Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να τα καταφέρει, εάν δεν πιεσθεί αφόρητα από ολόκληρη την κοινωνία

analyst.gr

Υπάρχουν πολλές ελπίδες για το μέλλον μας, αλλά όχι χωρίς να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα μας
– ενώ η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει, αφού διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις, αλλά όχι όταν οι Πολίτες της έχουν αποχαυνωθεί, περιμένοντας μοιρολατρικά να χάσουν τα πάντα

«Οι φορολογικοί και λοιποί διωγμοί που υφίστανται ήδη οι Έλληνες θα ενταθούν στο μέλλον – αφού έχουν καταδικασθεί να πληρώσουν για τα χρέη της χώρας τους, παρά το ότι ένα μεγάλο μέρος τους δεν οφείλεται καθόλου στην ίδια, αλλά στην πολιτική που της επιβλήθηκε μετά το 2010 από την Τρόικα (άρθρο).

Με υποκλίσεις και με παρακλήσεις πάντως δεν κερδίζουμε τίποτα, εκτός εάν μας αρκούν τα ψίχουλα της Γερμανίας, έναντι πολλαπλών ανταλλαγμάτων ή/και οι δηλητηριώδεις συνταγές του ΔΝΤ – υπενθυμίζοντας πως η κρίση μας έχει κοστίσει πάνω από 1 τρις €«.

Ανάλυση

Αυτό που λείπει από την Ελλάδα, τόσο όσον αφορά τις κυβερνήσεις της μετά την υπαγωγή της στην Τρόικα, όσο και τους Πολίτες της, είναι η ενεργητική διεκδίκηση των δικαιωμάτων της. Ειδικά όσον αφορά το χρέος, για το οποίο μετά το 2009 δεν ευθύνεται ασφαλώς η χώρα μας αλλά οι δανειστές της και η πολιτική που της επέβαλλαν (ανάλυση), τουλάχιστον η διεκδίκηση της «αναδιάρθρωσης» του με βάση την απόφαση του ΟΗΕ (πηγή) – ακόμη και αν θα έπρεπε να προβεί η Ελλάδα σε μία οδυνηρή στάση πληρωμών για να το επιτύχει.
Οφείλει επίσης να απαιτηθεί η αποζημίωση της από το ΔΝΤ στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, αφού το ίδιο το ΔΝΤ παραδέχθηκε τα δεκάδες λάθη του (άρθρο) – τα οποία μας έχουν μετατρέψει ήδη σε ένα αποτυχημένο κράτος, από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς.
Το δημόσιο χρέος πάντως είναι πλέον το σημαντικότερο πρόβλημα μας, υπενθυμίζοντας πως η χώρα το 2010 αντιμετώπιζε ουσιαστικά μία μεγάλη στενότητα ρευστότητας – επειδή έληγαν πολλά μαζί ομόλογα, τα οποία δεν είχαν φροντίσει να επιμηκύνουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της. Ακόμη όμως και αν δεχθούμε πως το έλλειμμα του 2009 έφτασε στο 15,4%, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το δημόσιο χρέος στο 128% του ΑΕΠ, ήταν ασφαλώς χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ιταλίας σήμερα – ενώ το ιδιωτικό χρέος, το οποίο το 2016 έχει εκτιναχθεί στα ύψη, με το μη εξυπηρετούμενο να πλησιάζει στο 135% του ΑΕΠ, το 2009 ήταν από τα χαμηλότερα μεταξύ των βιομηχανικών χωρών.
Σε κάθε περίπτωση, εάν δεν επιλυθεί το πρόβλημα του χρέους, δεν πρόκειται να ανακτήσει την πιστοληπτική του ικανότητα ο δημόσιος τομέας – γεγονός που σημαίνει ότι, το κράτος θα συνεχίσει να μην μπορεί να δανείζεται από τις αγορές, παραμένοντας στον ορό των δανειστών, όσο αυτός διαρκέσει.
Ταυτόχρονα δεν έχει τη δυνατότητα να δανείζεται ο ιδιωτικός τομέας, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα μπορούσαν οι χρεοκοπημένες και αφελληνισμένες πλέον ελληνικές τράπεζες – οπότε η ρευστότητα θα συνεχίσει να μειώνεται. Παράλληλα, ο δημόσιος τομέας απαγορεύεται να επενδύει και ο ιδιωτικός δεν είναι σε θέση να το κάνει – οπότε χωρίς επενδύσεις η χώρα θα παραμείνει βυθισμένη στην ύφεση.
Με τη ζήτηση (κατανάλωση) τώρα να μειώνεται συνεχώς, ακόμη και αν υποθέσουμε πως θα είχε τη δυνατότητα να δανεισθεί και να επενδύσει ο ιδιωτικός τομέας, δεν θα το έκανε – αφού κανένας δεν επενδύει, όταν γνωρίζει πως τα προϊόντα που θα παράγει δεν θα μπορούν να καταναλωθούν. Παραμένουν λοιπόν μόνο οι εξαγωγές, μαζί με τον τουρισμό – όπου όμως αφενός μεν ο παραγωγικός μας ιστός έχει πλέον αποψιλωθεί, αφετέρου έχουμε πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όταν την ίδια στιγμή όλα τα άλλα κράτη προσπαθούν να αναπτυχθούν σε αυτούς ακριβώς τους τομείς.
Υπενθυμίζουμε εδώ ακόμη μία φορά τους συντελεστές της ανάπτυξης, όπου ΑΕΠ = κατανάλωση + επενδύσεις + δημόσιες δαπάνες + (Εξαγωγές – Εισαγωγές) – μία εξίσωση που αποδεικνύει πως είναι αδύνατον να ξεφύγει η χώρα από την ύφεση και τη μιζέρια, εάν δεν ληφθούν ριζικά μέτρα.
Με κριτήριο τώρα την υπεραπλουστευμένη παραπάνω εικόνα της οικονομίας μας, τεκμηριώνεται πως το νούμερο ένα πρόβλημα μας, είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, είτε την εγκαταλείψουμε, είναι το χρέος – τόσο το δημόσιο, όσο και το ιδιωτικό πια.
Επομένως, εάν δεν διεκδικήσουμε τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους τους, ακόμη και αν πρέπει να προβούμε σε στάση πληρωμών με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται, θα συνεχίσουμε να βιώνουμε μία οδύνη δίχως τέλος – οπότε είναι ασφαλώς προτιμότερο ένα οδυνηρό τέλος, προτού ακόμη λεηλατηθεί η χώρα μας εντελώς (ανάλυση), μετατρεπόμενη σε αποικία των δανειστών της, με τους Πολίτες της φτηνούς σκλάβους χρέους (άρθρο).
Το τι σημαίνει «διεκδίκηση» πάντως δεν το έχει αποδείξει μόνο η Ιρλανδία, η οποία κατάφερε να διατηρήσει το χαμηλό φορολογικό συντελεστή της, καθώς επίσης να τυπώσει μόνη της χρήματα που θα εξοφλεί μετά το 2040 – ή η Ισπανία, η οποία αρνήθηκε να υπαχθεί στην Τρόικα, ενώ επέβαλλε τη διάσωση των τραπεζών της απ’ ευθείας από την ΕΚΤ.
Πρόσφατα το απέδειξε επίσης η μικρή σχετικά περιοχή του Βελγίου, η Βαλονία (Wallonia), η οποία ήταν η μοναδική που απέρριψε τη συμφωνία CETA με τον Καναδά, στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Ευρώπης – παρά το ότι η Κομισιόν, καθώς επίσης τα μέλη της ΕΕ, της προσέφεραν ειδικά προνόμια (συμβιβασμούς), όσον αφορά τη γεωργία της, την ασφάλεια υγείας των Πολιτών της, το περιβάλλον, τα κοινωνικά στάνταρ κοκ.
Λόγω της άρνησης αυτής η κρυφή παγίδα, η CETA δηλαδή (ανάλυση), δεν μπορεί να υπογραφεί την ερχόμενη εβδομάδα, όπως ήταν προγραμματισμένο – γεγονός που σημαίνει ότι, μία πολύ μικρή περιοχή της Ευρώπης, με 3,6 εκ. κατοίκους, διεκδίκησε θαρραλέα τα δικαιώματα της και τα κατάφερε, προστατεύοντας όλους εμάς τους ευρωπαίους πολίτες από μία καταστροφική συμφωνία.
Ειδικότερα, αφού η Βαλονία είχε απαιτήσει επί πλέον αλλαγές από αυτές που της προσφέρθηκαν συμβιβαστικά από την ΕΕ, έθεσε βέτο εναντίον της υπογραφής της συμφωνίας από το Βέλγιο – απαιτώντας πια απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις με τον Καναδά (πηγή). Δεν δίστασε λοιπόν να τοποθετηθεί μόνη της, εναντίον όλων των άλλων 28 ευρωπαϊκών χωρών – διεκδικώντας αυτά που οι Πολίτες της θεωρούν σωστά.
Στα πλαίσια αυτά, εύλογα αναρωτιέται κανείς αφενός μεν γιατί συμπεριφέρονται με τόση δουλοπρέπεια οι ελληνικές κυβερνήσεις στις συνόδους κορυφής της Ευρώπης, αφετέρου γιατί δεν διαμαρτύρονται καθόλου οι ιθαγενείς – οι Πολίτες της χώρας μας δηλαδή, οι οποίοι σιωπούν όπως τα πρόβατα, έχοντας σκύψει εντελώς το κεφάλι. Ακούγοντας δε πρόσφατα γνωστό υπουργό της κυβέρνησης να προσπαθεί να πείσει τους Έλληνες να διαμαρτυρηθούν και να εξεγερθούν, με στόχο να βοηθήσουν τις δικές του προσπάθειες να επιτύχει κάτι καλύτερο, μόνο ντροπή μπορούσε να νοιώσει κανείς – αδυνατώντας να δώσει μία σωστή ερμηνεία της παθητικής στάσης του συνόλου σχεδόν της κοινωνίας.
Επίλογος
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι, τίποτα δεν προσφέρεται δωρεάν στη ζωή – πως για όλα τα πράγματα πρέπει να αγωνιζόμαστε και να τα διεκδικούμε, όσο δύσκολη και αν φαίνεται η επίτευξη τους. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, στην οποία εάν δεν επιστρέψει η αισιοδοξία που προσφέρουν μόνο οι προοπτικές για το μέλλον, δεν πρόκειται να ξεφύγει ποτέ από το βάλτο που έχει παγιδευτεί, αν μη τι άλλο είμαστε υποχρεωμένοι να αγωνισθούμε και να διεκδικήσουμε ενεργητικά τα δικαιώματα μας απέναντι στα παιδιά μας – προτού είναι πολύ αργά και παρά το ότι φαίνεται πως έχουν πέσει πια οι τίτλοι τέλους (άρθρο).
Σε κάθε περίπτωση, το χειρότερο όλων είναι να αναλωνόμαστε σε εμφυλίους πολέμους μεταξύ μας – διαχωριζόμενοι σε αντίπαλες ομάδες υπέρ του ευρώ ή της δραχμής, του ενός κόμματος ή του άλλου κοκ. Πρέπει επίσης να καταλάβουμε πως εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να απαιτήσουμε από την όποια κυβέρνηση μας να διεκδικήσει τα δικαιώματα μας, μεταξύ άλλων πλημμυρίζοντας ειρηνικά τους δρόμους και όχι απλά να τοποθετούμαστε εναντίον της – περιμένοντας παθητικά πως η επόμενη θα τα καταφέρει καλύτερα.
Καμία κυβέρνηση δεν πρόκειται να τα καταφέρει, εάν δεν πιεσθεί αφόρητα από ολόκληρη την κοινωνία η οποία, μετά από τόσα χρόνια κρίσης γνωρίζει πολύ καλά ότι, η μοναδική ελπίδα για το μέλλον είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη διαγραφή χρεών, σε συνδυασμό με ένα δικό μας σχέδιο αναβίωσης της οικονομίας μας – το οποίο φυσικά δεν θα έχει καμία σχέση με τα μνημόνια και με τη λιτότητα που μας επιβάλλεται. Κάτι ανάλογο άλλωστε προσφέρθηκε στη Γερμανία μετά τον πόλεμο, παρά το ότι είχε αιματοκυλίσει τον πλανήτη – οπότε οφείλει να προσφερθεί και σε εμάς οι οποίοι, κάναμε μεν πολλά λάθη στο παρελθόν, αλλά ασφαλώς όχι τα εγκλήματα της Γερμανίας.
Ελπίδα λοιπόν υπάρχει για το μέλλον μας, αλλά όχι χωρίς να τη διεκδικήσουμε – ενώ η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει, αφού διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις, αλλά όχι όταν οι Πολίτες της έχουν κυριολεκτικά αποχαυνωθεί, περιμένοντας μοιρολατρικά να χάσουν τα πάντα.
Κλείνοντας υπενθυμίζουμε ξανά ότι, «κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει έναν αποφασισμένο λαό, αλλά όλοι μπορούν να ποδοπατήσουν έναν τρομοκρατημένο λαό»  ενώ μετά από εφτά χρόνια κρίσης, ούτε ένας Έλληνας δεν δικαιούται να ισχυρισθεί πως έχει άγνοια όλων όσων συμβαίνουν στην πατρίδα του, γνωρίζοντας απόλυτα πως οι ευθύνες δεν είναι πια της όποιας κυβέρνησης του, αλλά αποκλειστικά και μόνο δικές του.
Υστερόγραφο: Εάν μας έλεγε κανείς πως για την κατάσταση της Συρίας δεν φταίει ο πόλεμος, ενώ αυτό που χρειάζεται για να τα καταφέρει είναι η αλλαγή του μείγματος πολιτικής, θα τον πιστεύαμε αλήθεια; Πιστεύουμε πως οι δανειστές έχουν πραγματικά την πρόθεση να διασώσουν την Ελλάδα, όταν την ίδια στιγμή μας επιβάλλουν, εν γνώσει τους για τα καταστροφικά της αποτελέσματα, μία πολιτική που εύλογα μας οδηγεί στη θεωρία συνωμοσίας ότι, επιδιώκουν την εξόντωση μας; τον αφελληνισμό της πατρίδας μας;
Πιστεύουμε πως μπορούν να εφαρμοσθούν οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές, σε μία χώρα που βιώνει τον όλεθρο επί επτά συνεχή χρόνια, χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον της; Πιστεύουμε πως είναι δυνατόν να καταπολεμηθεί το πελατειακό κράτος, η διαφθορά, η διαπλοκή κοκ., σε μία χώρα που ευρίσκεται σε πλήρη αποδιοργάνωση; Πιστεύουμε πως οι ελλειμματικοί θεσμοί, καθώς επίσης τα πράγματι μεγάλα ελαττώματα και τα λάθη μας, μπορούν να διορθωθούν όταν το κράτος καταρρέει; Εάν τα πιστεύουμε όλα αυτά, τότε είναι σωστή η μη αντίδραση μας – οπότε δικαιολογείται απόλυτα η σιωπή των αμνών.