύνθεση,
αλλόκοτη, καταλυτική, πρωτόγνωρη,
μια κρυφή ηχητική συμφωνία διαρκείας,
πού ‘χε σαν βασικό της ιδίωμα, νομίζω,
πολυάριθμους και πολύ σιγανούς,
θλιβερούς, ανθρώπινους λυγμούς,
μαζί, με ελάχιστους νικηφόρους ύμνους
σκέπασε,
σαν ένα ολόδροσο σεντόνι,
όλα τα βασανισμένα μου κύτταρα.
Κι ένοιωσα, ευθύς,
το λυκαυτές μια τεράστιας, Ζωοδότρας ελπίδας
να γαληνεύει την φουρτουνιασμένη ψυχή μου.
Και μετά, να πάλι όλοι εκείνοι οι ήχοι έσβησαν
κι απόμειναν μονάχα,
οι μοιραίοι, οι σημερινοί,
εκείνοι των αργόσυρτων βηματισμών,
μυριάδων ταλαίπωρων, ανθρώπινων σωμάτων.

Γιατί, ω ναι, στ’ αλήθεια, σαν οπτασία,
άρχισαν να περνούν από μπροστά μου,
σαν άψογα, πειθαρχημένα, στρατιωτικά συντάγματα
όλα εκείνα,
τα δύστυχα, αλυσοδεμένα ποδάρια
του προσπαθούν απεγνωσμένα να ξεφύγουν
απ’ την δουλειά της καθημερινής του ευτέλειας,
όλες εκείνες οι υπάρξεις, οι βασανισμένες,
που ζουν και συνάμα δεν ζουν, αλλοίμονο,
στις παγωμένες, υπόγειες στοές,
με του χιονιού την σιωπή, να τις εκμηδενίζει,
όλες εκείνες δηλαδή, οι ψυχές,
που απίστευτα ποθούσαν,
να βγάλουν ξανά, σαν πρώτα, φτερά.

Πως γίναν,
τα γλυκά, κρυστάλλινα, καλοδουλεμένα αγάλματα,
θρύψαλα, άσχημα και μαύρα;
Πως χωριστήκαν, απ’ την αιωνιότητα τους,
τόσες θεοσμίλευτες λαμπάδες;

Μια φωτιά, υπερκόσμια και ασύλληπτη,
ένα παντοδύναμο πυρ, αόρατο,
στροβιλίζει τα σύμπαντα, κραυγάζοντας,
είμαι Εγώ εδώ και παντού.
Θαρσείτε.

Οι σκυφτοί, ρακένδυτοι πηλοί, εγερθείτε,
μην στοχάζεσθε τον Αδάμ, την Εδέμ μόνο,
τα πόδια σας πατούν στο κέντρο της γης,
στα χώματα των Ιερών παραδειγμάτων.

Ρίξτε μια ματιά γύρω σας, στα κυπαρίσσια,
της προσφοράς και του χρέους, τα υπεράριθμα,
τα ακατάλυτα, τα χρυσά, τα αθάνατα,
που τα φύτεψε εδώ, στα δικά μας τα μέρη,
στις πεντάρφανες, στις καπνισμένες πλαγιές μας,
στις πιο θλιμμένες μας στιγμές και όταν έπρεπε,
ο πανάγιος, ο πάλλευκος, ο ατελεύτητος ουρανός.
Ταξιδέψετε,
στα περιβόλια των ιδεών και της χαράς,
ταξιδέψετε,
με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκτητο,
ταξιδέψετε,
σαν τα άδολα, ανέμελα παιδιά,
μέχρι τις ολάνθιστες πύλες του παραδείσου.

Τα μισάνθρωπα εκτρώματα του σκότους,
χρόνια τώρα,
έχουν λάβει νέα εντολή,
Από τον βδελυρό αρχιστράτηγό τους.
Σκοτώσετε την άνοιξη, τα όνειρα, τις αξίες,
την καλοσύνη, την ευγένεια, την ευαισθησία.
Πνίξετε ότι όμορφο, διαχρονικό και πολύτιμο,
μες στους κατάμαυρους ωκεανούς της λήθης.

Μα των αδέκαστων φρουρών, του σύμπαντος,
που δίνουν πίσω το δίκιο στους αδικημένους,
που ξαγρυπνούν συνέχεια στα μετερίζια της πλάσης,
σαν νικητές, σαν άρχοντες αλλά και σαν στρατιώτες,
εκείνων είναι η εξουσία, στους αιώνες.

Κι αν πέσατε, δυστυχισμένοι,
κι αν πέσαμε,
με μια ορμή τρελή,
καταπάνω στις παγίδες του εχθρού, τις καλοφτιαγμένες,
κι αν λατρέψατε κι αν λατρέψαμε,
σαν τρισμέγιστους θεούς, τα αγάλματα του Μαμμωνά,
δεν πειράζει.
Ας αλλάξουμε ευθύς πορεία,
είμαστε Έλληνες, μπορούμε.
Όχι, όχι, τυχαίο δεν είναι,
που η Ελλάδα ψηφίζει φώς,
ας ξαναβάλουμε πλώρη για τα πατρογονικά μας,
για τα ανεκτίμητα στερεώματα της αγαθότητας.

Καιροί μουντοί, πληγωμένοι, κατακίτρινοι,
σαν τα φθινοπωρινά φύλλα στο χώμα.
Τα ζεστά, γελαστά τραίνα,
που μας πάνε συνεχώς, δωρεάν, πέρα δώθε,
στις απέραντες κοιλάδες της εύσπλαχνης χάρης,
όλο και λιγοστεύουν.

Για αυτό, ας μην σιωπούν, όσα είναι,
του διάφανου πηλού λασπωμένα λυχνάρια,
και που φέγγουν, έστω και αχνά, ακόμα.
Μα να χουν την δύναμη να καταδικάζουν,
και δίχως ανάπαυση να πολεμούν,
τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους,
το σκοτάδι.

Κι αν είναι μικρά και άσημα,
κι αν είναι χλωμά και περιφρονημένα,
κι ακόμα, αν είναι,
σαν των πιο λεπτών κεριών τις φλόγες,
δεν πειράζει.
Μόνο, λεπτό να μην ξεχνούν, γιατί είναι χρέος,
πως μονάχα εκείνα, μπορούν,
ποδοπατώντας, τα όποια κακά, τα εντός τους,
να μας οδηγήσουν κάποτε,
στις άνω πολιτείες του ήλιου,
στην αλήθεια,
χιλιάδες έτη φωτός, πιο μακριά,
από τις πρόστυχες κοινότητες, της μεγάλης αυταπάτης.

Δημήτρης Α. Ανδρικίδης